Τα λιμάνια της ζωής μου
Γιώργος Ρούβαλης
Ναύπλιο
(Ο Γιώργος Ρούβαλης ήταν καθηγητής Ιστορίας στο Μεξικό, στέλεχος της Κομισιόν στις Βρυξέλες και σήμερα μεταφραστής λογοτεχνίας από τα ισπανικά. Διαβάζοντας μας παρακινήθηκς κι έστειλε τις δικές του διαδρομές στα λιμάνια του κόσμου. Να που δεν φτάνουν σε λιμάνια μόνο οι ναυτικοί, αλλά και οι καθηγητές Ιστορίας με ενδιαφέροντα αποτελέσματα όπως θα δείτε. Στείλτε κι εσείς τις δικές σας διαδρομές - αφήστε μήνυμα στ facebook).
Μεγάλωσα δίπλα στη θάλασσα. Απ’ το παράθυρό μου είχα την ανυπέρβλητη θέα του Αργολικού Κόλπου, στο λιμάνι του Ναυπλίου, κλειστή και ήρεμη λιμνοθάλασσα με το γραφικό Μπούρτζι και το κάστρο του καταμεσής. Η γαλανή αυτή θέα γλύκανε τη ματιά μου για πάντα. Το σούρουπο, με τον ήλιο να δύει στ’ αριστερά μου, πίσω απ’ τα βουνά της Αρκαδίας, αντίκριζα τις βάρκες του γρι-γρί ν’ ακολουθούν φορτωμένες τα πυροφάνια τους το καΐκι μ’ ένα πλήθος κίτρινα δίχτυα. Οι μηχανές τους έσκιζαν ρυθμικά τη γαλήνη του ήσυχου λιμανιού.
Το λιμάνι του Ναυπλίου, όχι μόνο έδωσε το όνομά του στην πόλη, αλλά και συντέλεσε στο μεγαλείο της. Αρχικά, στην αρχαιότητα, ήταν το λιμάνι του Άργους, πόλης που κυριαρχούσε στην περιοχή, αργότερα όμως το Ναύπλιο απέκτησε αυθύπαρκτη παρουσία στα οικονομικά και πολιτικά πράγματα εξαιτίας ακριβώς της θέσης και του λιμανιού του. Οι Βενετσιάνοι γι’ αυτό το κατέκτησαν. Ήθελαν να διαθέτουν ναυτικές θέσεις στην ανατολική Μεσόγειο για να διευκολύνονται οι νηοπομπές τους, που έφθαναν στα λιμάνια της: Αλεξάνδρεια, Σμύρνη, Κωνσταντινούπολη, Οδησσό. Από την Αλεξάνδρεια μετέφεραν και διέθεταν σ’ όλη την Ευρώπη τα μπαχαρικά, που είχαν φέρει μέχρις εκεί από την Ασία τα καραβάνια των Αράβων εμπόρων. Ναύπλιο, Μονεμβασιά, Μεθώνη και Κορώνη, τα νησιά του Αιγαίου και η Κρήτη, όλα λιμάνια και σημεία ανεφοδιασμού για τις βενετσιάνικες γαλέρες. Χίλια χρόνια κράτησε αυτό το επικερδές εμπόριο και η αυτοκρατορία της Βενετίας καταλύθηκε μόνο το 1797 από τον Ναπολέοντα, που τη ζήλευε.
Στο Ναύπλιο, οι Βενετσιάνοι Προβλεπτές, αφού έχτισαν την Κάτω Πόλη γύρω στο 1500, οικοδομώντας σπίτια πάνω σε πασσάλους, όπως και στην πατρίδα τους, την οχύρωσαν και την έκαναν αργότερα, με τον Μοροζίνη, πρωτεύουσα όλου του Μοριά. Ήταν η «Νάπολη ντι Ρομανία». Εκεί πέθανε ο Μοροζίνης, ο «Πελοποννησιακός» όπως τον απεκάλεσαν, διότι είχε καταλάβει όλη τη χερσόνησο από τους Τούρκους. Στην αλληλογραφία τους, οι Βενετσιάνοι Προβλεπτές του Ναυπλίου ζητούσαν απεγνωσμένα γαλέρες, σιτάρι, χρήματα για τους μισθοφόρους στρατιώτες τους και τεχνίτες-οικοδόμους. Έτσι, ο Μπαρτολομέο Μίνιο, προβλεπτής μεταξύ 1579-1583 ζητούσε και ξαναζητούσε γαλέρες για να απαλλάξει την περιοχή από τους πειρατές και να μπορέσει να χτίσει καλύτερα τη Νέα Πόλη.
