Η ζωή και η φύση της Άνδρου στον 18ο αιώνα
Της Μαργαρίτας Δρίτσα
Καθηγήτριας Ανοικτού Πανεπιστημίου
Το Κάστρο της Άνδρου (Κάτω και Μέσα Κάστρο) όπως αποτυπώθηκε από τον Joseph Pitton de Tournefort το 1717.
(Το ΕΝ ΑΝΔΡΩ έχει την χαρά να ξεκινήσει σήμερα μια σειρά ιστορικών αναφορών για την Άνδρο σε συνεργασία με την καθηγήτρια πανεπιστημίου Μαργαρίτα Δρίτσα. Στις αναφορές αυτές θα παρουσιαστούν αποσπάσματα από το έργο της Η ΑΝΔΡΟΣ ΣΤΟΝ ΧΡΟΝΟ - ΜΑΤΙΕΣ ΠΕΡΙΗΓΗΤΩΝ. Ξεκινάμε με το κομβικό σημείο της ιστορικής απεικόνισης της ζωής της Άνδρου τον 18ο αιώνα. Την εποχή εκείνη αποτυπώθηκε και ο χαρακτήρας του νησιού με τις μεγάλες αλλαγές που επήλθαν από το 1205 μέχρι το 1700 με την βενετική και την οθωμανική κατάκτηση. Πρώτη αναφορά μας θα είναι οι περιγραφές του ιερωμένου και βοτανολόγου Joseph Pitton de Tournefort που έφτασε στην Άνδρο για λογαριασμό Λουδοβίκου ΙΔ. Σε αυτόν χρωστάμε άλλωστε και την διάσημη χαλκογραφία του Κάστρου της Άνδρου - Δ. Μπασαντής)
Χάρτης αρχιπελάγους όπως αποτυπώθηκε από τον Γερμανό J.Laurenberg. Άμστερνταμ, 1638.
Η Άνδρος όπως την είδε ο Tournefort
Ο ιερωμένος και βοτανολόγος Joseph Pitton de Tournefort… είχε αναλάβει ερευνητική αποστολή στην Ανατολή κατ’ εντολή του Λουδοβίκου ΙΔ΄ για τον εντοπισμό αρχαιοτήτων, ανεύρεση μεταλλευμάτων, μελέτη φυτών και ιαμάτων, όσο και για να συλλέξει πληροφορίες σχετικά με τους καθολικούς του Αιγαίου.
Περιηγήθηκε την Ελλάδα, έφθασε στην Άνδρο και κατέγραψε τις εντυπώσεις του για το Αιγαίο και το νησί το 1700 σε δύο βιβλία, το ένα με τίτλο Relation d’un Voyage du Levant και το άλλο με τίτλο Voyage d’ un Botaniste, κεφ. IV L’ Archipel Grec. Συγκέντρωσε σ’ αυτά πληροφορίες για τη φύση αλλά και για το εμπόριο, τη θρησκεία, τα ήθη και έθιμα της Ελλάδας.
Στο βιβλίο του Relation d’ un voyage du Levant περιέλαβε σχέδια και χαλκογραφίες τόσο για την άποψη της Χώρας (Κάτω Κάστρο), όσο και τη γυναικεία ενδυμασία της Άνδρου μαζί μ’ εκείνη της Μυτιλήνης. Στο έργο του περιλαμβάνεται και μια εικόνα με μία γυναίκα σε αυλή που κρατά καλάθι με πορτοκάλια ή λεμόνια δίπλα στην οποία απεικονίζεται μια χουρμαδιά και άλλα δένδρα. Στο ίδιο βιβλίο υπάρχει και άλλη χαλκογραφία με απεικόνιση του Γαυρίου το 1717.
Στις πρώτες γραμμές του κειμένου του ο Tournefort αναφέρεται στο ταξίδι του στην Κωνσταντινούπολη πριν αποβιβασθεί στην Άνδρο, όπου διαπίστωσε με ευχαρίστηση την αγάπη των Ελλήνων για τα ζώα, ιδιαίτερα τις γάτες. Δεύτερη διαπίστωση… ήταν πως «Το αρχιπέλαγος είναι πολύ επικίνδυνο το χειμώνα».
