ΑΦΙΕΡΩΜΑ: Καπετάν Γιώργης Σαμιωτάκης: καπετάνιος ειδικών αποστολών!
Γράφουν οι Φώτης Καρλής, Αντώνης Λαζαρής και Γιώργος Τόγιας
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ "ΖΟΥΓΚΛΑ". ΠΡΩΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ 24 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2013
Η αποστολή του επιβατηγού/οχηματαγωγού "Viscountess M" υπό την κωδική ονομασία "Χρυσόμαλλο Δέρας" στο μακρινό Σοχούμι της Αμπχαζίας της Γεωργίας ΈΓΙΝΕ τον Αύγουστο του 1993. Το πλοίο έφθασε στο φλεγόμενο Σοχούμι για να παραλάβει 1500 Ελληνοπόντιους που είχαν εγκλωβιστεί στην περιοχή εξαιτίας του εμφυλίου πολέμου ανάμεσα στον Γεωργιανό στρατό και τους Αμπχαζίους αυτονομιστές. Καπετάνιος ήταν ο Γιώργης Σαμιωτάκης από την Άνδρο.
Ανήμερα της Παναγίας τον Αύγουστο του 1993 το πλοίο ξεκίνησε το ταξίδι επιστροφής στην Ελλάδα. Το τέλος εποχής της ελληνικής κοινότητας του Σοχούμι. Εβδομήντα χρόνια μετά τον ξεριζωμό τους από την Τουρκία το 1922, ένας δεύτερος ξεριζωμός ερχόταν ξανά για τους Ελληνοπόντιους της Γεωργίας. Το "Viscountess M" έφερε σε πέρας με απόλυτη επιτυχία το σχέδιο επαναπατρισμού των ομογενών. Το σχέδιο αυτό έφερε το συμβολικό όνομα «Χρυσόμαλλον Δέρας».
Οι φωτογραφίες των ανθρώπων που εγκαταλείπουν την πατρίδα τους είναι συγκλονιστικές. Άνδρες, γυναίκες, παιδιά, μωρά. Μια τελεία που μπήκε οριστικά σε μια όμορφη Ιστορία που κράτησε αιώνες. Μια Ιστορία με ένα θλιβερό τέλος. Κανείς δεν ξέρει αν οι άνθρωποι αυτοί βρήκαν τελικά την Ιθάκη τους στη μητέρα-Ελλάδα. Μακάρι να τα κατάφεραν. Σίγουρα, όμως, οι περισσότεροι από τους 1500 τελευταίους Ακρίτες που επιβιβάστηκαν στο "Viscountess M" συνάντησαν μια χώρα που τους υποσχέθηκε πολλά και τους πρόσφερε λίγα.
Ένα μήνα μετά την αναχώρηση του "Viscountess M", στο Σοχούμι εισήλθαν οι Αμπχαζιανοί αντάρτες και η κατάσταση έγινε απελπιστική για όσους δεν έφυγαν από την πόλη. Ας κρατήσουμε στη μνήμη την εικόνα του καπετάν-Γιώργη να κρατά ένα μικρό μωρό, την εικόνα των παιδιών που περνούν από τον έλεγχο των διαβατηρίων, το βλέμμα της γυναίκας που αφήνει μια ζωή πίσω της για να αναμετρηθεί με το άγνωστο.
Για το σχέδιο αυτό έχουν γραφτεί πολλά στα ελληνικά και στα ευρωπαϊκά ΜΜΕ. Εμείς εδώ θα προσπαθήσουμε να κάνουμε ένα μικρό αφιέρωμα στον καπετάν-Γιώργο Σαμιωτάκη, τον καπετάνιο του "Viscountess M" σε εκείνο το αλησμόνητο ταξίδι μέχρι το μακρινό Σοχούμι της Γεωργίας.
