Ασπρόμαυρη χαρά ή αλλιώς αναμονή του νέου έτους

Του Βασίλη Μαλταμπέ

Σειρές κτισμάτων με ΕΛΕΝΙΤ και πρόχειρες κατασκευές, πίσω η αγορά, μπροστά τα λουλουδάδικα και τα αρχαία λουτρά. Το ξενοδοχείο κεντρικό μεσ’ την καρδιά της πόλης.

Κατά το συνηθισμένο, έδωσα το μεγαλύτερο βάρος της επισκέψεώς μου στο περπάτημα στην αγορά, να νιώσω την γιορταστική ατμόσφαιρα των ημερών, είχα άλλωστε λίγες μέρες εκ του υστερήματος μου να κάνω παραμονή πρωτοχρονιάς στην πόλη. Στον τόπο που μένω δεν γιορτάζουμε με τον τρόπο της πόλης, δεν γιορτάζουμε καν. Υπάρχει κρύο εκεί. Άσπρη θλίψη, ασπρόμαυρη χαρά.

Η πόλη είναι πολύβουη και πολυάνθρωπη. Ρέει στους δρόμους αλαφιασμένο το πλήθος, άνθρωποι παντού που διψούν για την εφήμερη στιγμή, προσμένουν σειρές αριθμών που θα τους σώσει..Μα δεν σώζεται κανείς με τσιρότα. Πυροδοτείται η ανέχεια όπως ακριβώς πυροδοτείται η μετάνοια. Τα πάντα στη ζωή είναι λέγκο και σκάκι μού ’λεγε η σύζυγος μου, μόνο που όλα τα τεμάχια και τα πιόνια παραμένουν ασύνδετα εσαεί ανάμεσα στα λαμπιόνια και τις φωτεινές ρεκλάμες των εμπορικών.

Δευτέρα 30.12 όλες τις μέρες συννεφιά, κρύο 3 βαθμοί, μα σήμερα ένας θυμωμένος ήλιος σύριζα στο δρόμο, καθρέφτης στις άπειρες πτυχώσεις συντηρεί έναν εσωτερικό μονόλογο. Μεσημέρι και  κρύφτηκαν όλες οι ενοχές ως κάτω στην παραλία. Παντού είδωλα στημένα μέσα μας γεννιούνται και ύστερα ξεχύνονται στους δρόμους.

Είναι καθ’ όλα έντιμα τα είδωλά μας. Αν τα θρέφουμε, γιγαντώνουν, αν τολμήσουμε να τα υποσιτίσουμε χάνουν την δύναμη και την αίγλη τους, γίνονται σχεδόν τίποτα. Το καταλαβαίνεις αυτό, απ’ τα ουρλιαχτά τους όταν λιγοστεύει το φως, τα οποία δεν μας τρομάζουν. Το πρωί μας περιμένει άδεια η πλευρά τους  μέσα μας. Φροντίζεις να γεμίσεις τον χώρο με φυλαχτά, ειδάλλως χάνεσαι.

Γραμμή 15, σαράντα εκκλησίες-ιστορικό κέντρο, σε 8 λεπτά το επόμενο λεωφορείο. Αγία Σοφία. Ήχος που φτάνει απ’ έξω μέσα στο ναό, ηλεκτρικής κιθάρας και τύμπανα με ενισχυτή. Φυλάσσεται ωστόσο κάποιας μορφής σιωπή σαν βόμβος στα τύμπανα ασυνήθιστης απραξίας κάτω απ’ τον τρούλο με τον Παντοκράτορα.

Βγαίνω απ’ τον οίκο του Κυρίου. Κατεβαίνω την Αγίας Σοφίας προς τον Λευκό Πύργο. Λευκός χάρη σε κάποιον κρατούμενο που έβαψε το γκρίζο τοίχο του κελιού του άσπρο ίσως έπειτα από κάποια έκρηξη της απελπισίας των δεσμών του.

Γυρίζω στο ξενοδοχείο για τακτοποίηση και check out. Ήχοι από ροή νερού στις σωληνώσεις, κουβέντες στους διαδρόμους. Βαλίτσες σε στοίχιση, αναμονή στο ασανσέρ. Ομιλία, μάλλον ηλικιωμένης κυρίας  που μιλά στο τηλέφωνο απ’ το 501. Το ασανσέρ κατεβαίνει απ’ τον όγδοο στο ισόγειο. Ξαναπατώ το βελάκι με κατεύθυνση προς τα κάτω. Τέλως πάντων φτάνω στην υποδοχή, τακτοποιώντας το οικονομικό. Κατευθύνομαι Αριστοτέλους.

Μια κοπέλα περιμένει στη στάση στην Τσιμισκή. Κρατάει ένα σκύλο καφέ, μεγαλόσωμο με λουράκι. Είναι θλιμμένη, τόση θλίψη στο βλέμμα της, σαν να συσσωρεύει όλη τη θλίψη και τον πόνο των ημερών.

Επιστρέφοντας στο χωριό με την άσπρη θλίψη και την ασπρόμαυρη χαρά, αισθάνομαι αναζωογονημένος, θυμάμαι ωστόσο εκείνο το βλέμμα στην Τσιμισκή. Σ’ ευχαριστώ άγνωστη κοπέλα που σήκωσες και το δικό μου μερίδιο του πόνου.

31.12.19