Διαδρομές στην Ιστορία και στις ιστορίες

Του Διαμαντή Μπασαντή
Ξεκίνησα για την ταινία Μικρά Αγγλία με μεγάλο ενδιαφέρον και πολλά ερωτήματα. Πως «είδαν» ο Βούλγαρης και η Καρυστιάνη την ιστορία της Άνδρου; Την θαλασσινή ιστορία του νησιού. Πως είδαν τις ναυτικές οικογένειες; Και τη ζωή της αστικής Άνδρου που χάθηκε. Πως ανασκάλεψαν τα ίχνη μιας ναυτικής κοινωνίας που άπλωσε και απλώνει ακόμα πολύ πέρα από τα στενά όρια της;

Το βιβλίο Μικρά Αγγλία το είχα διαβάσει πριν χρόνια. Κάποτε έτυχε να μιλήσω μάλιστα γι’ αυτό με την Καρυστιάνη. Ήταν σούρουπο στα Γιάλια ένα μακρινό καλοκαίρι. Το θεωρούσα ότι πιο αντιπροσωπευτικό είχε γραφτεί για τη ναυτική Άνδρο του 20ου αιώνα.

Στις σελίδες του βιβλίου είχα βρει αρκετά οικεία σημεία με τη ζωή της δικής μου οικογένειας: Τη μοναχική ζωή της μάνας μου, την ατέρμονη απουσία του πατέρα μου. Τον περίγυρο της οικογένειας στην Άνδρο. Αλλά και κάποιες παλιές διαδρομές στα μονοπάτια και στη Χώρα. Όπως είχα πει τότε στην Καρυστιάνη ένα από τα ονοματεπώνυμα του μυθιστορήματος, ήταν αυτό μιας αδελφής του πατέρα μου, της Κατερίνας, που πέθανε νέα τη δεκαετία του 30 νομίζω. Τότε μου είχε πει πως τα ονόματα τα επέλεξε τυχαία από το ληξιαρχείο της Άνδρου…

Έκτοτε τα χρόνια πέρασαν. Πρόπερσι σε μια πολύωρη συνάντηση με τον Αντώνη Πολέμη στο σπίτι του έτυχε σε μια αποστροφή του χειμαρρώδους λόγου του και μας είπε το πώς αφηγήθηκε για πρώτη φορά στην τραπεζαρία του στον Βούλγαρη και στην Καρυστιάνη μια παλιά αυτή ιστορία. Από εκείνη την παλιά αφήγηση ξεκίνησε η διαδρομή για να φτάσει στον χώρο της πεζογραφίας και σήμερα στον χώρο του κινηματογράφου.

Με όλα αυτά κατά νου ξεκίνησα να δω την ταινία…

Οι πρώτες σκηνές του φιλμ εντυπωσιακές. Τα κύματα της χειμωνιάτικης θάλασσας της Άνδρου έσκαγαν στην οθόνη. Οι τίτλοι και οι συντελεστές της ταινίας αναγράφονται και χάνονται πάνω στα κύματα. Όπως γράφτηκαν και χάθηκαν πάνω στα κύματα οι παλιές ιστορίες της ναυτικής Άνδρου. Καλές ή κακές, λυτρωτικές ή στενάχωρες, ειπωμένες ή ανείπωτες….

Μετά η ταινία ξετυλίχτηκε σε μοτίβα που με τον τρόπο που ο Παντελής Βούλγαρης καταφέρνει. Μερικές στιγμές χάθηκα μέσα στις σκηνές του έργου. Κάποιες άλλες ξεχάστηκα  προσπαθώντας να «ξαναδιαβάσω» το βιβλίο μέσα από το καλοδουλεμένο σενάριο. Υπήρχαν και ορισμένες στιγμές που υπέκυπτα στον πειρασμό να αναζητώ οικεία πρόσωπα από την μεγάλη πινακοθήκη προσωπογραφιών που είχε στήσει ο έμπειρος σκηνοθέτης χρησιμοποιώντας εκατοντάδες κομπάρσους από τους σημερινούς κατοίκους συνεπαίρνοντας ένα ολόκληρο νησί.

Κάθε έργο κρίνεται ως ολότητα.  Όμως κρίνεται και στις λεπτομέρειες όπως διδάσκει η ζωή και η τέχνη. Σαν όλο το έργο αποτελεί μια μοναδική αφήγηση για την Άνδρο. Στις καρδίες των ανδριωτών και ίσως όλων των νησιωτών που έχουν αναφορά στην ελληνική ναυτοσύνη θα είναι μια παρακαταθήκη ζωής. Μέσα στις σκηνές όσοι καταγόμαστε από ναυτικές οικογένειες βρήκαμε οικείες (και με σπουδαίο τρόπο αποτυπωμένες στην οθόνη) αφηγήσεις, μνήμες, ιστορίες, διαδρομές. Και μόνο γι’ αυτό τον λόγο η ταινία είναι και μια συνεισφορά στη ναυτική Ελλάδα. Μια Ελλάδα που έζησε και ανδραγάθησε στις θάλασσες. Που δημιούργησε και έχτισε στη στεριά. Αλλά και μια Ελλάδα που μερικές φορές χάθηκε πελαγοδρομώντας στα στενά όρια μιας περικυκλωμένης κοινωνίας, άλλοτε αγαπώντας και άλλοτε χάνοντας πολλά.

