"Απέπλευσε" για το τελευταίο ταξίδι ο καπετάν Γιώργης Σαμιωτάκης

 

Ο καπετάν Γιώργος Σαμιωτάκης. Χώρα 2016. Φωτογραφία ΕΝ ΑΝΔΡΩ.

Πέθανε σε ηλικία 82 χρονών ο παλαίμαχος καπετάνιος και παλιός αντιδήμαρχος Άνδρου Γιώργος Σαμιωτάκης. Τον τελευταίο ένα χρόνο ο καπετάν Γιώργης ταλαιπωρείτο από την επάρατη ασθένεια.

Ο καπετάν Γιώργης υπήρξε 37 χρόνια ναυτικός. Ξεκίνησε από το καΐκι του πατέρα του και πέρασε στην ακτοπλοΐα όπου και διακρίθηκε σαν καπετάνιος ανταπεξερχόμενος σε πάρα πολλές και δύσκολες καταστάσεις όλα αυτά τα πέτρινα χρόνια της πρώιμης ελληνικής ακτοπλοΐας κυρίως με το "Μπάρι-Εξπρες". 

Την σημαντικότερη εθνική αποστολή του ο καπετάν Γιώργος Σαμιωτάκης την εκτέλεσε ως πλοίαρχος του επιβατηγού/οχηματαγωγού "Viscountess M" εκτέλεσε τον Αύγουστο του 1993 όταν μετέφερε από το μακρινό Σοχούμι της Γεωργίας - κατά την διάρκεια του εμφυλίου πολέμου Αμπχαζίας-Γεωργίας - από την εμπόλεμη ζώνη 1.013 Έλληνες που ζούσαν στην περιοχή. Η άκρως επικίνδυνη και απόρρητη αυτή στρατιωτική επιχείρηση εντυπωσίασε την Ευρώπη και πολλά γράφτηκαν γι' αυτήν στα ευρωπαϊκά ΜΜΕ.

Μετά την συνταξιοδότηση του ασχολήθηκε και με την τοπική [πολιτική. Μεταξύ 2002 – 2010 ως δημοτικός σύμβουλος και ως αντιδήμαρχος επί δημαρχίας Μ. Βάμβουκα. Στην θάλασσα υπήρξε γνώστης, γενναίος και ψύχραιμος και στην πολιτική εργατικός και μετριοπαθής. Συνεισέφερε στην Άνδρο ως ναυτικός και καπετάνιος ως πολιτικός και ως οικογενειάρχης. Αφήνει πίσω του την γυναίκα του δύο κόρες παντρεμένες, 3 εγγονές και μια δισέγγονη.

Η κηδεία του θα γίνει αύριο Δευτέρα σε στενό οικογενειακό κύκλο στην Άνδρο – στην εκκλησία της Παναγίας στη Χώρα - λόγω των μέτρων για τον κορονοϊό που ισχύουν από το Σάββατο 6/11. 

ΚΑΛΟ ΤΑΞΙΔΙ ΚΑΠΕΤΑΝΙΕ ΣΤΙΣ ΘΑΛΑΣΣΕΣ ΤΟΥ ΕΠΕΚΕΙΝΑ...

"ΕΝ ΑΝΔΡΩ"

 

ΜΝΗΜΗ ΚΑΠΕΤΑΝ ΓΙΩΡΓΗ ΣΑΜΙΩΤΑΚΗ: ΜΙΑ ΜΕΓΑΛΗ ΘΑΛΑΣΣΟΤΑΡΑΧΗ ΣΤΟΝ ΚΑΒΟ ΝΤΟΡΟ...

 

Το "Μπάρι-Εξπρες" με φουρτούνα...

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ - ΓΡΑΦΕΙ Ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΣ

Ήταν 1 Ιούνιου 2014. Ο συνάδελφος Δημήτρης Σταυρόπουλος έγραψε για μια από τις χειρότερες φουρτούνες στο Κάβο Ντόρο με το "Μπάρι" και τον καπετάν Γιώργο Σαμιωτάκη. 

"Ανεβαίνω στην γέφυρα. Εκεί με υποδέχεται ο καπετάν Γιώργης. Με καλημερίζει. Φοράει κάτι τεράστια γυαλιά, όπως οι πιλότοι της "φόρμουλα" και κουκουλωμένος στέκεται στην βαρδιόλα για τους χειρισμούς του απόπλου.