Οι Τούρκοι είχαν κι αυτοί το Ναύπλιο πρωτεύουσα του Μοριά και χρησιμοποίησαν το λιμάνι του για εμπόριο με τη Γαλλία, την Αγγλία και την υπόλοιπη Ευρώπη. Γάλλοι έμποροι ήταν εγκατεστημένοι «ασκώντας επικερδή εμπορείαν», δηλαδή εξήγαγαν λάδι, σιτάρι, μαλλί, μέλι και μετάξι κ.λπ. και εισήγαγαν από τη Γαλλία πανικά, λουλάκι, καφέ και ζάχαρη. Ακόμα, οι πανταχού παρόντες Εβραίοι συντελούσαν κι αυτοί στο εμπόριο, αλλά βέβαια και οι ντόπιοι δραστήριοι Έλληνες. Για την ωμότητα των Τούρκων μιλάει και ένας θρύλος της παράδοσης, όταν στο λιμάνι του Ναυπλίου ένας Υδραίος ξεφόρτωνε εμπορεύματα κι ο αργόσχολος αγάς που περιδιάβαινε εκεί, του ζήτησε να του γεμίσει το τσιμπούκι.
- Μια στιγμή, αγά μου, να τελειώσω κι έρχομαι.
Όμως ο άξεστος ανατολίτης, θυμωμένος του πήρε το κεφάλι.
Μετά την Απελευθέρωση το 1822 το λιμάνι του Ναυπλίου γνώρισε λαμπρές μέρες. Εκεί αποβιβάστηκε ο Καποδίστριας, ο Όθωνας και οι ξένοι φιλέλληνες, που έρχονταν να πολεμήσουν δίπλα μας. Από το ίδιο λιμάνι έφυγαν με ξένα πλοία οι ηττημένοι της Ναυπλιακής Επανάστασης του 1862, που ήθελαν να διώξουν τον Όθωνα, πράγμα που έγινε μερικούς μήνες αργότερα. Στο λιμάνι αυτό μπήκε το πρώτο ατμοκίνητο ελληνικό πλοίο, η «Καρτερία», αγορασμένο με δάκρυα και αίμα από την Αγγλία. Όταν η πρωτεύουσα μεταφέρθηκε στην Αθήνα το 1834, το λιμάνι απέμεινε σημείο σύνδεσης με Ύδρα, Σπέτσες και Πειραιά, ένας άνετος τρόπος να φτάσει κανείς στην πρωτεύουσα της χώρας, τόσο κακοί ήταν οι δρόμοι τότε. Αλλά το λιμάνι αυτό χρησίμευε και σαν σημείο αναφοράς στην απέναντι αρκαδική Κυνουρία, της οποίας οι κάτοικοι από τα ορεινά χωριά έφταναν να ζήσουν και να δουλέψουν στο Ναύπλιο.
Όταν ήμουν μικρός, θυμάμαι την κίνηση του λιμανιού στο Ναύπλιο, κυρίως με τα κότερα, τα πολεμικά πλοία, που έρχονταν πότε-πότε, ελληνικά και ξένων κρατών, αλλά κυρίως τα σοβιετικά πλοία, που έφταναν φέρνοντας ξυλεία κι έπαιρναν τα χρυσά προϊόντα του αργολικού κάμπου, πορτοκάλια και λεμόνια, καθώς και πολτό ντομάτας. Ένας έξυπνος έμπορος, ο Φραγκίστας, είχε το μονοπώλιο διάθεσης ελληνικών εσπεριδοειδών στη Σοβιετική Ένωση. Και άλλα εργοστάσια κονσερβών, με πρώτο τον αειθαλή «Κύκνο», μια απ’ τις πρώτες ελληνικές βιομηχανίες το 1915, έστελναν κονσέρβες, φρούτα, λαχανικά, κομπόστες και ντομάτα σε όλο τον κόσμο.