Είχε αναγκασθεί με τη συνοδεία του να περάσει στην Τήνο και ύστερα στη Μύκονο περιμένοντας να κοπάσουν οι καταιγίδες. Όταν τελικά αποβιβάσθηκε στην Άνδρο, μήνα Νοέμβριο, θυμήθηκε και δικαίωσε τον αρχαίο Γεωγράφο που ισχυριζόταν «ότι δεν υπάρχει καμιά θάλασσα [εκτός της Άνδρου] που να σηκώνει πιο υψηλά τα κύματα»… [που επειδή] δεν μπορούν ν’ απλωθούν σε μεγάλη απόσταση, αντανακλώνται με ορμή ανάμεσα στα νησιά που βρίσκονται πολύ κοντά μεταξύ τους»…
Ο Tournefort αποβιβάσθηκε στο Γαύριο και θυμήθηκε την επιδρομή του Αλκιβιάδη μετά το επεισόδιο «μηδισμού» των Ανδρίων. Βρήκε κατάλυμα στο μοναστήρι της Παναγίας (πιθανώς της Ζωοδόχου Πηγής), «προετοιμασμένος να πεινάσει λόγω της ψυχρότητας των μοναχών» μέχρι που ο καθολικός προεστός Γασπαράκης Δελαγραμμάτικας, έστειλε στους ξένους μισό αρνί, εξαιρετικό κρασί και άλλα δροσιστικά. Την επομένη ο Tournefort και οι σύντροφοί του ξεκίνησαν την περιοδεία τους εντυπωσιασμένοι από τις γυναίκες της Άνδρου, Ελληνίδες και Αλβανές.
Ο Γάλλος ταξιδιώτης επισκέφθηκε στη συνέχεια και κατέγραψε όλα τα χωριά του νησιού, ενημέρωσε γι’ αυτό τον εργοδότη/χορηγό του Γάλλο βασιλιά με επιστολή του και περιέγραψε τις παραγωγικές δυνατότητες του νησιού. Ύστερα ανέβηκε ψηλά στο βουνό κι από εκεί ξεχώρισε τη Γυάρο, την Ικαρία, τη Σύρα, την Πάρο, τη Χίο τη Σάμο, τη Δήλο, τις Μύκονο, Αμοργό και Νάξο.
Στο οδοιπορικό του ανέλυσε την ιστορία του νησιού, επιβεβαιώνοντας ότι οι κάτοικοι είχαν παραμείνει κυρίως ορθόδοξοι με λίγους προύχοντες καθολικούς, ενώ η Βενετία χρηματοδότησε απ’ ευθείας την ανέγερση μοναστηριού και εκκλησίας αφιερωμένης στον Άγιο Βερναρδίνο.
Η Άνδρος απεικονίζεται χαρτογραφικά ήδη από τον τον Cristoforo Buondelmonti. Kαι οι χάρτες πολλαπλασιάστηκαν στη διάρκεια της Βενετοκρατίας.
Η λιτανεία του Κόρπους Κρίστι, ο Jean de Thévenot και οι καθολικοί της Άνδρου
Λίγο νωρίτερα, ο Jean de Thévenot ξεκίνησε τον Μάιο του 1655, παρέμεινε αρκετά στη Μάλτα και συνέχισε για την Κωνσταντινούπολη. Εκεί πέρασε αρκετούς μήνες, επισκέφθηκε τη Σμύρνη και τα ελληνικά νησιά, πριν συνεχίσει το ταξίδι για την Αίγυπτο… Ήταν ιδιαίτερα προσεκτικός παρατηρητής και πολλές πληροφορίες του επιβεβαιώθηκαν από άλλους μεταγενέστερους ταξιδιώτες. Τον Tournefort, για παράδειγμα, τον εντυπωσίασε η περιγραφή της λιτανείας του Κόρπους Κρίστι στην Άνδρο, επιβεβαιωμένη και από τον ίδιο το 1700: «Ίσχυε ακόμη το παλιό τυπικό, ότι δηλαδή ο καθολικός επίσκοπος που σήκωνε το «σώμα του Κυρίου» πατούσε πάνω στους χριστιανούς που ήταν ξαπλωμένοι στους δρόμους, όποιου δόγματος κι αν ήταν».
Ο Tournefort λυπήθηκε ωστόσο που ο άλλοτε «πολύ καλός ξενώνας των Ιησουϊτών στο νησί δεν λειτουργούσε πλέον, αφού αναγκάσθηκαν να φύγουν λόγω της καταπίεσης των Τούρκων». Δεν είναι βέβαιο αν συμμεριζόταν εξ άλλου την άποψη του Théveno ότι τη μόρφωση των Ανδριωτών είχαν αναλάβει ιδρύοντας σχολείο οι Καπουκίνοι μοναχοί και σ’ αυτό φοιτούσαν τα παιδιά των Ανδριωτών…
Η ζωή στην Άνδρο τον 18ο αιώνα
"Oι νέοι θαλασσοπόροι τους χρειάζονταν και καθώς το εμπόριο και η ναυσιπλοΐα μεγεθύνονταν, οι χάρτες έγιναν απαραίτητοι και η αναπαραγωγή τους οδήγησε σε πολυάριθμες καλλιτεχνικές αποτυπώσεις... Η αναπαράσταση νησιών τελειοποιήθηκε με την πάροδο του χρόνου, έγινε πιο ρεαλιστική διατηρώντας ωστόσο καλλιτεχνικά και διακοσμητικά στοιχεία, π.χ. κύματα, πλοία κ.α…" Χάρτης Άνδρου & Τήνου, του Γάλλου A. Manenson Mallet, Παρίσι, 1683
Ο Tournefort, όπως άλλοι πριν και μετά από αυτόν, αναζήτησε επίσης την πηγή Θεοδοσία Διός, αλλά βρήκε μόνο ένα ρυάκι και πίνοντας από το νερό διέψευσε την πηγή του για την πληροφορία του Γερμανού ιερωμένου Mutianus Rufus, ο οποίος τον 15ο αι. είχε ασχοληθεί με τη μαγεία και τον μυστικισμό και φαίνεται πως υποστήριζε τη δοξασία ότι τον Ιανουάριο το νερό είχε τη γεύση κρασιού. Αναζήτησε ακόμη τα ερείπια της Παλαιόπολης, όπου είδε ένα μαρμάρινο άγαλμα χωρίς κεφάλι και χέρια αλλά με ωραία ενδυμασία.
