Η ιστορία διδάσκει μόνο αν υπάρχουν κάποιοι να διδαχθούν...
Του Διαμαντή Μπασαντή
Όταν είσαι μέσα στην καταιγίδα συνήθως το μόνο που κοιτάς είναι να περάσει το επόμενο κύμα. Βλέπεις τι γίνεται γύρω, αλλά δεν έχεις το χρόνο να «δεις» μακρύτερα. Δεν έχεις την απαιτούμενη «απόσταση» από τα γεγονότα τα οποία εξελίσσονται δραματικά ώστε να δεις σε βάθος χρόνου. Πορεύεσαι μέρα με τη μέρα. Αυτό έχουμε πάθει σήμερα στην Ελλάδα.
Οι παραπάνω σκέψεις προήλθαν ένα χειμωνιάτικο βράδυ που πήγα προσκαλεσμένος της Βασιλικής Ψαριανού σε μια έκθεση παλαιών εντύπων στο δημοτικό σχολείο Πιτροφού. Έξω ο αέρας φυσούσε απειλητικά. Όμως μέσα στο παλιό σχολείο τα έντυπα των αλλοτινών εποχών έδιναν μια οικειότητα στον χώρο. Και σε ταξίδευαν στον χρόνο.
Ξεκίνησα από τις εφημερίδες του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου. Άλλες μακρινές εποχές…
Όμως με βοηθούσε το γεγονός πως μόλις είχα τελειώσει την εξάτομη «Ιστορία του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου» του Ουίνστον Τσόρτσιλ. Έτσι αναγνώρισα εύκολα τα γεγονότα εκείνης της μακρινής και δύσκολης εποχής. Βάλθηκα να διαβάζω με ενδιαφέρον την «Ακρόπολι» του 1940 που έγραφε για τους βομβαρδισμούς του Λονδίνου, τις αεροναυμαχίες γύρω από την Μάλτα, την πολιτική ουδετερότητα της Αμερικής. Και την Βραδυνή της ίδιας χρονιάς που έγραφε για την απέλπιδα άμυνα του γαλλικού στρατού στις θυελλώδεις επιθέσεις του επελαύνοντος γερμανικού πεζικού.
Κανείς, όπως έγραψε ο Τσόρτσιλ, δεν μπορούσε τότε να προβλέψει την διάρκεια, αλλά και την εξέλιξη που θα έπαιρνε ο καταστρεπτικότερος πόλεμος που γνώρισε η ανθρωπότητα. Τα μεγάλα κύματα εκείνων των ημερών δεν επέτρεπαν να δουν οι άνθρωποι πέρα από τον τραγικό ορίζοντα της καθημερινότητας.
Όμως, με προβλημάτισε και η σοβαρότητα των ελληνικών εφημερίδων εκείνης της μακρινής εποχής. Αντιμετώπιζαν την κοσμοχαλασιά του πολέμου, τα κοσμοϊστορικά γεγονότα και τις λυσσώδεις μάχες με προσοχή και σύνεση.
Αντιθέτως οι μεταπολεμικές εφημερίδες της δεκαετίας του 1950, τις οποίες βρήκα σε μια άλλη άκρη της έκθεσης, είχαν αρκετά στοιχεία λαϊκισμού και εθνικισμού. Αν και, πάρα το εμφυλιοπολεμικό κλίμα, δεν είχαν τις λεκτικές ακρότητες που επεκράτησαν πολύ αργότερα. Κανείς δεν μπορούσε να προδικάσει τις εξελίξεις που θα συνέβαιναν στην πολιτική και στον Τύπο μετά από 30 ή 50 χρόνια τότε. Πολλές από τις προβλέψεις του τότε ανατράπηκαν δραματικά αργότερα. Η Ιστορία είναι μια ανοικτή υπόθεση και μάταια όσοι πιστεύουν στις συνωμοσίες και στις νομοτέλειες προσπαθούν να «προφητεύσουν»…
Σε μια άλλη άκρη της έκθεσης βρήκα τα περιοδικά. Πολιτικά, καλλιτεχνικά, λαϊκά, ποικίλης ύλης. Ακόμα μια φορά στάθηκα μπροστά σε δύο περιοδικά που παρουσίαζαν δύο αλλοτινές πολιτικές προσωπικότητες. Στην πρώτη περίπτωση ήταν στη δεκαετία του 1960 και παρουσίαζαν τον Ρόμπερτ Κένεντυ, στη δεύτερη ήταν στην δεκαετία του 1970 και παρουσίαζαν τον Αλέκο Παναγούλη.
Ποιος αλήθεια μπορούσε να προβλέψει το τέλος αυτών των δύο χαρισματικών πολιτικών; Πόσες φορές οι εκτιμήσεις για τις πολιτικές προσωπικότητες δεν αποδειχτήκαν σαθρές ή άνευ αντικρίσματος στο μέλλον; Και για να γίνω πιο συγκεκριμένος μέρες που είναι: Σήμερα βλέπουμε υπουργούς και επιτελικά στελέχη ενός πρωθυπουργού που «δοξάστηκε» από μεγάλο μέρος του πολιτικού φάσματος (από την Δεξιά μέχρι την Αριστερά) σαν «σοβαρός» να σύρονται στα δικαστήρια και να αναδεικνύεται ένας εσμός αξιωματούχων που δωροδοκούνταν. Όταν τότε κάποιοι γράφαμε για την χειρότερη διαφθορά όλων των εποχών ελάχιστοι άκουγαν την κριτική. Όπως και σήμερα ελάχιστα ακούγεται το όνομα του έστω και αν υπήρξε ο πρωθυπουργός του χρηματιστηριακού σκανδάλου, των σπάταλων εξοπλιστικών προγραμμάτων…
Στο τέλος της περιπλάνησης κάθισα σε μια γωνιά της αίθουσας και συνέκρινα το πως αντιμετωπίζουμε εμείς τα σκληρά που συμβαίνουν σήμερα σε σχέση με το πώς τα αντιμετώπιζαν άλλοτε. Συνέκρινα ελπίδες και απογοητεύσεις, προσδοκίες και απόγνωση.
Κατηφορίζοντας σκέφτηκα πως «Η Ιστορία διδάσκει». Μόνο που δεν αρκεί η διδασκαλία, πρέπει να βρει και κάποιους μαθητές, που να θέλουν να διδαχτούν κάτι από αυτή. Αλλιώς…