Από τον Πειραιά, όταν ήμουν φοιτητής κι αργότερα, έπαιρνα το πλοίο για τα ταξίδια που κάναμε κάθε καλοκαίρι, να γνωρίσουμε τα ελληνικά νησιά. Σε πόσα και σε πόσα δεν πήγα από εκεί. Πράκτοράς μου ο φίλος μου Γιώργος Παπαμιχαλόπουλος, γιος καπετάνιου, που δούλευε σε μια ακτοπλοϊκή εταιρεία. Μαζί είχαμε κάνει ταξίδια σε Ύδρα, Σπέτσες, Πόρο, αλλά και μου προμήθευε δωρεάν σημειώματα για ταξίδια μέχρι Κω και Ρόδο. Έμενε στη Δραπετσώνα με τον ανάπηρο πατέρα του και ήταν το σημείο αναφοράς μου ως προς τον Πειραιά. Με πήγαινε ας πούμε σε διάφορα ταβερνάκια τότε και με συντρόφευε στις βραδινές εξόδους στις μπουάτ της Αθήνας. Επειδή ήταν πολύ ωραίο παιδί, έμοιαζε λίγο με τον Μαρτσέλο Μαστρογιάννι, πάντα καλοντυμμένος, γελαστός και πλακατζής, ήταν μια εξαιρετική παρέα, που μου θύμιζε τα παιδικά μας χρόνια στο Ναύπλιο, όπου είχαμε μεγαλώσει μαζί. Η μητέρα του ήταν πρόσφυγας από τη Μικρά Ασία.
Βενετία
Απ’ τον ίδιο Πειραιά έφυγα σε ηλικία 14 χρονών για το πρώτο μου ταξίδι στο εξωτερικό με ένα πλοίο της ΕΛΜΕΣ, το «Απολλωνία» για τη Βενετία. Είμαστε μια ομάδα προσκόπων απ’ όλη τη χώρα και πηγαίναμε, το 1964, σε δύο Τζάμπορη στην Αγγλία και τη Σκωτία. Η μητέρα μου είχε έρθει να με αποχαιρετίσει κι όταν το πλοίο έλυσε πρυμάτσες κι απομακρυνόταν, μου έκανε από μακριά μεγάλες χειρονομίες δείχνοντάς μου ένα γλάρο που πετούσε. Σαν ποιήτρια γύρισε σπίτι κι έγραψε ένα ποίημα για τους γλάρους και μένα τον Ίκαρο, που πετούσα μακριά της για νέες χώρες. Στο «Απολλωνία» μαρκονιστής ήταν –έμαθα αργότερα– ο ποιητής Νίκος Καββαδίας. Δυστυχώς όμως δεν τον γνώρισα τότε, αλλά αργότερα. Η Βενετία μου φάνηκε υπέρλαμπρη, με τις εκκλησίες της να λάμπουν στον ήλιο του καλοκαιριού. Φτάσαμε με τρένο στο Παρίσι, άλλη λαμπρή πρωτεύουσα, που ανακάλυψα αχόρταγα με τα πόδια και το μετρό για τρεις-τέσσερις μέρες κι ύστερα πάλι με πλοίο από το Καλαί στο Ντόβερ. Στο ταξίδι αυτό ανακάλυψα ότι μπορούσα ήδη να μιλάω τις γλώσσες και των τριών χωρών απ’ όπου περάσαμε, ιταλικά, γαλλικά κι αγγλικά, ο μόνος από μια αποστολή 25 προσκόπων. Ήταν η μεγάλη μου αγάπη οι γλώσσες και προσπαθούσα να βρω κάθε δυνατότητα να μάθω περισσότερα: δίσκοι, τραγούδια, ταινίες, βιβλία.