Με το που λύνονται οι κάβοι και έρχεται επάνω η έγκυρα το βαπόρι σπρώχνεται από τον βοριά στο λιμενοβραχίονα. Μου κόβεται το αίμα. Με πρόσω - ανάποδα, το "Μπάρι" βάζει την πλώρη του στο βοριά, ισιώνει και κατευθύνεται προς την έξοδο του λιμανιού. Ο Σαμιωτάκης μπαίνει στη γέφυρα και τα μάτια του, παρά τα προστατευτικά γυαλιά είναι κατακόκκινα από τον αέρα. Σε λίγο ανεβαίνει και ο ύπαρχος καπεταν Νίκος Πανουργιάς. Απομονώνονται σε μια άκρη και κάτι λένε. Πιάνει το αυτί μου κάτι  …"να στερεωθούν προσεκτικά και να μην κυκλοφορεί κανείς στα καταστρώματα". Η διαταγή μεταφέρεται στους επιβάτες μέσω του νεαρού οικονομικού αξιωματικού  Μ. Κοτσάμπα, που και αυτός έχει καταφθάσει στην γέφυρα.

Στο μεταξύ το πλοίο έχει πιάσει το Κακογκρέμι και σε λίγο θα βγει στο μπουγάζι. Βλέπω μπροστά το Κάβο Ντόρο, αλλά δεν ανησυχώ. Τα κύματα δεν μου φαίνονται τόσο μεγάλα. Γυρίζω λοιπόν στον καπετάνιο και μισογελώντας του λέω: καπετάν Γιώργη σιγά τον καιρό...

Μετά κατευθύνομαι στο πίσω μέρος της γέφυρας που ήταν η καφετιέρα, να πιω λίγο καφέ. Και τότε ακούω την φωνή του Σαμιωτάκη: "Δημητράκη καλώς τα δέχτηκες..."  Κοιτάζω προς τα παράθυρα και βλέπε  ...μόνο θάλασσα. Το "Μπάρι" έχει κάνει την πρώτη βουτιά...   Το νερό περνά  πάνω από το ραντάρ και τις αντένες και σκάει πίσω στην πρύμνη. Βουνά ολόκληρα, τα χειμωνιάτικα κύματα του βοριά, σαρώνουν τα πάντα. Πρώτο, δεύτερο, τρίτο. Η γέφυρα έχει γίνει  ...υποβρύχιο.

...Η πλώρη του μπαίνει ολόκληρη στην τεράστια τρύπα μεταξύ των κυμάτων, μετά χάνεται, η θάλασσα σκεπάζει  την γέφυρα, για δευτερόλεπτα δεν βλέπεις τίποτα και μετά ξανά την πλώρη, που βγαίνει για λίγο στον αφρό έως ότου ξαναχαθεί. Εφιάλτης...   

Έχω λουφάξει και φοβάμαι. Οι λαμαρίνες τρίζουν και το σφύριγμα του αέρα σε τρελαίνει. Διαπιστώνω όμως κάτι. Η πόρευα μας δεν είναι η συνηθισμένη. Πάμε βόρεια μ’ ένα γλυκό στρίψιμο του πηδαλίου, για να είμαστε περίπου πλώρα στον καιρό. Έτσι όπως ταξιδεύουμε θα βρεθούμε στις ακτές της Εύβοιας αρκετά ψηλά.

Καταμεσής του Κάβο Ντόρο σκηνές από την Αποκάλυψη. Δεν έχει μείνει τίποτα όρθιο. Η εικόνα όμως του πλοιάρχου με ησυχάζει. Σοβαρός, ήρεμος, ψύχραιμος μπροστά από τον πηδαλιούχο, παρατηρεί, μετράει, διορθώνει την πορεία. Αίσθηση σιγουριάς.

Αγναντεύω τριγύρω το πέλαγος και δεν βλέπω άλλο πλοίο. Είμαστε ολομόναχοι μονολογώ. Η τρικυμία έχει θεριέψει πιο πολύ. Μαύρα βουνά με αφρισμένες κορυφές μας επιτίθενται. Το ένα μετά το άλλο. Έχω εξουθενωθεί. Κάποια στιγμή έχουμε πλησιάσει την Εύβοια όπου κάπως απαγκιάζει. Εκεί δίνεται η εντολή: πηδάλιο 10 αριστερά. Σιγά- σιγά το βαπόρι στρίβει παίρνοντας μεγάλη κλίση και πλέοντας κοντά στην ακτή βάζει την πρύμνη του στον καιρό. Εκεί να δεις ταχύτητα που παίρνει.