Ως ιερωμένο τον ενδιέφερε κάθε τι σχετικό με τους καθολικούς κατοίκους της Άνδρου και την Εκκλησία. Ανέλυσε έτσι λεπτομερώς τα εισοδήματα του Έλληνα επισκόπου, εντυπωσιάστηκε από τον μεγάλο αριθμό ιερέων και καλογήρων σε αντιδιαστολή με την αδύναμη θέση, όπως διαπίστωνε, της Καθολικής Εκκλησίας, η οποία βασιζόταν σε δωρεές καθολικών από το εξωτερικό, όπως του Νικολάου Κοντόσταβλου, πλούσιου εμπόρου από τη Βενετία, ο οποίος είχε χορηγήσει 100 κορώνες για να εγκαταστήσει μοναστήρι και 60 δουκάτα για τη συντήρησή του, ενώ προσέφερε και τα απαραίτητα σκεύη για τη λειτουργία.
Στις εντυπώσεις του περιλαμβάνει πληροφορίες για τα μοναστήρια της Παναχράντου, της Ζωοδόχου Πηγής, του Αγίου Νικολάου Σορά, και οικτίρει τη μεγάλη άγνοια των ιερωμένων «που είναι τόση, ώστε οι κάτοικοι να έχουν καλέσει Καπουτσίνους για την εκπαίδευση των παιδιών τους». Καταλήγει δε την αναφορά του με τη διαπίστωση ότι «Ο Λατίνος Επίσκοπος έχει πολύ χαμηλότερα εισοδήματα (300) αντί για τα 500 του Ορθόδοξου Επισκόπου, κι ότι μεταφέροντας από την Άνδρο στην έδρα του στη Νάξο τα εκκλησιαστικά σκεύη του επιτέθηκαν Τούρκοι, τον χτύπησαν και ζήτησαν λύτρα για να τον απελευθερώσουν». Ανάμεσα στις αρνητικές εντυπώσεις αναφέρει την κατάπληξή του, διότι δεν βρήκε κανένα γιατρό στο νησί.
Κάθε περιηγητής θεωρούσε υποχρέωσή του να επισκεφθεί τους διοικητές των νησιών και τους προύχοντες/προεστούς, έτσι και ο Tournefort επισκέφθηκε τον Αγά της Άνδρου στον πύργο του έξω από την πόλη και, προφανώς γνωρίζοντας ότι η υγεία του έπασχε, του έκανε δώρο ένα αιθέριο έλαιο για το άσθμα. Περιγράφει τον πύργο, που «είχε 14 σκαλιά πέτρινα και μετά μια υψηλή ξύλινη σκάλα. Ο Αγάς έμενε στον τελευταίον όροφο και έκλεινε το κάλυμμα στο τέλος της σκάλας αυτής κάθε φορά που φαίνονταν πειρατικά πλοία». Περιγράφει επίσης τα χωριά και τους οικισμούς ολόγυρα, την αρχιτεκτονική τους, καθώς και την κοινωνική διάρθρωση με τις διακρίσεις της και τις υποχρεώσεις προς τους Τούρκους. Οι ευκατάστατοι (άρχοντες κι αφέντες), έγραφε, διέμεναν σε πύργους που έμοιαζαν με οχυρά, με μικρά μόνο ανοίγματα σαν περιστεριώνες για να έχουν φως. Ο Καδής κατοικούσε στο Κάστρο μαζί με τους ευγενείς του τόπου και τους επιτρόπους, οι οποίοι εκλέγονταν κάθε χρόνο. Το 1700, χρονιά της επίσκεψης Tournefort, το νησί πλήρωσε 15.000 (écus) ή κορώνες για το χαράτσι και τον έγγειο φόρο…
Η φύση και η οικονομία της Άνδρου τον 18ο αιώνα
Χαλκογραφία: Ο πύργος του Αγίου Πέτρου. Κληρονομιά της ελληνιστικής περιόδου της Άνδρου.