Μασσαλία
Αργότερα γνώρισα καλά κι ένα άλλο λιμάνι, τη Μασσαλία, όπου πήγα κι έμεινα δύο φορές. Με φιλοξένησε μια οικογένεια Εβραίων, οι Εσκινάζι, τη μητέρα των οποίων ήξερε από τα παιδικά της χρόνια στη Θεσσαλονίκη η δικιά μου και την είχε ξαναβρεί μετά τον πόλεμο. Η γυναίκα αυτή, η Ματθίλδη, είχε ξεφύγει από τους Γερμανούς περνώντας στην Ιταλία κι από εκεί στη Μασσαλία, όπου παντρεύτηκε έναν άλλο Ελληνοεβραίο από την Αδριανούπολη. Και οι δυο μιλούσαν ελληνικά και προς τιμήν μου έβγαλαν φέτα, χταπόδι κι ελληνική μουσική στο σπίτι τους. Έκανα παρέα με τα παιδιά τους, δύο μαγκάκια της ηλικίας μου, που με ξεναγούσαν σε όλη την πολύβουη μεσογειακή πόλη. Εκεί μου ‘μαθαν και τα πρώτα αραβικά, κυρίως βρισιές.
Ένα άλλο λιμάνι, που σημάδεψε τη ζωή μου, ήταν η Βαρκελώνη, όπου έφτασα δύο φορές όταν ήμουν νέος, μέσα σε ένα τούρκικο πλοίο, το «Ακντενίζ», που ξεκινώντας απ’ την Κωνσταντινούπολη, έφτανε μέχρι εκεί. Επειδή μάθαινα ισπανικά, η αφετηρία αυτή μου χρησίμευσε για να περιηγηθώ δύο φορές όλη την Ιβηρική χερσόνησο και την Πορτογαλία.
Σε ένα άλλο ταξίδι με τους προσκόπους, έχοντας φτάσει στη Στοκχόλμη, κάναμε το ταξίδι με το πλοίο για να πάμε απέναντι στη Φινλανδία, στο Τούρκου. Μια νύχτα διαρκούσε αυτό το ταξίδι, αλλά για μας υπήρξε μια συναρπαστική περιπέτεια, τόσο λυσσασμένοι ήμασταν για γυναίκες στα 15 μας, οργώνοντας τα σαλόνια και τις καμπίνες του πλοίου ολονυχτίς, κυνηγώντας όποιο σκανδιναβικό θηλυκό έπαιρνε το μάτι μας. Μπαίναμε-βγαίναμε στις καμπίνες, φιλάγαμε τις Σουηδέζες και τις Φινλανδέζες, ξαναβγαίναμε, πηγαίναμε να βρούμε άλλες, είχαμε κυριολεκτικά λυσσάξει.
Βέρα Κρουζ
Το επόμενο λιμάνι της ζωής μου, πολύ σημαντικό, ήταν η Βερακρούζ, στο Μεξικό. Ήδη το όνομά της ήταν θρυλικό από τον κινηματογράφο. Έφτασα εκεί δυο φορές από την Πόλη του Μεξικού για να εκτελωνίσω τα βιβλία μου, που είχαν έρθει ακτοπλοϊκώς. Αυτά τα βιβλία με συντρόφευσαν πολλές φορές στο πήγαινε-έλα Παρίσι-Μεξικό. Τα κουβάλησα στην πλάτη μου, πλήρωσα υπέρβαρο από τα λιγοστά λεφτά μου γι’ αυτά, τόσο απαραίτητα μου ήταν τότε. Τα περισσότερα έμειναν στο σπίτι μας στο Μεξικό κι αντιπροσώπευαν χρόνια σπουδών και ιστορικών μελετών. Η Βερακρούζ είχε μια εύθυμη ατμόσφαιρα με αρπίστες και κιθαρωδούς στις αψίδες της όμορφης πλατείας της, να παίζουν ολημερίς γρήγορους σκοπούς. Φάγαμε ένα σωρό ψάρια και οστρακοειδή και πολλά φρέσκα φρούτα απ’ την ενδοχώρα της. Ήπιαμε έναν ωραίο καφέ με γάλα κάθε πρωί στο φημισμένο καφενείο της, την «Παρόκια» και κάναμε μπάνιο σε θρυλικές παραλίες, όπως το Μοκάμπο. Για την επιστροφή πήραμε το τρένο προς το Μεξικό.