Επισκεφτήκαμε τον καπετάν-Γιώργη στη Χώρα της Άνδρου για να μας μιλήσει για αυτήν την σύγχρονη Αργοναυτική Εκστρατεία που έλαβε μέρος, αλλά και για τα υπόλοιπα θαλασσινά του ταξίδια. Είχαμε τη χαρά να ακούσουμε έναν από τους πιο έμπειρους και πιο «μπαρουτοκαπνισμένους» καπετάνιους της Ναυτιλίας μας. Έναν καπετάνιο, ο οποίος παρά τα σπουδαία και μεγάλα που κατάφερε στη ζωή του, παρέμεινε ταπεινός και σεμνός. Για τον άνθρωπο αυτόν θα ακούσεις από όλους να λέγονται τα καλύτερα λόγια.
Ο Καπετάν-Γιώργης Σαμιωτάκης
Ο καπετάν-Γιώργης Σαμιωτάκης γεννήθηκε το 1938 στις Στενιές της Άνδρου. Η γυναίκα του είναι από το Αλλαδινού της Άνδρου. Απέκτησαν δύο κόρες και τώρα έχουν τρεις εγγόνες, όπως μας είπε πανευτυχής ο καπετάν-Γιώργης. Ο πατέρας του είχε καΐκια, ήταν καϊκιέρης. Το Δημοτικό το έβγαλε στις Στενιές και το Γυμνάσιο στη Χώρα.
Για τους νέους εκείνης της εποχής η μόνη διέξοδος ήταν η θάλασσα. Από τα 120 παιδιά που φοιτούσαν πολύ λίγοι ήταν αυτοί που σπούδαζαν, ενώ οι περισσότεροι επέλεγαν το δρόμο της θάλασσας. Με τόσους πλοιοκτήτες και με τόσους ναυτικούς δίκαια η ναυτομάνα Άνδρος αποκαλείται συχνά «Μικρά Αγγλία. Μετά το Γυμνάσιο ήθελε να πάει στου Αρχιμήδη για να γίνει μηχανικός. Όμως, μετά το Γυμνάσιο δούλεψε και αυτός στα καΐκια.
Θυμόταν ένα καΐκι που το μετασκεύασαν καθ' ολοκληρία στα Γυάλια, κάτω από τις Στενιές. Το όνομα του ήταν «Αγία Ειρήνη» και έφερε το όνομα της μητέρας του. Στη θάλασσα το έριξαν κάπου στα 1947-1948. Ο πατέρας του λεγόταν Κωνσταντίνος. Μετέφεραν με αυτό κυρίως ζωοτροφές, αλλά και τρόφιμα. Όλες οι μεταφορές γινόταν τότε με καΐκια. Ταξίδευαν για Βόλο, Θεσσαλονίκη, αλλά και σε όλο το Αιγαίο. Μετά έφτιαξαν και δεύτερο καΐκι και πάλι στα Γυάλια. Αυτό το έκοψαν στη μέση και το μεγάλωσαν κατά δύο μέτρα. Στον Άγιο Νικόλαο στο Νειμποριό έφτιαξαν και άλλα καΐκια. Όταν, όμως, μπήκε το πρώτο ferry άρχισαν να λιγοστεύουν τα καΐκια. Το πρώτο ferry δρομολογήθηκε στην Άνδρο ήταν το «Έλενα Π» του Παγουλάτου, το 1965.
Οι 'Ελληνες στο λιμάνι Σοχούμι της Αμπχαζίας
Στα φορτηγά
Για μερικά χρόνια ταξίδεψε με τα καΐκια του πατέρα του. Κάποια στιγμή αποφάσισαν να αγοράσουν ένα μικρό φορτηγό. Το σχέδιο, όμως, αυτό δεν πραγματοποιήθηκε και τότε έφυγε να μπαρκάρει με τα φορτηγά.
Στα φορτηγά έκανε με τις εταιρείες «ΑΝΔΡΙΑΚΗ» του ΓΟΥΛΑΝΔΡΗ, την εταιρεία του ΠΑΛΑΙΟΚΡΑΣΑ και την εταιρεία του ΒΟΓΙΑΤΖΙΔΗ. Σε όλες τις εταιρείες έμεινε πολύ ευχαριστημένος. Τα μπάρκα που έκανε ήταν μεγάλα και κρατούσαν δύο και τρία χρόνια. Τα μεγάλα μακρινά μπάρκα του στερούσαν την οικογένειά του. Απέκτησε δύο κόρες, τις οποίες στερήθηκε όσο ήταν μικρές.