Οι αναφορές του Tournefort στην εκκλησία είναι αυστηρές και προσεκτικές, οι περιγραφές των ορθοδόξων ιερέων αρνητικές· αντίθετα, οι περιγραφές του για το φυσικό περιβάλλον είναι πολύ γλαφυρές και εκείνες για την παραγωγή του νησιού θετικές: «Κατάφυτα βουνά με κουμαριές από τον καρπό των οποίων απόσταζαν ρακί. Με τα μαύρα μούρα από τις μουριές παρασκεύαζαν άλλο ποτό, ενώ με τα φύλλα της μουριάς εξέτρεφαν μεταξοσκώληκες. Το νησί έχει εξαιρετικά ρόδια με μεγάλους σπόρους που πωλούνται τρία σόλδια ή δύο παράδες. Επίσης έχει φθηνά λεμόνια και κίτρα κι o κυριότερος πλούτος του νησιού είναι το μετάξι, κατάλληλο όμως μόνο για ταπετσαρίες, όπως και το μετάξι των Θερμιών της Καρύστου και του Βόλου. Παρά ταύτα η παραγωγή κι εξαγωγή του αφήνει κέρδη και η ποσότητα φθάνει αρκετές χιλιάδες κιλά. Αν γινόταν καλύτερη επεξεργασία, θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για καλύτερα υφάσματα και κορδέλες, καθώς και για ενδύματα. Επίσης, η Άνδρος παράγει κρασί και λάδι για τις ανάγκες των κατοίκων, ενώ το κριθάρι είναι πολύ πιο άφθονο από το σιτάρι που εισάγεται από τον Βόλο».
Εντυπωσιάζεται ιδιαίτερα από το φυσικό κάλλος του νησιού και τη φροντίδα των κατοίκων: «Βγαίνοντας από την πόλη συναντούμε τους ωραιότερους κάμπους του κόσμου. Αριστερά εκτείνεται η πεδιάδα των λιβαδιών, που σημαίνει «των ευχάριστων τόπων». Πρόκειται για εύφορα χωράφια φυτεμένα με πορτοκαλιές, λεμονιές μουριές, τζιτζιφιές, ροδιές και συκιές. Παντού βλέπει κανείς κήπους και ρυάκια. Τα λάχανα είναι διαδεδομένα, όπως και στα άλλα νησιά…
Δεξιά από το Κάστρο της Άνδρου, ο ταξιδιώτης μπαίνει στην κοιλάδα των Μενήτων. Είναι εξίσου ευχάριστη και αρδεύεται από τα ωραία μικρά ποτάμια που έρχονται από τα περίχωρα της φημισμένης εκκλησίας της Παναγίας του Κούμουλου ψηλά πάνω από την κοιλάδα. Τα μικρά αυτά ποτάμια κινούν 8-9 μύλους, ενώ ένα από τα μεγαλύτερα αναβλύζει από τον ίδιο τον βράχο που αποτελεί τμήμα της εκκλησίας».
Οι αναφορές του περιλαμβάνουν και τα άλλα χωριά του νησιού (Στραπουριές, Αποίκια, Λιβάδια, Μέρτα Χωριό (Μεσαθούρι ή Μέσα Χωριό), Αλαδινό, Φάλλικα, και στις αναφορές προς τον χορηγό του ταξιδιού του εκτός από το οδοιπορικό του στέλνει πλήρη κατάλογο των τόπων που έχει επισκεφθεί.
Αρκετοί περιηγητές περιέγραψαν επίσης το δύσκολο για ναυτιλομένους στενό μεταξύ Ευβοίας και Άνδρου όπως π.χ. ο Cornelis de Bruyns, Φλαμανδός περιηγητής και ζωγράφος,...
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η Μαργαρίτα Δρίτσα γεννήθηκε στην Αίγυπτο. Σπούδασε στην Αγγλία, στη Γαλλία και στην Αμερική. Αναγορεύθηκε διδάκτωρ της οικονομικής ιστορίας από το Πανεπιστήμιο Paris Ι (Sorbonne-Pantheon) και είναι Fellow του Robinson College του Πανεπιστημίου του Cambridge. Είναι καθηγήτρια της οικονομικής και κοινωνικής ιστορίας της Ευρώπης, στη Σχολή Ανθρωπιστικών Σπουδών του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου (ΕΑΠ) και ακαδημαϊκή υπεύθυνος του Προγράμματος Ευρωπαϊκών Σπουδών. Έχει συγγράψει και δημοσιεύσει βιβλία και κείμενα για την ιστορία του τουρισμού στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Αγαπά και επισκέπτεται τακτικά την Άνδρο από πολλά χρόνια.