Η Μονή Παναχράντου στα χρόνια της πειρατείας
Του Σταμάτη Μ. Καμπάνη
Τα μοναστήρια γενικώς δεν κτίστηκαν τυχαία και όπου να ‘ναι. Αλλά σε τόπους μυστηριακούς που φαίνεται να εστιάζουν σε ένα υπερκόσμιο Φως. Τόπους που έχουν κάτι το ιερό και το απόμακρο. Σ΄ ένα τέτοιο τόπο θεμελιώθηκε και το Μοναστήρι της Παναχράντου. Με αυτή τη λογική οι άνθρωποι που αναζητούσαν τη θεϊκή επαφή οδηγήθηκαν στον τόπο αυτό για διαλογισμό και προσευχή.
Όταν η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία χωρίστηκε και το Δυτικό της μέρος βυθίστηκε στους Σκοτεινούς Χρόνους απέμεινε το Βυζάντιο στην Ανατολή για να διατηρήσει ό,τι είχε απομείνει από τον Αρχαίο Πολιτισμό. Η Κωνσταντινούπολη γιγαντώθηκε και συγκέντρωσε σ’ αυτήν όλη την ζωτικότητα της Αυτοκρατορίας καταδικάζοντας σε σχετικό μαρασμό την οικονομική και πολιτιστική ζωή των επαρχιών. Το κενό που δημιουργήθηκε καλύφθηκε εν μέρει από τα μοναστήρια που κατά καιρούς μάζευαν παπύρους και περγαμηνές αρχαίας σοφίας κι έτσι συνεχίστηκε η πνευματική άσκηση ιερωμένων και κοσμικών που την επιθυμούσαν.
Θεωρώ πως εκείνα τα χρόνια της πνευματικής επέκτασης πρέπει να άρχισε και η αντίστοιχη δραστηριότητα στην Μονή της Παναχράντου, η οποία ίσως τότε να μην είχε αυτό το όνομα. Με βάση αυτή την λογική υπόθεση και λόγω της θέσης της ίσως εκεί να κατέφυγε εξόριστος ο φιλόσοφος Λέων ο Μαθηματικός (820-830 μ.Χ.) όπου και βρήκε πρόσφορο έδαφος μελέτης και διαλογισμού ώστε να εφεύρει μουσικά όργανα όπως το αρμόνιο και μηχανισμούς αυτοματισμού όπως τον χρυσό Πλάτανο. Τον μηχανικό αυτό Πλάτανο, του Λέοντα του Μαθηματικού, χρησιμοποίησαν οι μετέπειτα Βυζαντινοί Αυτοκράτορες για να καταπλήξουν τους ξένους πρεσβευτές και απεσταλμένους προκειμένου να επιτύχουν επωφελείς για την Αυτοκρατορία συμφωνίες.
Ο Λέων ο Μαθηματικός υπήρξε μεγαλοφυής και πολυτάλαντος και όφειλε την κατάρτιση του στα Μαθηματικά και στις Φυσικές Επιστήμες σε βιβλιοθήκες και δασκάλους που τότε βρίσκονταν στα μοναστήρια.
Εκείνη την εποχή (9ος – 10ος αιώνας) η Άνδρος δεν είχε συγκεκριμένη πρωτεύουσα. Οι αγρότες ήταν σκορπισμένοι σε μικρά χωριά. Οι άρχοντες κι οι αξιωματούχοι είχαν οχυρωθεί σε πύργους και τούρμες (κάστρα) ενώ οι ιερωμένοι και οι λόγιοι είχαν καταφύγει σε καστρομοναστήρια.
Δυο κύριες τούρμες είχε η Άνδρος η μία στα δυτικά στα σημερινά Τρομάρχια και η άλλη ανατολικά στο μετέπειτα Πάνω Κάστρο για τον έλεγχο της δυτικής θαλάσσιας πρόσβασης προς Θεσσαλονίκη της ανατολικής θαλάσσιας πρόσβασης προς Κωνσταντινούπολη.
