Θεόφιλος Καΐρης: Ο διανοητής και ο δάσκαλος του Γένους
Της Αναστασίας Σκόρδου
Καθηγήτριας Γυμνασίου Κορθίου
Η Αναστασία Σκόρδου στο βήμα εκδήλωσης για τον Θεόφιλο Καΐρη στην Χώρα το 2015
«…Μας χρειάζονται προσέτι οκτώ μαστραπαδάκια μπακιρένια, ως 100 ή 150 δράμια χωρητικόν το καθέν, δια να εξαντλώσι τα παιδία ύδωρ από τα πιθαράκια των και να πίνωσιν. Ας μας στείλη αν αγαπά, και άσπρα τασάκια ή φιλιτζάνια αρκετά του Τριεστίου, από τα παρακατιανά. Ομοίως και ζάχαριν όχι από την καλήν, δια να τους δίδωμεν το πρωί ολίγην αλισφάκην εις τα μεγάλα κρυώματα τουλάχιστον.»
Από την επιστολή του Θεόφιλου στην αδελφή του Ευανθία της 17ης Δεκεμβρίου του 1835. Και συνεχίζει με λεπτομερείς αναφορές στις ανάγκες διαβίωσης των μαθητών του. Δυσκολεύεται κανείς να πιστέψει ότι ένας άνθρωπος με τις περγαμηνές του Θεόφιλου Καΐρη μπορεί να καταγίνεται με τόσο ταπεινές φροντίδες, να αγωνιά αν θα έχουν οι μαθητές του λίγη ζάχαρη για το ζεστό τους ή βελέντζες για να σκεπάζονται τις νύχτες. Μελετώντας όμως την αλληλογραφία του, ανακαλύπτουμε ότι ο ρόλος του δασκάλου και του σχολάρχη είχε επισκιάσει όλες τις άλλες πλευρές του μεγάλου ανδρός. Φαίνεται πως όλα τα άλλα: η λογιοσύνη, η επιστημοσύνη, οι φιλοσοφικές του ιδέες, η πολιτική και ακαδημαϊκή καριέρα, ακόμα και οι θεολογικές του αναζητήσεις έχουν τεθεί στην υπηρεσία του διδακτικού και παιδαγωγικού του έργου, στην υπηρεσία των ορφανών και των υπολοίπων μαθητών της Σχολής του.
Ποιος ήταν όμως ο Θεόφιλος Καΐρης; Γιατί θεωρήθηκε ένας από τους μεγαλύτερους διανοητές της εποχής του; Ποιες είναι οι πνευματικές αποσκευές που εκόμισε στη γενέθλια γη, όταν ήρθε για να ιδρύσει το Ορφανοτροφείο του; Ήταν κι αυτός ένα ορφανό παιδί, που ξενιτεύθηκε σε πολύ μικρή ηλικία και σπούδασε υπό την προστασία του ιερέα θείου του στην περίφημη σχολή των Κυδωνιών, ένα από τα σημαντικότερα κέντρα του Νεοελληνικού Διαφωτισμού, μαθηματικά, φυσικές επιστήμες και φιλοσοφία.
Αυτό το περιεχόμενο σπουδών τον συνέδεε με τα πιο προοδευτικά ρεύματα του καιρού του και τον προσανατόλιζε προς τη Δύση, στην οποία δεν άργησε να βρεθεί για να συνεχίσει τις σπουδές του. Στην Ελβετία δίπλα στον μεγάλο παιδαγωγό Πεσταλότσι μελέτησε την οργάνωση των διδακτηρίων. Στο Πανεπιστήμιο της Πίζας σπουδάζει μαθηματικά, αστρονομία και μαθήματα φυσιολογίας στην ιατρική σχολή. Στη συνέχεια στο Παρίσι ολοκληρώνει τις σπουδές του στη φιλοσοφία, έρχεται σε επαφή με την καρδιά του Διαφωτισμού και συνδέεται στενά με τον Αδαμάντιο Κοραή τον μεγάλο δάσκαλο του γένους.
