Το μόνο της ζωής μας ταξίδι…

Του Διαμαντή Μπασαντή

 

Οι παλιοί ναυτικοί έζησαν μια ζωή ξένοι, μακριά και μόνοι. Και έφυγαν ξένοι, μακριά και μόνοι. Οι παλιοί ναυτικοί εικόνες ξεθωριασμένες από παλιές θαλασσογραφιές. Κομμάτια της ζωής μας, που ακόμα μας αγγίζουν και πάντα αγαπάμε... 

Φοιτητής. Πρωινό στο σπίτι. Διαπληκτιζόμουν με την μάνα μου. Ξαφνικά χτυπά το τηλέφωνο. Σήκωσα αμήχανα το ακουστικό:

-      -   Μπορώ να μιλήσω στον μεγάλο γιό του μπάρμπα Σταμάτη, με ρώτησε κάποιος. 

-      -   Ο ίδιος, απάντησα.

-      -   Είμαι από το γραφείο στον Πειραιά. Άκουσε με προσοχή και πες το με τρόπο στην μητέρα σου: ο πατέρας σου πέθανε χτες το βράδυ στο καράβι…

Έμεινα άναυδος. Μου φάνηκε σαν κρύο αστείο. Η μάνα μη δίνοντας καμία σημασία συνέχιζε απτόητη την μουρμούρα.

-      -   Μπορείς να σταματήσεις ένα λεπτό. Είναι κάτι πολύ σοβαρό, είπα…

Η μητέρα το θεώρησε υπεκφυγή. Θεώρησε την σιωπή ευκαιρία να εντείνει την κατσάδα. Δεν ήξερα τι να πω. Αυτή συνέχιζε απτόητη…

-       -  Μπορείς σε παρακαλώ να σταματήσεις είναι κάτι πολύ σοβαρό που πρέπει να σου πω, ξαναείπα…

Είχε πάρει φόρα και δεν έλεγε να σταματήσει. Για να την φρενάρω γυρνάω και λέω εκνευρισμένος:

-       -  Σταμάτα επιτέλους. Πέθανε χτες βράδυ ο μπαμπάς στο καράβι…

Έμεινε άγαλμα. Μετά μερικά δευτερόλεπτα ρώτησε παγωμένη:

-       -  Τι είπες;

-       -  Πέθανε χτες βράδυ ο μπαμπάς στο καράβι. Αυτό είπαν στο τηλέφωνο. Και είπαν να στο πω με τρόπο. Αλλά εσύ δεν σταμάταγες…

Την είδα να καταρρέει. Με αυτό τον απροσδόκητο τρόπο πληροφορηθήκαμε στο σπίτι τον θάνατο του πατέρα…

Το λίμπερτι "Γρηγόριος Κ. ΙΙΙ".. Ναυτικές μνήμες από ένα ναυτικό νησί. Διαδρομές μισοσβυσμένες, κουρασμένες, ξεχασμένες. Άνδρες σκληροτράχηλοι και τρυφεροί. Πατεράδες που συνάντησαν τους γιους τους μεγάλους. Μοναχικές ψυχές, μοναχικές ζωές. Ή, όπως έγραψε ο Αλμέρ Καμύ: ξένος, ποιος αλήθεια μπoρεί να ξέρει τι σημαίνει αυτή τη λέξη....

Ο πατέρας μου μετά την σύνταξη συνέχιζε να δουλεύει βατσιμάνης για να βοηθάει το σπίτι. Μερικές φορές πήγαινα μαζί του στην 24ώρη βάρδια στο στενό της Σαλαμίνας. Είχα συνηθίσει γιατί με έπαιρνε από μικρό μαζί του κάθε φορά που το καράβι έπιανε Πειραιά.

Ήταν ένας τρόπος να είμαστε κοντά μιας και αργήσαμε πολύ να συναντηθούμε. Μια ζωή ταξίδευε. Ερχόταν λίγο κι έφευγε πολύ. Στο σπίτι τον είδαμε όταν πήρε σύνταξή. Ζήσαμε μαζί μόνο 8 χρόνια…

Μια μέρα που ήμασταν μόνοι στο σπίτι γύρισε και μου είπε: "θέλω, όταν έρθει η ώρα, να πεθάνω στο καράβι!" Αντέδρασα. Ρώτησα γιατί. Και απάντησε με ένα θλιμμένο χαμόγελο. "εκεί έζησα μια ζωή. Εκεί νοιώθω καλά. Εδώ έξω είμαι ξένος…" Και πέθανε όπως ευχήθηκε: σε ένα παλιό αγκυροβολημένο καράβι στα ανοιχτά της Σαλαμίνας…

Πήγαινα μαζί του και πάντα μου άρεσε να περιδιαβαίνω τα αγκυροβολημένα καράβια. Άφηνα την φαντασία μου να ταξιδεύει. Στα παλιά λίμπερτι ένοιωθα πλήρωμα. Στα αποτραβηγμένα κρουαζιερόπλοια ένοιωθα επιβάτης. Βόλταρα στα άδεια σαλόνια, στις σιωπηλές γέφυρες, στα μεγάλα καταστρώματα. Κι ήταν σα να ταξίδευα μαζί τους.