Από το 826 μέχρι το 960 μ.Χ. την θάλασσα του Αιγαίου λυμαίνονταν οι Σαρακηνοί που είχαν ορμητήριο την Κρήτη.
Η μεγάλη εκστρατεία του Νικηφόρου Φωκά που τελικά επέτυχε την απελευθέρωση της Κρήτης (960 μ.Χ.) και ειρήνευση του Αιγαίου προξένησε βαθιά και αλησμόνητη εντύπωση στην Άνδρο. Σύμφωνα με την παράδοση και ορισμένους χρονικογράφους ο Νικηφόρος Φωκάς επισκέφθηκε την Τουρμαρχία της Άνδρου κι έκτισε ή ανακαίνισε ένα Καστρομοναστήρι ανάμεσα στις δυο τούρμες στην βόρεια πλαγιά των Γερακώνων και της έδωσε το όνομα της προστάτιδας του, της Παναχράντου.
Ο Νικηφόρος Φωκάς ήταν βαθιά θρησκευόμενος άνδρας με μεγάλες διοικητικές ικανότητες. Η ίδρυση του Μονής Παναχράντου υποδηλώνει αυτές του τις ιδιότητες. Κι αυτό γιατί η Άνδρος δεν ήταν ένα τυχαίο νησί, αλλά αποτελούσε την δυτική κορυφή του θαλάσσιου τριγώνου Άνδρος – Χίος – Ρόδος, το οποίο επόπτευε και προστάτευε την Θεσσαλονίκη και την Κωνσταντινούπολη από τις επιδρομές των Σαρακηνών, μέσα από την έγκαιρη ειδοποίηση και τη σήμανση συναγερμού.
Με την ανάκτηση της Κρήτης από τον Νικηφόρο Φωκά περιορίστηκε δραστικά την πειρατεία κι άρχισε η οικονομική ανάπτυξη του νησιού κυρίως με την σηροτροφία και μεταξουργία.
Οι Ανδριώτες τεχνίτες ήταν σε θέση να παράγουν μεταξωτά υφάσματα μεγάλου βάρους και πάχους, τα εξάμιτα, καθώς επίσης και ανάλαφρα μεταξωτά, τα ζεντάτα. Κατασκευάζονταν επίσης χρυσοποίκιλτες και ασημοποίκιλτες κλωστές, τα σκανδάλια.
Το αυτοκρατορικό μονοπώλιο ήταν ο μόνος προορισμός των προϊόντων αυτών κι ο έλεγχος γινότανε από το Κομμέρκιο (ένα είδος Τελωνείου).
Τρία μόνο νησιά του Αιγαίου είχαν Κομμέρκια, η Ρόδος, η Χίος, και ή Άνδρος που καταδεικνύει και την οικονομική σπουδαιότητα του νησιού. Μαζί με την οικονομική άνθηση σημειώθηκε την ίδια περίοδο και μεγάλη πνευματική δραστηριότητα η οποία πραγματοποιείται από τα μοναστήρια. Μεταξύ των οποίων από το καστρομοναστήρι της Παναχράντου που προστατεύονταν πάντα από τις δυο τούρμες.
Εκατό περίπου χρόνια κράτησε η χρυσή εποχή του Βυζαντίου και της Άνδρου (960-1071 μ.Χ). Η ευημερία όμως έφερε τον εφησυχασμό, την χαλάρωση, την σπατάλη και την αλαζονεία, όπως συνήθως γίνεται παντού και πάντα. Και το τίμημα, η νέμεση, ήρθαν να συντρίψουν τον Βυζαντινό Ελληνισμό στο Μάντζικερτ από τους Σελτζούκους Τουρκους (1071)
Τότε χάθηκε η Ανατολία και η Αυτοκρατορία συμπιέστηκε προς δυσμάς. Στην αρχή αυτή η βάναυση και καταστροφική συρρίκνωση του Βυζαντίου ωφέλησε την οικονομία της Άνδρου γιατί τα μεταξωτά της απέκτησαν πολύ μεγαλύτερη αξία λόγω της εξαφάνισης του ανταγωνισμού από την Ανατολή (1071-1147 μ.Χ). Όμως η προϊούσα αδυναμία της Αυτοκρατορίας ενεθάρρυνε και πάλι την πειρατεία και τις επιδρομές από την Δύση.
