Περί υποκλοπών

Του Χρήστου Οικονόμου
Το γεγονός ότι όλοι μας, λίγο-πολύ, γνωρίζουμε ότι στην εποχή μας οι τηλεπικοινωνίες παρακολουθούνται, είτε από οργανωμένα κρατικά συστήματα εξουσιών, είτε από «μικρότερες» συστοιχίες συμφερόντων –ακόμη και απολύτως προσωποποιημένων, δεν σημαίνει ότι το ζήτημα δεν πρέπει να τίθεται.

Ο μιθριδατισμός της ανοχής απέναντι σε παραβιάσεις της «ιδιωτικότητας», ως καίριου συστατικού στοιχείου των ατομικών ελευθεριών, δεν είναι υγιές σημείο της σημερινής δημοκρατίας και προς τούτο δεν πρέπει να υποστηρίζεται δημοσίως τέτοια ανοχή, ακόμη κι αν επιστρατεύονται δικαιολογίες περί «εθνικής ασφάλειας» και άλλα τοιαύτα.

Ωστόσο, στη σημερινή εκδοχή της έκπληξης που προσποιούνται ότι αισθάνθηκαν ορισμένες ευρωπαϊκές πολιτικές ηγεσίες, η υποκρισία περισσεύει.

Γιατί, τη στιγμή που «αντιλήφθηκαν» ότι παρακολουθούνταν από μυστικές υπηρεσίες άλλων χωρών, στο προσκήνιο βρίσκονται σοβαρότατα ζητήματα πολιτικών και οικονομικών σχέσεων, που είναι προφανές ότι κατισχύουν άλλων ενδιαφερόντων των ίδιων ηγεσιών, όπως για παράδειγμα η ποιότητα της δημοκρατίας.

Μεταξύ των άλλων, υπογραμμίζονται οι διαβουλεύσεις για μια νέα εμπορική συμφωνία Ε.Ε.-Η.Π.Α., η προστασία του απορρήτου τραπεζικών προσωπικών δεδομένων, ο «πόλεμος» της Ενέργειας, η συνέχιση χρηματοδότησης αδύναμων οικονομιών της ευρωζώνης από μεριάς του ΔΝΤ κ.α..

Η πολιτικώς περίτεχνη ανάδυση του ζητήματος των παρακολουθήσεων πολιτικών  ηγεσιών από τεχνολογίες των τηλεπικοινωνιών, έρχεται, άλλωστε, (κι αυτό είναι άξιον υπενθύμισης) μετά από την εικοσαετή σκληρή διαπάλη της προσπάθειας διείσδυσης αμερικανικών και ευρωπαϊκών εταιρειών κινητής τηλεφωνίας στις «εθνικές» αγορές τηλεπικοινωνιών των ευρωπαϊκών χωρών.

Μια μάχη, που οι Αμερικανοί έχασαν από τις ευρωπαϊκές εταιρείες και με κυρίως κερδισμένες τις γερμανικές επιχειρήσεις του κλάδου, πρωτίστως δε τη Siemens (στην αρχική τουλάχιστον φάση) και εν συνεχεία την «κρατική» Deutsche Telekom. (Για την ιστορία πρέπει να λεχθεί ότι ο ευρωπαϊκός θρίαμβος σ’ αυτό το πεδίο εν πολλοίς οφείλεται σε ρυθμίσεις και ντιρεκτίβες της Ε.Ε., που αφορούν σε θέματα ανταγωνισμού αλλά και στον πρώιμο και ιδιότυπο «προστατευτισμό» που εφήρμοσαν οι ευρωπαίοι, για να αμυνθούν στην καλπάζουσα διείσδυση των αμερικανικών τεχνολογιών σε προϊόντα λαϊκής κατανάλωσης, π.χ. προσωπικοί ηλεκτρονικοί υπολογιστές και κινητά τηλέφωνα).

Την ίδια ώρα, το Βερολίνο επιχειρεί την πρώτη μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο σοβαρή ενάσκηση διεθνούς πολιτικής, με την επιδίωξη συμμαχίας με τη Βραζιλία και το Μεξικό, δύο μεγάλες ανερχόμενες δυνάμεις του πλανήτη και -κατά σύμπτωση- των φανατικότερων αντιπάλων μεταξύ των χωρών-μελών του ΔΝΤ σε ό,τι αφορά τη διαιώνιση χρηματοδοτικής στήριξης του Ταμείου προς χώρες της ευρωζώνης.

Στο επίκεντρο της επιχειρούμενης από τη Γερμανία συμμαχίας με τις δύο χώρες της Λατινικής Αμερικής, το ζήτημα της παρακολούθησης των πολιτικών ηγεσιών τους από αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες.

Και στην κατακλείδα τούτης της επιδίωξης η απόπειρα να προωθηθεί κοινό ψήφισμα των τριών χωρών (Γερμανίας, Βραζιλίας και Μεξικού) στον Ο.Η.Ε. όπου, επίσης, υπενθυμίζεται, το Βερολίνο δεν κρύβει την προσπάθεια να κερδίσει μια θέση μονίμου μέλους του Συμβουλίου Ασφαλείας.

Έκαστος, λοιπόν, δύναται να ερμηνεύει τα πράγματα κατά το δοκούν.

Όμως, δεν θα ήταν ρεαλιστικό να μην ανακάλυπτε κάποιος και άλλα κίνητρα σε ό,τι αφορά την έκταση που προσλαμβάνει το θέμα της παρακολούθησης των τηλεπικοινωνιών από αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες, πέραν της δημοκρατικής ευαισθησίας των ευρωπαίων.

Και, ίσως, αν αξίζει να κρατείται κάτι απ’ αυτήν την υπόθεση δεν είναι άλλο από το οικονομικό υπόβαθρο της διένεξης Ε.Ε.-Η.Π.Α., προάγγελο πιθανόν ενός νέου σκληρού γύρου της διεθνούς οικονομικής κρίσης.