Πριν ακόμα ολοκληρώσει τις σπουδές του, τον ζητούν οι Κυδωνιάτες για να διδάξει στη σχολή τους και εκεί μεταβαίνει τελικά το 1810, αλλά τον διεκδικεί πολύ σθεναρά και η Ευαγγελική σχολή της Σμύρνης, καθώς και η πατρίδα του η Άνδρος. Αυτές οι «έριδες» μεταξύ των πόλεων είναι μια πρώτη ένδειξη για την μεγάλη αξία του. «κεκοσμημένος αρετή και παιδεία», «φιλόσοφος και θαυμαστή κορυφή» καταλήγει τελικά στις Κυδωνίες όπου διαπρέπει ως καθηγητής κυρίως φυσικών επιστημών και με ενέργειές του και τη με βοήθεια του Κοραή την εμπλουτίζει με συγγράμματα και όργανα Φυσικής, Χημείας, Αστρονομίας, Γεωγραφίας.
Οι διδακτικές του αρετές και ο ζήλος του συμβάλλουν στο να γίνει η σχολή των Κυδωνιών ένα από τα πιο σημαντικά πνευματικά ιδρύματα της εποχής και να συγκεντρώνει πλήθος μαθητών από όλη την Ανατολή. Ο Αιδεσιμώτατος Γουλιέλμος Τζόουετ στο «Αι Κυδωνίαι κατά το 1818» αναφέρει: «Μετέβην εις το μάθημα του Θεοφίλου Καΐρη. Τριάκοντα περίπου ήσαν οι ακροαταί αυτού. Ηρμήνευε δε προς έκπληξίν μου το ενδέκατον μέρος του Νεύτωνος…Εξέλεξε εν τη διδασκαλία τα κοινότερα αστρονομικά διδάγματα, άπερ παρίστανε δια κιμωλίας επί μεγάλου μαυροπίνακος» Στην περίοδο αυτή από το 1810-1820, διαμορφώνεται η προσωπικότητά του ως δασκάλου και παιδαγωγού, με κύριο χαρακτηριστικό το ενδιαφέρον για τον μαθητή ως ολοκληρωμένο ανθρώπινο πλάσμα που έχει ανάγκη από αξιοπρεπή διαβίωση σε ένα ευχάριστο εκπαιδευτικό περιβάλλον.
Η Σχολή που διευθύνει είναι ένας μικρός παράδεισος, με ωραίο κήπο, τρεχούμενο νερό, στοές με θέα στον κήπο, θαλάμους για τους μαθητές, μαγειρεία, αίθουσες διδασκαλίας, αμφιθέατρο, βιβλιοθήκη. Ο Γάλλος εκδότης FirminDidot που τον επισκέπτεται, για να βελτιώσει τα ελληνικά του, κατά προτροπή του Κοραή, γράφει με θαυμασμό για την προσωπικότητα του Καΐρη, τη νεωτερικότητα των εκπαιδευτικών του αντιλήψεων και τον σεβασμό και τη φιλομάθεια των μαθητών του. Ο ίδιος προτείνει στον Καΐρη να υιοθετήσει την αρχαία ελληνική γλώσσα και στον προφορικό λόγο των μαθητών.
Μέσα στο πνεύμα αρχαιολατρίας που διέπει τους Διαφωτιστές, αρχίζει η μετατροπή των ονομάτων των μαθητών σε αρχαία ελληνικά. Μόλις προλαβαίνει να εγκαταστήσει τυπογραφείο εντός της Σχολής, με τη βοήθεια του Ντιντο, ξεσπάει η επανάσταση, καταστρέφονται οι Κυδωνίες και ο δάσκαλος δίνει τη θέση του στον φλογερό αγωνιστή της ελευθερίας. Θα μπορούσε στα 37 του χρόνια, καταξιωμένος δάσκαλος, σχολάρχης και λαμπρός επιστήμονας, να βρει οπουδήποτε στην Ευρώπη μια υψηλή θέση, αντί να μπει στην περιπέτεια του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα και να τραυματισθεί με οδυνηρό για την υπόλοιπη ζωή του τρόπο. Τόσοι όμοιοί του «καλαμαράδες» έκαναν το ίδιο και κανείς δεν τους κατηγόρησε. Εκείνος όμως επέλεξε τον δύσκολο δρόμο, αυτόν της συνείδησης και έδωσε κι άλλο ένα μεγάλο μάθημα: Ο αληθινός δάσκαλος δεν γίνεται ρίψασπις των μεγάλων προκλήσεων της ιστορίας, δεν κρύβεται στην ασφάλεια του σπουδαστηρίου του, όταν έρχεται η ώρα να κάνει πράξη τα όσα δίδασκε.