Έχουμε αφήσει τον Κάβο Ντόρο αριστερά μας, η θάλασσα είχε πέσει και πάμε να περάσουμε μέσα από το νησάκι που βρίσκεται ο φάρος  του Μαντέλο. Ο Πανουργιάς έρχεται προς το μέρος μου και τον ρωτάω: Πόσα μποφώρ; Σηκώνει τα χέρια και μου δείχνει με τα δάχτυλα: δέκα, έντεκα. Ποιος ξέρει;"...

 

Ο καπετάν Γιώργης ψηφίζει το 2015

 ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ - ΓΡΑΦΕΙ Ο ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ ΜΠΑΣΑΝΤΗΣ 

Την άλλη μέρα 2 Ιουνίου 2014 πήρα τηλέφωνο τον καπετάν Γιώργη να μου σχολιάσει το δημοσίευμα. Δεν τον βρήκα. Άφησα μήνυμα. Με πήρε και μου διέψευσε γελώντας την ημερομηνία που έγραφε ο Δημήτρης Σταυρόπουλος και θυμόταν κάπως και ο καπετάν Νίκος Πανουργιάς. Ιδού τι είπε για να καταλάβουν όλοι τι άνθρωπος ήταν ο καπετάν Γιώργης:

Στις τρεις λοιπόν το μεσημέρι χτυπά το τηλέφωνο: ήταν ο καπετάν-Γιώργης Σαμιωτάκης.

-        Έλα τι τρέχει; Βρήκα ένα σημείωμα.

Του είπα τα της επιβεβαίωσης. Είχε πιεί κάτι ποτηράκια και ήταν έτοιμος για ύπνο. Αλλά έκανε μια στάση κι άρχισε τη διήγηση του η οποία έβαλε επιτέλους χρονολογικά τα πράγματα στη θέση τους:

-        Πες χαιρετίσματα και στους φίλους μου: Ήταν Μάρτης του 1997. Το ξέρω γιατί το 1998 βγήκα στη σύνταξη. Ερχόμουν από Μύκονο. Είχε πατημένο εννιάρι. Στο Γαύριο μου έδωσαν καιρό για Κάβο Ντόρο εννιά μποφώρ. Υπέγραψα και φύγαμε. Όταν μπήκαμε στον Κάβο Ντόρο ήταν 10αρι ή 11αρι. Το κύμα βουνό. Πήρα το λιμεναρχείο και τους το είπα. Και μετά συνέχισα. Από ένα σημείο και μετά όμως το βαπόρι δεν γύριζε. Ανέβαινα προς τα πάνω την Εύβοια.  Ο καιρός μου είχε σπάσει και μια σκάλα. Μιλάμε για χοντρή θάλασσα. Η πλώρη να πέφτει και να μην βγαίνει από το κύμα. Και να μην γυρίζει το βαπόρι στα πρύμνα. Κόντευα τα βράχια. Κάπου εκεί το γύρισα και έτσι αναγκάστηκα να περάσω ανάμεσα Εύβοια και το Μαντέλο. Είναι το νησάκι που είναι ο φάρος. Εκεί τα νερά είναι ρηχά, αλλά εγώ τα ήξερα από τα καΐκια. Μετά όλα πήγαν καλά μέχρι τη Ραφήνα. Εκεί πάλι μας ζόρισε να δέσουμε».

Τον άκουγα και απολάμβανα την απλότητα του. Λες και μίλαγε για μια εκδρομή ή έναν περίπατο. Ο καπετάν Γιώργης είχε τη στόφα των παλιών ναυτικών που τα μεγάλα της ζωής τα έχουν κάνει καθημερινότητα. Λες κι άκουγα τον μακαρίτη ναυτικό πατέρα μου να μιλά έτσι απλά για ναυάγια και τυφώνες…

Κάπου εκεί σταμάτησε γελώντας: «Πάω για ύπνο. Τα άλλα μεθαύριο στο νησί. Έλα να σε κεράσω ένα κρασί να τα πούμε».

Του το υποσχέθηκα. Αλλά δεν τήρησα την υπόσχεση..."