Κάποια στιγμή – λίγο πριν φύγει για πάντα – ο πατέρας - λες και το είχε νοιώσει - ζήτησε να κάτσω μια εβδομάδα στη βάρδια του. Ήθελε να πάει να δει την Άνδρο. Με ενθουσίασε η σκέψη να μείνω μόνος, καλοκαίρι, σε ένα άδειο λίμπερτι. Θα ήμουν ο κυβερνήτης της… ακινησίας του!

"Το μόνο της ζωής μας ταξίδι/ μια διαδρομή αλέ και ρετούρ..." έγραψε κάποτε ο Στέφανος Κ.

Πήγα στην ώρα μου. Βρήκα την λάτζα. Οι βαρκάρηδες με ξέρανε από τις άλλες φορές. Πλήρωσα το ναύλο και πήγα μέσα. Σκαρφάλωσα από την ανεμόσκαλα. Αυτό έγινε τρεις φορές.

Όταν γύρισε από την Άνδρο δεν είπε τίποτα. Μόνο η μητέρα είπε πως καθόταν στην πλατεία Αγίας Όλγας κοίταγε τα Λειβάδια κι έκλαιγε σαν μικρό παιδί:

-      -   Έρμα Λειβάδια δεν θα σας ξαναδώ, έλεγε…

Και δεν τα ξανάδε. Πέθανε λίγους μήνες αργότερα ξαφνικά ένα βράδυ παίζοντας πρέφα με τον βατσιμάνη του διπλανού καραβιού. Μετά από 40 χρόνια ταξίδια σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του κόσμου έφυγε πάνω σ’ ένα αγκυροβολημένο καράβι! Το ημερολόγιο έγραφε 30 Μαρτίου. Ήταν 73 ετών. Ανήμερα στα γενέθλια του…


"Τα σκουριασμένα καράβια της Κυνόσουρας. Έτσι, σιωπηλά και σκοτεινά. Γερμένα με αλληλεγγύη και κατανόηση το ένα δίπλα στο άλλο..."

Έκτοτε πέρασαν δεκαετίες. Ταξίδεψα μακριά κι έζησα, όπως αυτός, κάτω από άλλους ουρανούς. Επέστρεψα: στην Ελλάδα και στην Άνδρο. Πριν λίγες μέρες, ένα πρωινό που έγραφα, χτυπά ξαφνικά το τηλέφωνο. Το σηκώνω αφηρημένος. Ήταν ο Δημήτρης στην άλλη άκρη λέγοντας:

-      -   Για δες αυτές τις φωτογραφίες που σου στέλνω…

Ανοίγω και βλέπω να κατεβαίνουν φωτογραφίες από παλιά καράβια και παλιούς ναυτικούς να ανεβαίνουν σε αυτά. Τις κοίταγα σιωπηλός με μια ανείπωτη τρυφερότητα…

-     -   Ξέρεις τι είναι, με ρωτάει…

-     -   Βατσιμάνηδες, απαντώ συγκινημένος.

Έμεινα ώρα να τις κοιτώ. Όλες μου θύμιζαν ένα άλλο ξαφνικό πρωινό τηλεφώνημα, που πριν πολλά χρόνια μου ανήγγειλε απροσδόκητα το τέλος μιας ολόκληρης εποχής της ζωής μου…

Ένας κόμπος είχε ανέβει στο λαιμό. Έμειναν ώρα σκεφτικός. Οι φωτογραφίες του Δημήτρη είχαν χτυπήσει φλέβα. Ήταν σαν ένα ξαφνικό μνημόσυνο: στον πατέρα, στις παλιές μνήμες, στις απέραντες διαδρομές, που όλες κατέληξαν αθόρυβα σ' ένα αγκυροβολημένο καράβι.

Κάποια στιγμή ξεκίνησα ασυναίσθητα να γράφω για τους παλιούς ναυτικούς, που συνεχίζουν να ζουν μαζί τους κρατώντας τους συντροφιά ατέλειωτες μέρες και νύχτες…

Μετά οι εικόνες ξεστράτισαν. Οι μνήμες βρέθηκαν ανάκατα η μια δίπλα στην άλλη διαγράφοντας διαδρομές μακρινές στα πέλαγα της ζωής. Διαδρομές μισοσβησμένες, που καταλήγουν στο απόβραδο, να γλιστρούν και να χάνονται μακριά όλες μαζί έτσι ήσυχα κι αθόρυβα…