Παράλληλα με την επαναστατική του δράση, συμμετέχει στην πολιτική οργάνωση του Γένους, ως εκπρόσωπος της Άνδρου, αλλά και ως ένας από τους συντάκτες του Συντάγματος του Άστρους. Η σύντομη αυτή πολιτική σταδιοδρομία είναι άρρηκτα δεμένη με την ιδιότητα του δασκάλου. Στις εθνοσυνελεύσεις συμμετέχει ως δάσκαλος της ομόνοιας και της ειρήνης , όπως και στην επιτροπή παιδείας του 1824. Ως δάσκαλος επίσης προσφωνεί τον Καποδίστρια και ο λόγος του έχει ως κεντρική ιδέα την σύνδεση πολιτικής και παιδείας, αφού θεωρεί τη συμπεριφορά του πολιτικού ηγέτη πρώτο σχολείο για το λαό. Άλλωστε αυτή είναι και η κορυφαία ιδέα του Διαφωτισμού.
Στη διάρκεια της επανάστασης, το 1826 συγκεκριμένα, βλέποντας τα ορφανά παιδιά των αγωνιστών να γυρνάνε απροστάτευτα στους δρόμους, του γεννιέται η ιδέα της ίδρυσης ενός Ορφανοτροφείου στην Άνδρο, όπου θα παρείχε φροντίδα και εκπαίδευση σ’ αυτά τα παιδιά. Από εκείνη τη στιγμή, δεν σταμάτησε να εργάζεται γι’ αυτό το σκοπό. Σχεδόν δέκα χρόνια προσπαθειών για τη συλλογή χρημάτων και εφοδίων, με ταξίδια στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Σημασία έχει να αναφερθεί ότι δημοσίευε στην Γενική Εφημερίδα της Ελλάδος όλες τις συνδρομές του εσωτερικού και αξίζει να ψάξει κανείς αυτά τα ονόματα, ιδίως εμείς οι Ανδριώτες, αφού μπορούμε να βρούμε ανάμεσά τους μακρινούς μας συγγενείς που συνέβαλαν με την ταπεινή προσφορά τους στον μεγάλο σκοπό του συμπατριώτη τους.
Τις συνδρομές του εξωτερικού τις δημοσιεύει ο ίδιος σε δύο φυλλάδια που εκδίδει. Συμπληρώνει τέλος το ποσό με έξοδα της οικογένειάς του και επιστρατεύει και τα αδέρφια του σε αυτό. Ο ένας αδερφός, ο Δημήτριος από τη Σύρο, τον προμηθεύει με τα αναγκαία εφόδια και ο άλλος, ο Ιωάσαφ, διδάσκει τα πρώτα ορφανά, πριν ακόμα ιδρυθεί επίσημα η Σχολή και επιστρέψει στο νησί ο Θεόφιλος.
Η Σχολή του Θεόφιλου Καΐρη στη Χώρα Άνδρου
Η επίσημη έναρξη της Σχολής του γίνεται τον Ιανουάριο του 1836, έχει 100 εσώκλειστους μαθητές και περίπου 500 εξωτερικούς. . Εκείνη την εποχή, το 1837, ο Όθωνας τον διορίζει καθηγητή της φιλοσοφίας στο νεοϊδρυθέν Πανεπιστήμιο της Αθήνας , αρνείται, όπως είχε αρνηθεί και νωρίτερα τον Χρυσό Σταυρό του Σωτήρος, γιατί όπως πιστεύουν οι μελετητές ήταν αντίθετος με τη βασιλεία ως πολίτευμα, αλλά ακόμα κι αν δεν ίσχυε αυτό, το όνειρο ζωής του ήταν η Σχολή του και δεν θα το άφηνε για όλες τις τιμητικές θέσεις του κόσμου. Είναι τόσο μεγάλη η φήμη της που έρχονται μαθητές όχι μόνο από την ελληνική επικράτεια και τις αλύτρωτες περιοχές, αλλά και από Βουλγαρία και Τουρκία.
Από την αρχή, δεν επαρκούσαν οι πόροι και βλέπουμε στην αλληλογραφία του την αγωνία του γι’ αυτό. Γράφει στον Πέτρο Λασκαρίδη στη Σύρο, το Νοέμβριο του 1838:
«Φιλάνθρωπε των ορφανών προστάτα, Από τα προς τους κυρίους …γράμματά μου καταλαμβάνετε πόσον είναι αναγκαίον να οικονομηθώσι κατά το παρόν αι κατεπείγουσαι του Ορφανοτροφείου ανάγκαι. Όθεν Σας παρακαλώ να γράψετε και η Ευγενία Σας συμφώνως με τα υπ’ εμού γραφόμενα. Και εδώ μεν προς το παρόν με χρειάζονται υπέρ τα 1000 δίστηλα δι’ αγοράν αναγκαίου τόπου, μεταξύ των τόπων και πλησίον της Εκκλησίας του καταστήματος ευρισκομένου, δια μερικόν τειχισμόν του χωραφίου και την τελείωσιν του πηγαδίου και της δεξαμενής του, δια την κατασκευήν δεξαμενής δια τα βρόχινα νερά, και την διόρθωσιν των κοιτώνων διότι ως με φαίνεται, η αλλαγή του ύδατος γίνεται εν μέρει αφορμή του πυρετού, εις τον οποίον το θέρος παιδία τινά υποπίπτουσι…».