Κατά τη γνώμη μου οι ηθοποιοί πετυχαίνουν πλήρως στους ρόλους τους. Ρόλοι δύσκολοι όπως της Μόσχας (Σοφία Κόκκαλη), του Νίκου (Μάξιμος Μουρμούρας), του Σπύρου (Ανδρέας Κωνσταντίνου) και της Όρσας (Πηνελόπη Τσιλίκα). Υπάρχουν μάλιστα δύο κορυφαίες στιγμές του έργου όπου οι ηθοποιοί συγκλονίζουν: Η στιγμή της αποκάλυψης του τρομερού μυστικού (Όρσα) και οι διάλογοι του τέλους (Μόσχα και  Όρσα).

Όμως για να φτάσει στις κορυφώσεις το έργο έχει υφανθεί με τέχνη στον κινηματογραφικό αργαλειό. Και σε αυτό συνέβαλαν τόσο η σκηνική παρουσία της Μίνας (Αννέζα Παπαδοπούλου) όσο και του θείου Αιμίλιου (Χρήστου Καλαβρούζου). Αρκετές φορές αυτοί οι δύο μου θύμισαν επίπονα οικείες φιγούρες μιας Άνδρου που έφυγε…

Όμως προσωπικά υπήρξαν δύο σκηνές που «μπλόκαρα» συναισθηματικά. Και που ίσως «μπλόκαραν» και άλλους με αντίστοιχες εμπειρίες. Η πρώτη όταν επιστρέφει ο πατέρας (Νίκος) στο σπίτι και ο μικρός γιός του γυρίζει την πλάτη, αφού πρώτα πήρε το παιχνίδι. Την σκηνή αυτή την είχα «παίξει» κι εγώ ο ίδιος και μάλιστα όχι μόνο μια φορά στη ζωή μου. Κάποτε και την παιδική σκληρότητα να ρωτήσω επιθετικά: «Τι θέλει αυτός ο ξένος στο σπίτι μας;» Και η δεύτερη όταν θείος και ανιψιός λένε: «Ο Βισκαϊκός είναι το νεκροταφείο των ανδριωτών». Εκεί θυμήθηκα το βουβό δάκρυ του πατέρα  κάθε φορά που έλεγε για την τελευταία συνάντηση με τον αδελφό του Αντώνη. Ήταν στο ισπανικό λιμάνι του Μπιλμπάο. Ο πατέρας τον παρακάλεσε να έρθει στο καράβι για να γυρίσουν στην Άνδρο. Όμως ο Αντώνης επέμεινε: «Θα κάνω αυτό το τελευταίο ταξίδι και μετά θα γυρίσω». Ήταν πράγματι το τελευταίο: «Το πλοίο χάθηκε αύτανδρο στα ανοικτά του Μπέη…». Έτσι αποκαλούσε ο πατέρας μου τον άγριο Βισκαϊκό…

Όμως η ταινία δεν αγγίζει μόνο τα «οικεία κακά». Υπάρχουν σημεία κορύφωσης όπου μέσα τους κανείς χάνεται με τρόπο υπέροχο.  Αξίζει να αναφέρουμε δύο στιγμές από τον διάλογο των δύο αδελφών στην τελευταία σκηνή του έργου.

Η πρώτη όταν η Όρσα λέει το σπαρακτικό: «Ότι έχουμε μπορεί να το χάσουμε, ότι χάσαμε είναι δικό μας για πάντα». Έτυχε να σκοντάψω σε αυτή τη σκληρή φράση δύο φορές στη ζωή μου. Αρχικά όταν μόνος στεκόμουν κάποτε πάνω απόν τάφο του πατέρα. Ένας άγνωστος περνώντας μου είπε: «Να έρχεστε. Αυτοί πια δεν έχουν άλλους παρά μόνο εμάς…»! Μερικά χρόνια αργότερα πάνω από το μνήμα του μικρού αδελφού μου: «Τώρα πια εσύ έχεις μόνο εμένα αγόρι μου…».

Και η δεύτερη στο τέλος όταν οι δύο αδελφές αγκαλιασμένες αναλογίζονται τι πήγε στραβά. Και λένε δύο σπουδαίες ατάκες με τις οποίες κλείνει το έργο.  Η Μόσχα (που κάποτε θέλησε να ξεφύγει από τον περίκλειστο τόπο) λέει: «Αν σπουδάζαμε, αν είχαμε μια δουλειά…»! Και η Όρσα απαντά με εκείνο το καταλυτικό: «Αν μιλούσαμε Μόσχα…»!

ΗΘΙΚΟ ΔΙΔΑΓΜΑ: Δείτε αυτή την ταινία. Και μιλήστε γι’ αυτήν. Μιλήστε για την ζωή σας. Μιλήστε γι’ αυτά που θέλετε. Μιλήστε γι’ αυτά που αγαπήσατε. Μιλήστε γι’ αυτά που ελπίσατε. Μιλήστε εσείς και μην αφήνετε τους άλλους να μιλούν για εσάς. Και το σπουδαιότερο μιλήστε πριν είναι αργά…