Παραμονή στην Πανάχραντο ή όταν η ιστορία αγγίζει την… Ιστορία!…

Του Διαμαντή Μπασαντή

Το μοναστήρι κάτω από τους χιονισμένους Γερακώνες ξημερώνοντας πρωτοχρονιά (φωτ. Εν Άνδρω) 

Πριν μερικά χρόνια είχα βρεθεί πάλι – με καλό καιρό - παραμονή πρωτοχρονιάς στην Πανάχραντο. Ήταν μια διαφορετική στιγμή μέσα στον χρόνο. Πολύ πέρα από τις κοσμικότητες και την διασκέδαση που προϋποθέτει παραδοσιακά η μέρα. Πολύ πέρα από τις εμπειρίες και τις εικόνες που έχουν αποτυπωθεί στη μνήμη μου από τόσες και τόσες πρωτοχρονιές στην Ελλάδα ή σε άλλες χώρες.

Κάθομαι και θυμάμαι τόσες και τόσες παραμονές πρωτοχρονιάς. Κάποτε μοναχικές: με την μητέρα και τον μικρό αδελφό μου (φευ φευγάτοι και οι δύο). Άλλοτε οικογενειακές: παιδί με θείους και θείες. Λίγες με τον πατέρα μου όταν πια ξεμπάρκαρε. Μετά φοιτητής: με φίλους μιας φευγάτης νιότης. Και μετά ταξιδεύοντας μερικές πρωτοχρονιές σε πόλεις μακρινές: στη Νέα Υόρκη με τον Χρύσανθο, στο Λίβερπουλ με τους Μακ Νάλτυ, στο Λονδίνο με τον Άγι, στη λίμνη Μπλάγκτον με τον Μπέρνι, με τον Τζόναθαν στην Κορνοουάλη, στο Λέστερ με τον Μαρκ Τζόουνς… Και αργότερα ήρθαν οι πρωτοχρονιές με την γυναίκα και τα παιδιά. Και τέλος ήρθαν και οι πρωτοχρονιές εδώ και αρκετά χρόνια στην Άνδρο…

"Τι να μπορεί να θυμάται μια φλόγα; Ά θυμηθεί λιγο λιγότερο απ' ό'τι χρειάζεται, σβύνει, ά θυμηθεί λίγο περισσότερο απ' ο'τι χρειάζεται, σβήνει.  Να μπορούσε να μας διδάξει, όσο ανάβει, να θυμόμαστε σωστά" Γ. Σεφέρης - Άντρας (Ο κ. Στρατής Θαλασσινος περιγράφει έναν άνθρωπο) - (φωτ. Εν Άνδρω).

Τόσες παραμονές.  Τόσες διαδρομές. Τόσες μνήμες. Μέχρι την χθεσινή. Ξεκίνησα λίγο νωρίς σπρωγμένος από τον μικρό Οδυσσέα για την Πανάχραντο. Ήταν ενθουσιασμένος. Το έβλεπε σαν περιπέτεια στα χιόνια…

Στο τέλος η διαδρομή είχε και λίγη περιπέτεια και χιόνι. Και λίγο παγετό!… Το χιόνι το βρήκαμε ανεβαίνοντας στα Φάλικα. Μετά τα Φάλικα πέσαμε και σε μια μίνι χιονοθύελλα. Οι νιφάδες στροβιλίζονταν σαν τρελές μπροστά στο τζάμι. Ο μικρός πίσω να πανηγυρίζει! Κι εγώ μπροστά να μουρμουράω: «που πας καραβάκι με τέτοιο καιρό σε τέτοιο βουνό;»

Στις δύο τελευταίες απότομες στροφές, η άσφαλτος και νο κρύος αέρας, είχαν παγώσει το λίγο σχετικά χιόνι! Το αυτοκίνητο βογκούσε με την πρώτη και στη τελευταία στροφή οι ρόδες γυρνάγανε… στο πουθενά!! Από το πίσω κάθισμα ο μικρός ο μικρός άρχισε τις επικλήσεις: «δεν μπορεί θα φτάσουμε, πάμε για καλό σκοπό…»!

Η βιβλική μορφή του γέροντα Ευδόκιμου ταιριαστή στο άχρονο σκηνικό της νύχτας (φωτ. Εν Άνδρω).

Και φτάσαμε. Φυσικά είμαστε οι πρώτοι! Το αξιοπερίεργο ήταν πως αργότερα έφτασε και ο Νικόλας Λαούδης με την γυναίκα του και τον π. Αντώνιο από το Κόρθι!!! Το χειρότερο ήταν πως το ίντερνετ, λόγω της βραδιάς, σερνότανε!!! Μου έβγαλε την ψυχή για δύο mail! Το καλύτερο ήταν πως όταν τέλειωσα με τα mail (που δεν ήρθανε) και πήγα να παρακολουθήσω ένα μέρος της λειτουργίας του Αγίου Βασιλείου ένοιωσα… αρχοντικά!!!

 

 Λίγοι αψήφησαν τον χιονιά κι έφτασαν στο χιλιόχρονο μοναστήρι για μια εντελώς διαφορετική παραμονή πρωτοχρονιάς... (φωτ. Εν Άνδρω).  

Λίγοι άνθρωποι. Σαν να είμαστε σε ιδιωτικό παρεκκλήσι. Μια λειτουργία ιδιωτικού χαρακτήρα. Όπως στις ιδιωτικές εκκλησίες των αρχόντων του μεσαίωνα. Άναψα τρία κεράκια - στη μνήμη αγαπημένων που «έφυγαν» μέσα στα χρόνια. Και κάθισα σε μια γωνιά κοντά στο ψαλτήρι. Ανάμεσα στις χαμηλόφωνες ψαλμωδίες η μνήμη περιπλανήθηκε σε άλλες, περασμένες, εποχές. Και σε σκέψεις για υην Ιστορία...