Έχουμε εδώ τον δάσκαλο Καΐρη, αλλά και τον «τροφέα και πατέρα και κηδεμόνα και νοσηλευτή» σύμφωνα με τον Κωνσταντίνο Κούμα. Τον ίδιο Σχολάρχη των Κυδωνιών που θέλει, τηρουμένων των αναλογιών, να εξασφαλίσει πρώτα από όλα την υλική διαβίωση των παιδιών, να τους προσφέρει ένα περιβάλλον κατάλληλο για τις ανάγκες τους ως έμβια όντα. Τι σχολείο όμως είναι αυτό που έχει ιδρύσει; Σε τι επίπεδο σπουδών ανταποκρίνεται με βάση τα σύγχρονα κριτήρια; Δημoτικό, Γυμνάσιο, Λύκειο; Η φοίτησή του είναι τριετής και διδάσκονται: Ελληνικά, Φιλολογία, Φιλοσοφία, Μεταφυσική, Ηθική, Ρητορική, Ποιητική, Λογιστική, Ανώτερα Μαθηματικά, Πειραματική Φυσική, Αστρονομία (φέρνει πρώτος τηλεσκόπιο στην Ελλάδα) και στην τελευταία τάξη Θρησκειολογία. Διδάσκει ο ίδιος και σύμφωνα με την αλληλοδιδακτική μέθοδο, οι μεγαλύτεροι και καλύτεροι μαθητές. Όπως αναφέρει μάλιστα σε επιστολή του του 1832:
«Δεκαετής πείρα μου εν τω Γυμνασίω Κυδωνιών με εδίδαξεν πόσον οι μαθηταί, οι οποίοι γίνονται εκ περιτροπής καθηγηταί διδάσκονται και αυτοί διδάσκοντες τους άλλους».
Παρεμπιπτόντως, οι πιο σύγχρονες παιδαγωγικές αντιλήψεις θέλουν τους μαθητές να διδάσκουν και να διδάσκονται ενταγμένοι σε ομάδες και να ανακαλύπτουν τη γνώση με αλληλεπίδραση, ενώ ο δάσκαλος τους εμψυχώνει και τους εποπτεύει. Και όχι μόνο. Συνεχίζει στην επιστολή του:
«Θα εκλεγώσι μεταξύ των μαθητών του Γυμνασίου οι πλέον ενάρετοι και ικανοί …αλληλοδιαδόχως δε θα μεριζόμεθα μετ’ αυτών την διεύθυνσιν του Ορφανοτροφείου»
Τουλάχιστον 150 χρόνια πέρασαν για να ακουστούν τέτοια πράγματα στην εκπαίδευση. Και μόνο για να ακουστούν, γιατί στην πράξη…
Οι παιδαγωγικές αρχές του, όπως δείχνουν κυρίως οι πράξεις του και δευτερευόντως τα γραπτά του κείμενα, είναι πρώτα απ’ όλα η εμπιστοσύνη στον ανθρώπινο λόγο και στην αλήθεια, η πίστη στην ελευθερία της συνείδησης, η πίστη στη δυνατότητα βελτίωσης του ανθρώπου μέσω της παιδείας, η αναγνώριση της προσωπικότητας του μαθητή και η ενεργός συμμετοχή του στη μάθηση(φιλικές συνδιαλέξεις αποκαλεί τα μαθήματα). Μιλώντας για την εκπαιδευτική διαδικασία, προσφωνεί τους μαθητές του φίλους και αδελφούς (ομιλία της 22ας Μαρτίου του 1839) και χρησιμοποιεί πρώτο πληθυντικό απευθυνόμενος σ’αυτούς. Όχι εσείς, εμείς: «διετρέξαμεν, εβεβαιώθημεν» συνερευνήσαμε, συμπεράναμε, συνεργαστήκαμε.