Το 1147 η Άνδρος δέχθηκε την επιδρομή των Νορμανδών της Σικελίας που κυριολεκτικά σήκωσαν τα εργαστήρια και τους εργάτες του μεταξιού και τα μετέφεραν στην Σικελία. Από τότε άρχισε ο μαρασμός της Άνδρου. Ένας μαρασμός που συμπαρέσυρε και το Μοναστήρι της Παναχράντου.
Οι Βυζαντινοί Αυτοκράτορες προκειμένου να αντιμετωπίσουν τους Νορμανδούς έδωσαν εμπορικά προνόμια στους Βενετσιάνους κι όταν μοιραία ήρθαν σε σύγκρουση μ’ αυτούς έδωσαν ό,τι τους είχε απομείνει στους Γενοβέζους μέχρι που το Αιγαίο περιήλθε στον έλεγχο των σημαντικών ιταλικών εμπορικών πόλεων.
Η τέταρτη Σταυροφορία, με την άλωση της Κωνσταντινούπολης (1204) από τους Σταυροφόρους, ολοκλήρωσε την κυριαρχία των Δυτικών -των Φράγκων- στο Αιγαίο.
Οι Φράγκοι εποίκησαν και διοίκησαν φεουδαρχικά την Άνδρο διώκοντας επίσης τους Ορθόδοξους ως σχισματικούς. Το Μοναστήρι της Παναχράντου υπέφερε και περιορίστηκε μέχρι πενίας αλλά δεν έγινε καθολικό. Επιβίωσε φυτοζωώντας. Εκείνο που έσωσε την Ορθοδοξία τα χρόνια εκείνα ήταν ότι οι Φεουδάρχες δεν είχαν πάντα αγαθές σχέσεις με την Καθολική Εκκλησία.
Ο πρώτος δυνάστης της Άνδρου, Μαρίνος Δάνδολος, βρίσκονταν σε διαρκή σύγκρουση με τον Καθολικό Επίσκοπο Άνδρου Ιωάννη κι έτσι συχνά στηρίχτηκε στους Ορθόδοξους Ιερωμένους και κοσμικούς. Οι Έλληνες υπήκοοι μη έχοντας άλλη ηγεσία βρήκαν καθοδήγηση και ανακούφιση από το Μοναστήρι της Παναχράντου και τα άλλα μοναστήρια της Άνδρου. Εκεί κατέφευγαν όταν ασφυκτιούσαν κάτω από τους Φράγκους φεουδάρχες ή ξέφευγαν από τα χέρια των πειρατών που θα τους προόριζαν για τα δουλοπάζαρα. Η λεγόμενη Φραγκοκρατία δεν ήταν ποτέ αρκετά συμπαγής ώστε να ειρηνεύσει το Αιγαίο. Η Βενετία που ήταν η κυρίαρχος ναυτική δύναμη ασκούσε επιλεκτικό έλεγχο σύμφωνα με τα συμφέροντα της. Γι’ αυτό η πειρατεία μάστιζε τα νησιά σχεδόν ανεξέλεγκτη. Από το 1147 μέχρι το 1330 οι πειρατές ήταν Ιταλοί, Καταλανοί, Προβεντσάνοι, Νορμανδοί, Σκλαβούνοι (Δαλματοί) και Έλληνες που λαφυραγωγούσαν τους πάντες και αλλήλους.
Από το 1330 κι ύστερα εμφανιστήκαν Τούρκοι, Αιγύπτιοι, και Μπερμπερίνοι που πήραν τη θέση των Σαρακηνών που είχαν εκλείψει μετά το 960 μ.Χ. Έτσι το Αιγαίο έπαψε να είναι χώρος ασφαλής για την ναυσιπλοΐα και για κατοίκιση στα παράλια του.