Άρχισα να προσέχω την εκκλησιαστική γλώσσα. Πόσο οικεία μου φαινόταν η ελληνική των ψαλμών και του Ευαγγελίου, αν και έχουν περάσει τόσοι αιώνες, από τότε που γράφτηκαν. Τελικά είναι καλύτερο που δεν «μεταφράστηκαν» ποτέ. Έχεις την αίσθηση της διαδρομής της γλώσσας, καθώς την ακούς. Κάποια στιγμή άρχισα να θυμάμαι και κάποια κομμάτια από την λειτουργία από τα μαθητικά μου χρόνια…

Μέρος του αγιογραφημένου σκηνικού και οι μοναχοί. Η συνοδεία των βυζαντινών ύμνων με την εκκλησιαστική γλώσσα προσέδιδαν μια ιδιότυπη περίσκεψη στη βραδιά... (φωτ. Εν Άνδρω).

«Χάθηκα» για ώρα ανάμεσα στους βυζαντινούς ύμνους στο μισόφως της εκκλησιάς. «Χάθηκα» σε εικόνες μιας ιστορίας που δεν γυρίστηκε ποτέ ταινία. Μιας ιστορίας που την ζήσαμε και την ζούμε, αλλά συχνά δεν το καταλαβαίνουμε. Και την αφήνουμε να περνάει και να χάνεται μακριά μας από χρονιά σε χρονιά… 

Είναι η ταινία της δικής μας ζωής, που χάνεται. Είναι η ταινία της ζωής που απλώσαμε χρόνια πολλά σε τόσα μέρη. Που ζήσαμε μαζί με αυτούς που συναντήσαμε κάποτε σε άλλους τόπους σε άλλες μακρινές εποχές και πρωτοχρονιές. Είναι μια ζωή που ζήσαμε με αυτούς που αγαπήσαμε και «έφυγαν», αλλά και με αυτούς που δεθήκαμε κάποτε στενά και δεν μετά ξανασυναντήσαμε ποτέ…

Απαγγέλοντας το "Πιστεύω"... (φωτ. Εν Άνδρω).

Κάποια στιγμή ακούγοντας τον μικρό να απαγγέλει το «Πιστεύω» χαμογέλασα. Σκέφτηκα την κουβέντα που μου έλεγε ο σπουδαίος συνάδελφος σκιτσογράφος Ανδρέας Πετρουλάκης - ήταν μια εποχή που συγκατοικούσαμε στο ίδιο γραφείο μιας ιστορικής εφημερίδας: «εμείς φτιάχνουμε τις μνήμες των παιδιών μας…»

Είχε δίκιο. Όμως με τον τρόπο τους τα παιδιά μας φτιάχνουν και τις δικές μας μνήμες. Όπως απόψε ο μικρός Οδυσσέας με μένα. Μόνο που οι δικές τους, λόγω της ηλικίας, πέπρωται να επιζήσουν πιο πολύ από τις δικές μας. Όπως επέζησαν οι δικές μας των πατεράδων μας…

Ο χρόνος άλλαξε και η πίτα κόπηκε στην εκκλησιά (φωτ. Εν Άνδρω).

Και ξαφνικά το 2017 ήρθε γαλήνια. Στις 12 τα μεσάνυχτα μέσα στην ησυχία άρχισαν να χτυπούν χαρμόσυνα οι καμπάνες. Σταμάτησε η λειτουργία. Είπαμε όσοι παραβρεθήκαμε «καλή χρονιά». Και πράγμα περίεργο για πρώτη φορά δεν ένοιωθα εκείνο το γνωστό συναίσθημα για το τέλος μιας χρονιάς, που όσο μεγαλώνεις αυξάνει καθώς συνοδέυεται από την κλασική φράση «πως περνάν τα χρόνια»! Αλλά ούτε και της ιδιότυπη προσμονή: τι καινούριο θα φέρει η νέα χρονιά;

 

 Είχε κάτι από το άχρονο της Ιστορίας το νυχτερινό σκηνικό του παλιού πέτρινου μοναστηριού (φωτ. Εν Άνδρω).

Μέσα στο σχεδόν άχρονο περιβάλλον του παλιού μεσαιωνικού μοναστηριού, με τους λίγους ήσυχους ανθρώπους και την σχεδόν προσωπική λειτουργία, όλα είχαν ένα άλλο χρώμα. Λίγο υπερβατικό. Και μια άλλη αίσθηση: πέρα από τα γήινα. Συνάμα όλα γύρω ήταν τόσο οικεία και τόσο καθημερινά…

Τα υπόλοιπα που ακολούθησαν, το πατροπαράδοτο τραπέζι σε οικογενειακό κλίμα, οι ευχές και η καλή παρέα, η ζεστή συζήτηση, αλλά και η ξαφνική νύστα του μικρού, που κοιμήθηκε στο τραπέζι με το πιρούνι στο χέρι, ενώ επιχειρούσε να φάει μια ακόμα ψητή πατάτα, δεν άλλαξαν την γαλήνια ατμόσφαιρα της βραδιάς... 

Οδηγώντας αργά τη νύχτα για το σπίτι διαπίστωσα πως για πρώτη φορά εδώ και χρόνια εκείνο το αίσθημα χαρμολύπης που συνοδεύει συχνά την πρωτοχρονιά εφέτος δεν υπήρξε. Αντιθέτως το είχε αντικαταστήσει ένα συναίσθημα πληρότητας και μια ιδιότυπη ικανοποίηση για ότι ζήσαμε...