Από την εκδήλωση του 2015 στην Χώρα
Σύμφωνα με την μαρτυρία ενός μαθητή του, του Ανδρέα Συγγρού, μετέπειτα επιφανούς ευεργέτη, διδάσκει 9 ώρες την ημέρα, γράφει μόνος του όλα τα βιβλία, επιβλέπει το συσσίτιο, τρώει μαζί με τους μαθητές, παρακολουθεί τη μελέτη τους και αργά το βράδυ, αποσύρεται στο γραφείο του για μελέτη και συγγραφή. Δεν κοιμόταν περισσότερο από 4 ώρες, πάνω σε ένα ξυλοκρέβατο με δυο βελέντζες για στρώμα. Τις Κυριακές και τις γιορτές πηγαίνει στην εκκλησία με τους μαθητές και κηρύττει, κάνουν περιπάτους, ανεβάζουν θεατρικά έργα με συγγραφέα, σκηνοθέτη, ενδυματολόγο και υποβολέα τον ίδιο!
Είναι φανερό ότι τέτοιο σχολείο ακόμα και σήμερα, τηρουμένων των αναλογιών, είναι πολύ δύσκολο να βρεθεί, πόσο μάλλον στην πρώτη δεκαετία ύπαρξης του ελληνικού κράτους, με την δημόσια εκπαίδευση υποτυπώδη και οπισθοδρομική και ένα νεοσύστατο πανεπιστήμιο σε εμβρυικό στάδιο. Η ακτινοβολία του επισκίαζε ακόμη και τα υπό το Οικουμενικό Πατριαρχείο ιδρύματα και επιπλέον άρχισε να βγάζει εκατοντάδες μαθητές με συγκροτημένη προοδευτική μόρφωση, εκφραστές ενός διαφωτισμού που καθόλου δεν άρεσε στην καθ’ ημάς Ανατολή, ικανούς να παρακάμψουν τους διάφορους «σοφολογιώτατους» που με πέντε κολυβογράμματα διεκδικούσαν θέσεις δημοδιδασκάλων και ιδιωτικών δασκάλων. Ήταν πολύ μεγάλη πρόκληση και ακόμα κι αν δεν είχε βρεθεί η κατηγορία του θεοσεβισμού, ίσως, κάτι θα είχε επινοηθεί για να ανακόψει μια τέτοια λαμπρή πορεία στο φως της αληθινής παιδείας.
Το «κύκνειο άσμα»του ως δασκάλου ήταν η περίφημη ομιλία του της 22ας Μαρτίου του 1839, που στάθηκε και η αρχή των βασάνων του. Σ’ αυτήν έχουμε μια ολοκληρωμένη εικόνα ενός αληθινού δασκάλου. Γιατί όλες αυτές οι δυσκολίες για να δημιουργηθεί , να λειτουργήσει και να συντηρηθεί το σχολείο του, όλος αυτός ο πνευματικός και σωματικός μόχθος νυχθημερόν. Όλες αυτές οι αγωνίες για την υγεία, την αξιοπρεπή διαβίωση και την εκπαίδευση των ορφανών του δεν του στερούν τη χαρά του λειτουργήματός του. Την ευτυχία να ασκεί το λειτούργημά του. Αν υπάρχει ένα μόνο κριτήριο αληθινού δασκάλου - όχι καλού ή κακού, επαρκούς ή ανεπαρκούς, αξιολογημένου ή αναξιολόγητου - ας είναι αυτή η χαρά που νιώθει να διδάσκει, να συνυπάρχει με τους μαθητές του:
«Τόποι, χρόνοι, αιώνες, διαστήματα, δεν θέλουν δυνηθεί να με αποχωρίσουν από τους φίλους και συναδέλφους μου, οι οποίοι τρία ολόκληρα έτη συνεπλήρωναν την ευδαιμονίαν μου…Σεις φίλοι και αδελφοί κατ’αυτήν την τριετίαν συνεπληρώσατε την ευτυχίαν μου…» Και παρακάτω: «Εγώ δε απήλαυσα την ευτυχίαν εκείνην, την οποίαν κανείς εις τον κόσμον δεν δύναται να μου αφαιρέση».
Όσα ακολούθησαν και είναι έξω από το θέμα αυτής της εισήγησης μπορεί να οδήγησαν στην καταστροφή του έργου του και στη φυσική του εξόντωση, αλλά η ακτινοβολία της σεπτής του μορφής με πολλούς τρόπους μας φτάνει και μας θερμαίνει στους δύσκολους καιρούς που ζούμε.