Στην Ακτοπλοΐα και το "Golden Vergina"
Και κάπου εκεί αποφασίζει να κάνει το μεγάλο βήμα και να έρθει στην Ακτοπλοΐα. Στα 1984 αφήνει τα ποντοπόρα και ξεκινά τα ταξίδια του με τα ποστάλια. Μα ανέφερε χαρακτηριστικά ότι «στην Ακτοπλοΐα τα πράγματα ήταν πιο ευχάριστα και πιο εύκολα σε σχέση με τα φορτηγά. Εδώ ένιωθες σαν πιλότος και δεν είχες τοι φόρτο εργασίας που είχες τότε στα φορτηγά».
Σαράντα πέντε ετών (1983) ήταν, ήδη, συμπληρωμένος με την υπηρεσία. Όμως, τότε ήταν που ξεκίνησε μια δεύτερη καριέρα. Τον Μάιο του 1984 έρχεται, λοιπόν, στο "Golden Vergina", το μετέπειτα «Εξπρές Σαμίνα», για να ταξιδέψει ως ύπαρχος με καπετάνιο τον αδελφό του, τον καπετάν-Τάκη το Σαμιωτάκη. Ο αδελφός του ήταν βέρος ακτοπλόος και ήταν εκείνος που τον παρότρυνε να έρθει στα ποστάλια. Και έτσι βρέθηκαν να ταξιδεύουν μαζί στο «Golden Vegina". Το «Golden Vergina" ανήκε τότε στους Καρρά-Καραφωτιά-Καρααηλία (η εταιρεία με τα «Τρία Κ»). Το πλοίο ταξίδευε στη γραμμή από Ραφήνα για Άνδρο-Τήνο-Μύκονο. Ο ανταγωνισμός ήταν μεγάλος στη γραμμή, κυρίως με το «Χρυσή Άμμος ΙΙ» (το λευκό) που είχε καπετάνιο τον καπετάν-Κώστα το Τζώρτζη.
Ο καπετάν-Γιώργης θυμάται: «Όταν πήγαμε να φύγουμε μια μέρα από το Γαύριο μας έκλεισε το «Χρυσή Άμμος ΙΙ» και αναγκαστήκαμε να «χώσουμε» το καράβι στην άμμο για να μην χτυπήσουμε τους επιβάτες. Οι μηχανικοί έπρεπε να σβήσουν τις μηχανές, αυτοί όμως τις δούλεψαν και πήραν άμμο. Όλο το βάρος πήγε τότε στην ασφάλεια του Πολέμη. Το πλοίο πληρώθηκε καλά και για τα διαφυγόντα κέρδη από την μη εκτέλεση των δρομολογίων. Όμως, ο πλοιοκτήτης αποφάσισε τότε να βγάλει το πλοίο από τη γραμμή. Και, τελικά, το "Golden Vergina" το δέσαμε στην Δραπετσώνα».
Οι Έλληνες της Αμπχαζίας πριν ξεριζωθούν
Στο «Νήσος Άνδρος»
«Στη Δραπετσώνα είδαμε τότε ένα βαπόρι που ήταν δεμένο. Το βαπόρι ήταν το μετέπειτα «Νήσος Άνδρος», πρώην «Άννα» και μετέπειτα «Μαρμάρι Ι». Εκείνη τη εποχή οι φορτηγατζήδες είχαν δέσει τα βαπόρια του Πολέμη εξαιτίας του ναυαγίου του «Χρυσή Αυγή και υπήρχε μεγάλη ανάγκη για πλοίο στη γραμμή της Άνδρου. Το «Άννα» ανήκε στην εταιρεία PYRGI SHIPPING COMPANY των Ντούλη-Κωστάντζου, από την Χίο. Τελικά, το «Άννα»» το φέραμε και το φτιάξαμε στη Ραφήνα σε ποστάλι.
