Είκοσι χρόνια…
Του Διαμαντή Μπασαντή
Απόγευμα Κυριακής. Γαύριο. Τελευταία μέρα του φθινοπώρου. Ακίνητα τα σύννεφα στον ουρανό. Μπουνάτσα. Το SuperFerry II μπαίνει χαλαρά στο λιμάνι. Εκατοντάδες επιβάτες και δεκάδες ΙΧ περιμένουν να δέσει. Ανεβαίνουμε. Στη γέφυρα ο καπετάν-Τάσος χαμογελαστός:
- «Πας κι έρχεσαι, δεν το βαριέσαι βλέπω», σχολιάζει.
- «Κανείς δεν βαριέται αυτό που αγαπάει. Αλλά δεν είμαι μόνος. Εκατοντάδες ανέβηκαν», απαντώ.
- «Είκοσι χρόνια αυτό το καράβι κάνει αυτό το δρομολόγιο. Είναι πια κομμάτι της ζωής του νησιού», συνεχίζει…
Δεν το είχα σκεφτεί. Πριν μερικά χρόνια είχα γράψει ένα χρονογράφημα για το Πηνελόπη. Τώρα ακουμπώ στη γέφυρα και μετρώ τα χρόνια του SuperFerry II που συνεχίζει απτόητο να ταξιδεύει. Καπετάνιοι ήρθαν κι έφυγαν. Πλοιοκτήτες ήρθαν και πέρασαν. Και το παλιό σκαρί συνεχίζει σταθερό την πορεία του.
Μια μακριά διαδρομή που ξετυλίγεται πίσω στον χρόνο η γραμμή Άνδρου-Τήνου-Μυκόνου. Από το 1960 μέχρι σήμερα! Για 3/4 του αιώνα τα πλοία της δίνουν ζωή στα νησιά, δίνουν ζωή στη Ραφήνα. Μια σειρά πλοίων που μάκρυναν στον χρόνο κι άφησαν το ίχνος τους στις ζωές μας.
Όπως κάθε γραμμή είχε κι αυτή πολλά καράβια. Καλοτάξιδα, καινούρια, γρήγορα», αργά, ευκαιριακά, δύσκολα. Ανάμεσα τους μερικά ξεχώρισαν γιατί έγραψαν δεκαετίες και στο τέλος έγιναν κομμάτι της ζωής των νησιών μας. Τέτοιο ήταν το Πηνελόπη. Τέτοιο είναι το SuperFerry II. Μαζί τους μεγαλώσαμε. Γνωρίσαμε τους ανθρώπους τους. Τα νοιώσαμε κάτι από τα νησιά μας.
Σε αυτό το σημείο διακόπτει τις σκέψεις ο ήχος του τηλεφώνου. Ένας φίλος ρωτά που είμαι. «Καταμεσής στη θάλασσα» απαντώ. Δίπλα περνά ο καπετάν-Θανάσης κι ακούει την απάντηση και σχολιάζει χαμογελώντας: «καταμεσής στο μπουγάζι φίλε μου…»!
Κλείνω το τηλέφωνο. Το πλοίο συνεχίζει. Σκοτεινιάζει. Η νύχτα πέφτει γρήγορα αυτή την εποχή. Στη γέφυρα ο καπετάν-Αντώνης κάνει κουμάντο κοιτάζοντας με τα κιάλια μακριά ένα φορτηγό που περνά και τραβάει νότια.
Το μπουγάζι μένει πίσω μας. Σκοτεινή και ήρεμη η θάλασσα. Τα φώτα της Καρύστου φωτίζουν ήσυχα από μακριά. Ακουμπισμένος στην άκρη της γέφυρας, δίπλα στα εξωτερικά πηδάλια, ταξιδεύω σε πλοία μισοσβησμένα στον χρόνο, σε ηλικίες αλώβητες από τον καιρό, σε πρόσωπα που έφυγαν, σε εικόνες που έρχονται έτσι παράξενα απόψε στη μνήμη.
Μια διαδρομή η ζωή. Ένα αδιάκοπο πέρασμα. Από την μια ακτή στην άλλη. Από το ένα λιμάνι στο άλλο. Από τη μια μορφή στην άλλη. Από τη μια ηλικία στην άλλη. Και στο τέλος μια επιστροφή ή μια αναχώρηση με ένα γνώριμο πλοίο. Σαν ένας παλιόφιλος που χρόνια τώρα είναι εκεί και σε περιμένει να σε πάει από το ένα λιμάνι στο άλλο…
Να γιατί αγάπησα τα πλοία. Ήταν πάντα εκεί. Μεγάλα και σιωπηλά στην άκρη όλων των εικόνων που ταξίδεψα. Να γιατί αγάπησα τα παλιά πλοία. Ήταν πάντα φορτωμένα με μνήμες, με εικόνες και πρόσωπα αλλοτινών εποχών. Κατάφορτα με αναφορές όλων όσων ταξίδεψαν και ταξιδεύουν ακόμα μαζί τους. Να γιατί αγαπώ τις θαλάσσιες διαδρομές. Απλώνουν έτσι ευρύχωρες μέσα μας. Και εμείς συνεχίζουμε να ταξιδέυουμε αργά και σιωπηλά μέσα τους: από το ένα στίγμα στο άλλο, από την μια ηλικία στην άλλη.
Ότι απομένει σταθερό από το αδιάκοπο πέρασμα στον χώρο και στον χρόνο τελικά είναι το πλοίο. Ένα πλοίο γνώριμο από χρόνια. Ένα πλοίο που με τον δικό του τρόπο περνά μαζί μας από τη μια θάλασσα στην άλλη, από τη μια μνήμη στην επόμενη…