Ένα άλλο λιμάνι που γνώρισα ήταν το Καλιάο, επίνειο της Λίμας στο Περού. Με τη γυναίκα μου και την Περουάνα φίλη μας από το Παρίσι κάναμε ένα λουκούλλειο γεύμα με ψαρικά στο πολυτελές Γιωτ-κλαμπ του Καλιάο κι ύστερα περιήγηση στο λιμάνι. Εκεί ξαναπήγα με το φίλο μου Χερμάν, συνάδελφό μου ιστορικό σε ένα φημισμένο, αλλά φτωχικό εστιατόριο, να φάμε σεβίτσε, μαριναρισμένο ωμό ψάρι. Σύμφωνα μ’ εκείνον, το εστιατόριο αυτό δεν είχε επιγραφή κι όταν χτύπαγες την πόρτα, σου άνοιγε ένας μαύρος και σου ‘λεγε «Είναι κλειστά!», αλλά αν γνώριζε αυτόν που χτυπούσε, δηλαδή τον ίδιον, έμπαινες και θα έτρωγες το νοστιμότερο ψάρι στη ζωή σου. Και σε άλλες ψαροταβέρνες μας πήγε ο Χερμάν, όπου καταβροχθίσαμε πιατέλες ολόκληρες καλαμάρια και άλλα μαλάκια. Γνωρίσαμε έτσι σε δυο-τρία ταξίδια στη Λίμα μια απ’ τις πιο ραφιναρισμένες κουζίνες στον κόσμο, μαζί με τη μεξικάνικη.
Όταν ζούσα στο Καράκας, κατεβαίναμε πολύ συχνά στο λιμάνι του, Λα Γουάιρα. Όχι μόνο γιατί το αεροδρόμιο βρισκόταν εκεί, αλλά και διότι η Κομισιόν είχε διάφορα αναπτυξιακά προγράμματα στη φτωχή εκείνη περιφέρεια, γεμάτη μαύρους. Αρκετές φορές συνόδευσα τους προϊσταμένους μου, διάφορους υψηλόβαθμους από τις Βρυξέλλες, ακόμα κι έναν Έλληνα ανώτερο υπάλληλο, να επισκεφτούμε τον Κυβερνήτη, να παρακολουθήσουμε τα προγράμματά μας και να φάμε ψάρι δίπλα στη θάλασσα. Στα μέρη εκείνα έγινε και μια μεγάλη καταστροφή όταν καταρρακτώδεις βροχές δημιούργησαν γιγαντιαίες κατολισθήσεις, που έθαψαν στη λάσπη εκατοντάδες ανθρώπους και σπίτια. Εκεί χρειάστηκε πάλι να ξαναπάμε για να διαπιστώσουμε τις καταστροφές και να ξεναγήσουμε Ευρωπαίους βουλευτές και αξιωματούχους ενόψει της ανθρωπιστικής βοήθειας που θα δίναμε. Η φτώχεια και η ανεργία εντάθηκαν με τη φυσική καταστροφή. Στη Βενεζουέλα πήγα και σ’ ένα άλλο θρυλικό λιμάνι, το Μαρακάιμπο, κόλαση ζέστης και υγρασίας, αλλά πλούσια περιοχή με πολύ πετρέλαιο. Εκεί είχε ξεκινήσει τη δεκαετία του 1920 η παραγωγή πετρελαίου από τις αμερικάνικες εταιρείες στη χώρα. Ακόμα, επισκεφθήκαμε την πλούσια Γουαγιάνα της Βενεζουέλας, στην όχθη των ποταμών Ορινόκο και Καρονί, γεμάτη μεταλλεύματα, βαριά βιομηχανία και εξαγωγικά λιμάνια. Το πολυτελές ξενοδοχείο μας βρισκόταν δίπλα σε κάτι επιβλητικούς καταρράκτες, με τη φύση γύρω να οργιάζει. Θα είχα πολλά να πω για τη Βενεζουέλα κι άλλα λιμάνια της ακόμα, το ιστορικό και γραφικό Κόρο, το Πουέρτο Αγιακούτσο στην Αμαζονία, την Κανάιμα, μέσα στη ζούγκλα. Τα αφήνω για άλλες διηγήσεις και όσους ατρόμητους Έλληνες θέλουν να τα ανακαλύψουν μόνοι τους…