Το πλοίο είχε σημαία Ονδούρας και νηολόγιο στο λιμάνι του San Lorenzo. Η αλλαγή σημαίας πραγματοποιήθηκε στο Γαύριο. Στο «Νήσος Άνδρος» καπετάνιος ήταν αρχικά ο αδελφός του, ο καπετάν-Τάκης Σαμιωτάκης, ύπαρχος ο καπετάν-Γιώργης και ανθυποπλοίαρχος ο καπετάν-Σιδερής Μαμίδης. Στη συνέχεια καπετάνιος έπιασε ο καπετάν-Γιώργης. Το 1986 το πλοίο πουλήθηκε και το παρέδωσα στον Γιώργη το Γούτο, ο οποίος το μετονόμασε σε «Μαρμάρι Ι».
Στο «Θεοσκέπαστη»
«Μετά θα πάω στο «Θεοσκέπαστη», ως ύπαρχος, με καπετάνιο τον καπετάν-Τάκη Σαμιωτάκη. Το καράβι αυτό ήταν πολύ καλό, φιλανδέζικο. Είχε μέσα σινεμά, κουρεία, μπουζούκια στο σαλόνι.
Καπετάνιος ήταν ο καπετάν-Τάκης Σαμιωτάκης. Κάναμε το απογευματινό δρομολόγιο. Από αυτήν την περίοδο υπάρχουν μοναδικά περιστατικά στη Μύκονο με τον αδελφό μου και τον καπετάν-Κώστα Τζώρτζη». Το 1988 η φωτιά κατέστρεψε το πλοίο και το πλοίο έκλεισε τον κύκλο ζωής του. Το κενό του στη Ραφήνα το κάλυψε το «Μπάρι Εξπρές», στο οποίο έπειτα από έξι χρόνια έμελλε να πιάσει ο ίδιος καπετάνιος.
Ο Έλληνας επικεφαλής της στρατιωτικής επιχείρησης στο Σοχούμι
Στην MARLINES του Μαραγκόπουλου
Μετά την φωτιά του «Θεοσκέπαστη» πήγε στην εταιρεία του κ. Μαραγκόπουλου, την MARLINES.
Ο καπετάν-Γιώργης θυμάται: «Στον Μαραγκόπουλο ξεκίνησα με το "Princess M".Στην Ελλάδα έφερα το "Viscountess M" και το "Crown M" από τη Νορβηγία. Αυτά τα πλοία ήταν τα πιο όμορφα πλοία της Αδριατικής. Ταξιδεύαμε, κυρίως, στις γραμμές από Πάτρα για Ηγουμενίτσα-Ανκώνα και από Ανκόνα για Πάτρα-Ηράκλειο-Κουσάντασι. Η γραμμή για Κουσάντασι δούλευε πολύ καλά. Μεταφέραμε, κυρίως, Τούρκους μετανάστες που κατέβαιναν από την Γερμανία. Κατεβάζαμε, όμως, και τουρίστες στο Ηράκλειο. Μετά την ολοκλήρωση της ΕΓΝΑΤΙΑΣ ΟΔΟΥ άλλαξαν τα δεδομένα και η κίνηση της γραμμής μειώθηκε.
Συχνά προέκυπταν, όμως, και έκτακτα δρομολόγια με ναυλώσεις σε γραμμές του εξωτερικού. Κάποια εποχή ένα πλοίο του Μαραγκόπουλου ήταν ναυλωμένο σε γραμμή από την Ιταλία για την Μάλτα. Στον Μαραγκόπουλο παρέμεινα συνολικά έξι χρόνια και έμεινα πολύ ευχαριστημένος από τον ίδιο και την εταιρεία.
Στο "Baroness M": «Μακελειό στο πέλαγος»
To 1990 πήγε στο "Baroness M", το οποία ο ίδιος αποκαλεί και «Βαρώνη». Τον Φεβρουάριο του 1990, κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού από τη Λάρνακα για το Jounieh (λιμάνι κοντά στη Βηρυττό) του Λιβάνου, δέχθηκε επίθεση με τορπίλες από συριάνικη τορπιλάκατο. O καπετάν-Γιώργης αφηγείται: «Την πιο μεγάλη περιπέτεια την έζησα με το "Baroness M" στο Λίβανο το 1990. Mε το πλοίο αυτό κάναμε δρομολόγια από την Λάρνακα της Κύπρου στο Jounieh του Λιβάνου (λιμάνι κοντά στη Βηρυττό) μέσα στον εμφύλιο του Λιβάνου.
