"Έφυγε" ο αγαπητός "βιομήχανος" από το Μπατσί! Αντίο φίλε...

 

Οι καλοί και ξεχωριστοί άνθρωποι «φεύγουν» συνήθως νωρίς… Είναι κρίμα κι άδικο. Λες κι ο Θεός τους καλεί, για να ομορφύνουν τους κήπους του Παράδεισου. Ο Γιάννης Γκιώνης, ο αγαπητός σε όλους «βιομήχανος», ήταν ένας απ αυτούς.

Έφυγε ήσυχα το βράδυ της Καθαρής Δευτέρας στο σπίτι του στο Μπατσι, όταν η καλή του η καρδία έπαψε να χτυπάει. Κοντά του ήταν η αγαπημένη του γυναίκα Σάλι, η κόρη του Αθηνά, ο γιος του Χάρης. Έλειπε ο Άλεντ, που υπηρετεί την στρατιωτική του θητεία.

Αχ βρε Γιάννη μας πίκρανες πολύ… Ήσουν κομμάτι από την νεανική, όμορφη, αθώα, ανέμελη ζωή μας. Μαζί μεγαλώσαμε, μαζί γλεντήσαμε, μαζί ονειρευτήκαμε.

Εκείνα τα καλοκαίρια στις αρχές του 70, ήσουν ο πρώτος που μας υποδεχόσουν στο Μπατσι, όταν πιτσιρικάδες ερχόμαστε για διακοπές. Και ήσουν ο τελευταίος που μας αποχαιρετούσες στον μόλο, όταν φεύγαμε με το «Έλενα Π.» η το «Μεγαλόχαρη».

Έμενα, τον Λάκη, τον Κώστα, τον Αλέκο, τον Μιχάλη, τον Βασίλη, τον Γιάννη, τον Άνθιμο, τους Αντώνηδες, την Νένια, την Κλειώ, τον Γιώργο, τον Κυριάκο, τον Αργύρη, την Λίλα, την Μαρία, τον Ασημάκη και όλη την υπόλοιπη παρέα.

Ερχόσουν για μπάνιο μπροστά στην «Σκούνα» μ ένα γάιδαρο (!) και απαντούσες στα πειράγματα του Αντώνη του Τσίρου (που τώρα μας βλέπετε κι δυο από ψηλά),μ' εκείνο το ανεπανάληπτο χιούμορ σου. Ήσουν εξαιρετικός φίλος. Ανιδιοτελής, καλοπροαίρετος, καλόβολος και… αθεράπευτος ξενύχτης.

Βλέπαμε μαζί τον ήλιο ν' ανατέλλει στην πλατεία φωνάζοντας, τραγουδώντας και διαφωνώντας, ξαπλωμένοι στις  πάνινες πολυθρόνες του Λαλη και κείνος από το μπαλκόνι του, μας παρακαλούσε να πάμε σπίτια μας για να κλείσει επί τέλους μάτι.

Η διασκέδαση μας τότε ήταν μια βανίλια - υποβρύχιο και ένα πικ-απ που έπαιζε βραχνά στην άμμο, δίπλα στην μεγάλη φωτιά που ανάβαμε! Η ζωή σου και η ζωή μας ήταν όμορφη.

Κάποιο καλοκαίρι μας ανακοίνωσες ότι θα ανοίξεις ένα σουβλατζίδικο στην παραλία στο Μπατσι. Δεν σου είπαμε ποτέ, με πόση χαρά σε βοηθήσαμε να το στήσεις.

Η Μαρία και η Λίλα παρήγγειλαν πράγματα από την Αθήνα και ο Λάκης φρόντισε για την μεταφορά τους στην Άνδρο.

Κι όταν σε είδαμε χαρούμενο μπροστά στην πόρτα της πρώτης σου επιχειρηματικής προσπάθειας σε βαφτίσαμε… βιομήχανο, ψευδώνυμο που σε καθιέρωσε τα επόμενα χρόνια.

Τα τελευταία καλοκαίρια πάντα ερχόμαστε να μας φιλέψεις τις λιχουδιές σου στην ήσυχη καταπράσινη όαση, που είχες στήσει στο Στιβάρι. Μαγικό φαγητό (μέχρι σκασμού),ατέλειωτα γέλια και αναμνήσεις. Ιστορίες από ένα Μπατσι που δεν υπάρχει πια, και από μια παρέα που τώρα πια έχει… εγγόνια.

Ήσουν πάντα ο ίδιος. Καλόκαρδος χαμογελαστός, φιλόξενος και έτοιμος να σκαρώσεις κάτι σε κάποιον… Αντίο φίλε…

Δημήτρης Σταυρόπουλος