Η Μονή της Παναχράντου βρισκόταν σε τόπο οχυρό και απρόσβατο κι έτσι συχνά χρησίμευε για καταφύγιο των απροστάτευτων κάτοικων της περιοχής. Στα τελευταία χαώδη χρόνια του Βυζαντίου (1147-1204) οι τούρμες εγκαταλείφθηκαν. Ευτυχώς το 1225 κτίστηκε το Πάνω Κάστρο που πρέπει να προσέφερε, λόγω θέσης, προστασία και στο Καστρομοναστήρι της Παναχράντου.
Οι Φράγκοι σιγά-σιγά κι όσο περνούσαν τα χρόνια συμβιβάστηκαν με τους Ορθόδοξους Έλληνες υπηκόους τους κι έτσι έγιναν πιο ανεκτικοί κι επέτρεψαν και στο μοναστήρι να αναπτυχθεί δειλά-δειλά.
Η μεταξοβιοτεχνία αναπτύχθηκε κι αυτή με Έλληνες καλλιεργητές κι εργάτες. Έτσι κάποια οικονομική ενίσχυση του Μοναστηριού έγινε δυνατή μ’ εθελοντικές προσφορές από τους ορθοδόξους χωρικούς με την ανοχή των καθολικών αρχόντων.
Η Φράγκικη επικυριαρχία διήρκεσε 350 χρόνια με συχνές διακυμάνσεις στις σχέσεις Ορθοδόξων και Καθολικών. Υπήρξαν περίοδοι ανεξιθρησκίας και δίκαιης διοίκησης από τον Μαρίνο Δάνδολο (1205-1243), από το Μαρίνο Σανούδο (1262-1303), από τον Πέτρο Ζένο (1384-1427), και από τον Κρουσίνο Σομμαρίπα (1440-1462). Αλλά υπήρξαν και περίοδοι κακοδιοίκησης και διωγμών ιδίως από τα τελευταία μέλη των Σομμαρίπα που τελικά εκδιώχθηκαν από τους Ελληνορθόδοξους κατοίκους με σύγχρονη προσχώρηση στο Οθωμανικό Κράτος (1566). Οι Οθωμανοί έχοντας να αντιμετωπίσουν τους Καθολικούς Βενετσιάνους και τους Ισπανο-Αυστριακούς Αψβούργους χρησιμοποίησαν τους Ορθόδοξους νησιώτες γι’ αντίβαρο δίνοντας τους προνόμια που ενίσχυσαν την τοπική αυτοδιοίκηση και τα μοναστήρια. Την εποχή αυτή η Μονή της Παναχράντου αναδεικνύεται το θρησκευτικό και πολιτιστικό κέντρο της Άνδρου. Το 1576 την επισκέφθηκε ο Πατριαρχικός Έξαρχος Θεοδόσιος Ζυγομαλάς ο οποίος ανέφερε ότι ήταν έδρα επισκόπου και όλη η Άνδρος είχε 10.000 κατοίκους, 50 ιερείς και διοικείτο από άρχοντες-φεουδάρχες. Επικρατούσε δε σε όλο το νησί θρησκευτική και κοινωνική ειρήνη.
Το 1609 η Άνδρος προάγεται εκκλησιαστικά σε Αρχιεπισκοπή που υπάγεται κατευθείαν στο Πατριαρχείο από την οποία εξαρτώνται και οι Ορθόδοξοι κάτοικοι της Σύρου, πράγμα που δείχνει την κοινωνική και οικονομική σπουδαιότητα του νησιού.
Η Μονή Παναχράντου γίνεται η κατοικία και η έδρα του Αρχιεπισκόπου γιατί μαζί με την πνευματικότητα της παρέχει και την μέγιστη δυνατή ασφάλεια λόγο της γεωγραφικής της θέσης.
Μερικοί από τους Αρχιεπισκόπους της εποχής αυτής ήταν ο Γρηγόριος Α΄(1622-1626) ο Αυξέντιος Παρόδος (1657-1666) και ο Γεράσιμος Β΄(1677-1680) που διετέλεσε και Οικουμενικός Πατριάρχης. Η Καθολική εκκλησία συνέχισε να υπάρχει μέχρι το 1700 αν και οι καθολικοί ήταν ολιγάριθμοι μέχρι που τελικά μετά το 1750 είχαν εκλείψει οριστικά.