Το πλοίο ήταν ναυλωμένο από έναν Λιβανέζο για τη μεταφορά προσφύγων. Είχαμε φύγει από τη Λάρνακα και βρισκόμασταν 30 μίλια από το Jounieh όταν ξαφνικά δεχτήκαμε επίθεση από μια συριάνικη πυραυλάκατος. Το πλοίο της Συρίας μας έριξε 24 ρουκέτες με απολογισμό 20 τραυματίες και έναν νεκρό.
Οι ρουκέτες χτύπησαν τα σαλόνια. Κατέστρεψαν, μεταξύ άλλων, και τα τιμόνια. Γυρίσαμε πίσω στη Λάρνακα και μείναμε στη ράδα. Στο πλοίο θα γινόταν κατάσχεση λόγω αδυναμίας εκτέλεσης δρομολογίων. Αναγκαστήκαμε να πάρουμε νύχτα το βαπόρι και να φύγουμε. Με τα φώτα σβηστά το βαπόρι αναχώρησε και βγήκε στα Διεθνή 'Υδατα. Ήταν ένα βαπόρι γρήγορο που πήγαινε ακόμα και με 22 μίλια την ώρα
Παραλαβή του "Crown M"
«Το 1991 πaρέλαβα το "Crown M" από την Νορβηγία. Αυτό ήταν το πιο όμορφο πλοίο από όλα. Δεν έμεινα, όμως, πολύ σ' αυτό το πλοίο και συνέχισα στο "Duchess M".
Στο "Viscountess M"
Το 1992 παρέλαβα το "Viscountess M", την «Υποκόμισσα», που ταξίδευε στη γραμμή από τη Σκωτία για την Ιρλαδία. Πριν την παράδοση παρέμεινα στο πλοίο ένα μήνα. Στο εξωτερικό οι αξιωματικοί της γέφυρας άλλαζαν κάθε πέντε ημέρες. Κάθε σύγκριση με εδώ είναι περιττή Το πλοίο ταξίδεψε στην γραμμή από Πάτρα για Ηγουμενίτσα-Ανκώνα.
"Viscountess M": Το πλοίο της ελπίδας
Το πλοίο του καπετάν Γιώργη Σαμιωτάκη αποβιβάζει τους Έλληνες της Αμπχαζίας στην Αλεξανδούπολη
Ο καπετάν-Γιώργης αφηγείται: «Με πήρε τηλέφωνο ο Μαραγκόπουλος να πάω σε μια αποστολή. Μου είπαν να πάω το καράβι στον Πειραιά. Η αποστολή ήταν το σχέδιο «ΧΡΥΣΟΜΑΛΛΟΝ ΔΕΡΑΣ» για τον επαναπατρισμό των Ελληνοποντίων που είχαν εγκλωβιστεί στο Σοχούμι. Το "Viscountess M" είχε κυπριακή σημαία και δεν μπορούσε να περάσει τα Στενά της Τουρκίας. Κάναμε καμουφλαζ στο όνομα του νηολογίου και αντί για «LIMASSOL» βάλαμε «PIRAEUS». Το βαπόρι ξεκίνησε από τον Πειραιά. Μαζί με το πλήρωμα υπήρχαν και αξιωματικοί του στρατού για πλήρωμα.
Στο ταξίδι πιο πολύ φοβήθηκα τα στενά της Τουρκίας. Όταν πέρασα τα στενά πήγαινα για το Σοχούμι της Γεωργίας. Με είχαν συμβουλέψει να πάω πιο βόρεια γιατί πιο κάτω χτυπούν οι αντάρτες. Στο ταξίδι με σταμάτησε μια πυραυλάκατος στο πέλαγος και ανέβηκαν επάνω. Ήξεραν, όμως, για ποια δουλειά πήγαινα και με άφησαν. Όταν φθάσαμε στο Σοχούμι γινόταν χαμός. Τους πρόσφυγες τους είχαν διώξει από μακριά. Γινόταν φασαρίες. Ζήτησα να πάω να δω τα ελληνικά σπίτια. Μου έδωσαν ένα στρατιώτη για συνοδεία. Τα πάντα είχαν λεηλατηθεί.
