Η Άνδρος που αγαπήσαμε...
Του Διαμαντή Μπασαντή
Ο κυρ-Αντώνης κατηφορίζοντας για το σπίτι (φωτ. αρχείου Εν Άνδρω 2011)
Το τηλέφωνο χτύπησε. Κόντευε 11.00 το βράδυ. Το σήκωσα. Στην άλλη άκρη μια γνωστή φωνή μου είπε: «Πέθανε ο κυρ-Αντώνης ο Πολέμης». Έμεινα μετέωρος. Ένας κόμπος ανέβηκε στον λαιμό. Ένα κομμάτι ιστορίας μιας Άνδρου που αγαπήσαμε είχε φύγει…
Τον Αντώνη Πολέμη, τον τελευταίο τυπογράφο της Άνδρου, τον γνώρισα στα τέλη της δεκαετία του 2000 στο τυπογραφείο του στην Καΐρεο. Ήταν με τον Λεωνίδα Εμπειρίκο. Του ζήτησα πληροφορίες για την ιστορία του τυπογραφείου του. Με χαρά μου έδωσε κάποια στοιχεία.
Τον ξανασυνάντησα το 2011 και μιλήσαμε για το τυπογραφείο όσο και για την ιστορία του νησιού τον 20ο αιώνα. Είχε πολλά να πει μιας και ο ίδιος, αλλά και οι δυο τυπογράφοι παππούδες του, υπήρξαν ζωντανά κομμάτια αυτής της ιστορίας.
Με τον κυρ-Αντώνη μια περίοδο περάσαμε πολλές ώρες μαζί. Μαγνητοφώνησα ιστορίες, κατέγραψα μνήμες, αποτύπωσα εποχές, φωτογράφησα πίνακες και εικόνες, φωτοτύπησα αρχεία και λευκώματα. Ήταν ζωντανό αρχείο ο κυρ-Αντώνης. Και απολάμβανε την αφήγηση με κέφι μοναδικό. Θυμάμαι τη χαρά με την οποία περιέγραψε λεπτομέρειες μια προπολεμική σχολική εκδρομή από τη Χώρα στις Μένητες. Μιλούσε για τον χαλικοστρωμένο τότε αμαξιτό.
Κάποτε μου μιλούσε για την κοινωνική διαστρωμάτωση της Άνδρου. Ξαφνικά σταμάτησε κι άρχισε να μου αφηγείται τι του απάντησε ο παππούς του όταν πιτσιρίκος τον ρώτησε για το επώνυμο τους. Ήταν άρχοντες μου είπε οι Πολέμηδες. Ήρθαν από την Πόλη και έγιναν κοτζαμπάσηδες στην Άνδρο. Αλλά στην πορεία προέκυψαν από αυτούς και παιδιά φτωχών παραδουλευτρών. Αυτός ανήκε στους δεύτερους. Και ήταν περήφανος γι’ αυτό.
Ήταν ανεξάντλητο βιβλίο ο Αντώνης Πολέμης. Μαζί ξετυλίξαμε κάποιες από τις σελίδες του. Μου μίλησε για τη ζωή και τους παππούδες του. Μου μίλησε για την Άνδρο των Βαλκανικών Πολέμων. Για τα ειδησεογραφικά δελτάρια που έβγαζε ο παππούς του. Μου είπε για την εφημερίδα που έβγαλε αυτός μεταπολεμικά: Τη «Φωνή της Άνδρου». Για το δίπλωμα κάθε φύλλου με το χέρι. Για το αυτοσχέδιο γλέντι όταν τέλειωνε κάθε εκτύπωση του φύλλου στο τυπογραφείο. Μου περιέγραψε την παρέα του με τον αμερικανό ζωγράφο Φίλιπ Τάρλοου και τον ανδριώτη ζωγράφο Δομένικο Βαρδακώστα. Μου έδειξε σπάνιες φωτογραφίες του Ανδρέα Εμπειρίκου.
Μια μέρα μου δάνεισε ένα λεύκωμα της Κατοχής. Το κρατούσε ως νεαρός και μου είπε το πως δεν πρόλαβε να του γράψει τον πρόλογο ο ιστορικός Δημήτρης Πασχάλης, αλλά και με τι κέφι ο Δομένικος Βαρδακώστας το ζωγράφισε με το πενάκι του. Μου μίλησε για προπολεμικές επισκέψεις στο νησί του σπουδαίου δάσκαλου Δημήτρη Γλυνού. Και μου είπε για το πώς από μια ιστορία του γράφτηκε το μυθιστόρημα «Μικρά Αγγλία» της Ιωάννας Καρυστιάνη.
Ένα πρωινό Σαββάτου καθίσαμε ώρες στον χώρο της Καϊρείου Βιβλιοθήκης όπου ήταν το εκθετήριο του τυπογραφείου Καραουλάνη-Πολέμη, που διεσώθη με την βοήθεια του ιστορικού Δημήτρη Πολέμη. Μου έδειξε προγράμματα θεατρικών παραστάσεων και αφίσες μουσικών εκδηλώσεων της δεκαετίας του 1920 και του 1930. Μέσα από αυτά πρόβαλε ο απόηχος μιας άλλης αστικής Άνδρου. Μου έδειξε διαφημίσεις και επαγγελματικές εκτυπώσεις της δεκαετίας του 1950 που έφτιαχνε αυτός. Η αστική Άνδρος ήταν ακόμα εκεί τότε. Τέλος μου μίλησε με συγκίνηση για τους νέους με τους οποίους ήθελε να μοιραστεί κάτι από αυτά που έζησε.
Τελευταία φορά που τα είπαμε ήταν λίγο πριν το Πάσχα του 2012. Του είπα για το βιβλίο της Άνδρου που θα έβγαινε σε δύο μήνες. Μου είπε για τις επιτυχίες της κόρης και του γιού του. Φεύγοντας υποσχέθηκε ένα μπουκάλι κρασί από το κτήμα του…
Δεν έμελλε να τον ξαναδώ. Έμαθα τον θάνατο του έχοντας στα χέρια μου το πρώτο αντίτυπο ενός βιβλίο στο οποίο με είχε βοηθήσει. Αμήχανος άνοιξα τις σελίδες που τον αφορούσαν. Στάθηκα σε μια φωτογραφία του. Χαμογελούσε με μια ευγενική παιδική συστολή μπροστά στην Καϊρειο Βιβλιοθήκη. Έκλεισα συγκινημένος το βιβλίο που δεν πρόλαβα να του δώσω.
Βγήκα και περπάτησα προς τη μεριά της θάλασσας. Η σκέψη ξέφυγε πίσω. Ο κυρ-Αντώνης μου θύμιζε πολύ τον μπάρμπα-Σταμάτη: Τον πατέρα μου. Είχαν το ίδιο σουλούπι. Την ίδια νευρική κίνηση. Την ίδια ανδριώτικη χροιά στην ομιλία. Και το κυριότερο είχαν στο χαμόγελο εκείνη την αθωότητα των λαϊκών ανδριωτών μιας άλλης εποχής…