Η περίοδος από το 1566 μέχρι το 1718 χαρακτηρίζεται από τις διαρκείς Βενετο-Τούρκικες συγκρούσεις και την αχαλίνωτη δραστηριότητα Χριστιανών και Μουσουλμάνων πειρατών που επηρεάζουν βαθύτατα την ζωή των Ανδριωτών.
Ο Τούρκικος και ο Βενετσιάνικος στόλος δεν δημιουργούσαν αισθήματα ασφάλειας αλλά απρόβλεπτους κινδύνους διότι πολλές φορές προξενούσαν ζημιές και προέβαλλαν αυθαίρετες απαιτήσεις. Ευτυχώς η αλίμενη παραλία, οι διαρκείς άνεμοι, και η ορεινή διαμόρφωση του εδάφους, καθώς και τα πυργόσπιτα και τα καστρομοναστήρια προστάτευαν τους κατοίκους από τις επιδρομές Βενετσιάνων, Τούρκων και πειρατών. Η Μονή της Παναχράντου δεν φαίνεται να πατήθηκε και να λεηλατήθηκε ποτέ από καταδρομείς κι έτσι συνέχισε να παρέχει προστασία στους μοναχούς και σε όσους κατέφευγαν σ’ αυτήν. Παρ’ όλη την ταραχώδη περιρρέουσα κατάσταση συνεχίστηκε αυξανόμενη η σηροτροφία και η μεταξουργία που επέφερε αρκετό πλούτο και ευημερία ώστε το νησί να κρίνεται άξιο να διατηρεί αρχιεπισκοπή και να συντηρεί την τάξη των αρχόντων.
Μετά από τρείς Βενετοτούρκικους πολέμους 1644-1666, 1683-1699 και 1715-1718 οι Βενετσιάνοι τελικά εκδιώκονται από το Αιγαίο, πρώτα με την κατάληψη της Κρήτης (1666) και τελευταία με την κατάληψη της Τήνου (1715). Ακολουθεί μια χαλαρή οθωμανική παρουσία που κρατάει από το 1718 μέχρι το 1821 που χαρακτηρίζεται από μια σχετική ευημερία και ευνομία.
Το 1704 μοναχοί της Μονής Παναχράντου με την ευλογία του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως αγοράζουν και φέρνουν στην Μονή την κάρα του Αγίου Παντελεήμωνα από την Κωνσταντινούπολη. Έκτοτε η Μονή γίνεται δισυπόστατος και αναδεικνύεται σε τόπο προσκυνήματος.
Από το 1750 μέχρι το 1767 η Άνδρος και η Σύρος έγιναν προσωπικό φέουδο της Βαλιντέ Σουλτάνας (Μαλιχανές) που είχε ευεργετική επίδραση στην ζωή και στην ευημερία του νησιού και κατ’ επέκταση στην Μονή της Παναχράντου.
Για ένα μεγάλο διάστημα (1778-1803) η Άνδρος βρέθηκε κάτω από την προστασία της Σαχ-Σουλτάνας, της αδελφής του Σελήμ Γ΄, η επίδραση της οποίας υπήρξε εξαιρετικά ευεργετική για την οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη του νησιού και κατ’ επέκταση της δισυπόστατης Μονής.
Την εποχή αυτή ο κόσμος αλλάζει ραγδαία. Στο Αιγαίο εμφανίζονται οι Ορθόδοξοι Ρώσοι που διεγείρουν ελπίδες για την αναγέννηση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Ξεσπάει η Γαλλική Επανάσταση (1789) που εμπνέει ιδέες και συναισθήματα για κοινωνική και εθνική απελευθέρωση.
Αυτές οι συγκλονιστικές αλλαγές οδήγησαν τελικά στην Επανάσταση του 1821 που στην Άνδρο κηρύχθηκε στην Μονή της Παναχράντου, η οποία για μια ακόμα φορά αναδείχθηκε σε κέντρο πνευματικό και πολιτικό του νησιού.