Η υφυπουργός Εξωτερικών Βιργινία Τσουδερού
Ο εμφύλιος διεξαγόταν ανάμεσα σε Αμπχάζιους και Γεωργιανούς. Αλλά υπήρχαν και αρκετοί Ρώσοι. Ένας Έλληνας δημοσιογράφος της Γερμανίας κινηματογραφούσε σε όλη τη διάρκεια του ταξιδιού και αποτύπωσε μοναδικές στιγμές από ετούτο το ταξίδι. Η ταινία που προέκυψε είχε μεγάλη διάρκεια. Την επιχείρηση «ΧΡΥΣΟΜΑΛΛΟΝ ΔΕΡΑΣ» εμπνεύστηκε η υφυπουργός Εξωτερικών κ. Βιργινία Τσουδερού. Η διοργάνωση της συντονίστηκε από τον ναύαρχο Βασίλειο Ντερτιλή.
Από το Σοχούμι αναχωρήσαμε τη μέρα της Παναγίας, στις 15 Αυγούστου 1993. Του πρόσφυγες κανονικά θα τους αποβιβάζαμε στην Αλεξανδρούπολη, την Καβάλα και το Βόλο. Αλλά μιας και είχαμε καθυστερήσει και είχαμε προγραμματισμένο δρομολόγιο για την Ιταλία, τους αποβιβάσαμε όλους στην Αλεξανδρούπολη. Η γυναίκα του καπετάν-Γιώργη ανέφερε χαρακτηριστικά για εκείνο το ταξίδι: «Μαύρη Παναγία περάσαμε εκείνη την ημέρα. Αλλά, ευτυχώς, όλα πήγαν καλά».
Επιστροφή στη Ραφήνα
Μετά τον Μαραγκόπουλο γύρισε στη Ραφήνα στο «Καπετάν-Αλέξανδρος Α» για 8 μήνες και στην συνέχεια αντικαταστάθηκε από τον καπετάν-Γιώργο Μπαφαλούκο. Το πλοίο έκανε δρομολόγια από Ραφήνα για Σύρο-Πάρο-Νάξο-Δονούσα-Σχινούσα-Κουφονήσι-Αιγιάλη-Κατάπολα.
Μετά τον «Καπετάν Αλέξανδρο Α» ξαναγύρισε στον Μαραγκόπουλο. Αμέσως μετά σκαντζάρισε για λίγο τον καπετάν-Γεράσιμο Γιακουμίδη στο «Πηνελόπη Α» όταν πήγε στην Πλοηγική Υπηρεσία της Καβάλας. Έκανε για λίγο και στο οχηματαγωγό «Μύκονος ΙΙ».
Στο «Μπάρι Εξπρές»
Το 1994 πήγε καπετάνιος στο «Μπάρι Εξπρές» του Γιώργου του Βεντούρη. Στο «Μπάρι Εξπρές» θα μείνει μέχρι τον Μάϊο του 1998 όταν και βγήγε στη σύνταξη. Εδώ θα δεθεί πολύ και με το πλήρωμα και με το πλοίο.
Μας αφηγείται: «Είχαμε δέσει με το πλοίο του Μαραγκόπουλου όταν μου έγινε η πρόταση από την εταιρεία του Γιώργου του Βεντούρη. Την αποδέχτηκα αφού προτιμούσα να έρθω προς τα μέρη της Ραφήνας και της Άνδρου. Παρέλαβα από τον καπετάν-Χριστόφορο Κοτσαμπά. Πιο πριν καπετάνιος ήταν ο καπετάν-Μιχάλης Δεναξάς. Από την αρχή του πήρα τα ηνία και δεν με δυσκόλεψε παρά το γεγονός ότι είχε μπαταριστές μηχανές. Κατάφερα να το δαμάσω το πλοίο αυτό. Το πλοίο ήταν πολύ δύσκολο βαπόρι. Έπρεπε να κάνεις «κράτει» τη μία μηχανή, να μηδενίσει για να μπορέσει να γυρίσει το καράβι. Ήμουν αγαπητός στο πλήρωμά και η θητεία ήταν πολύ καλή. Το στέκι μας ήταν στη Μύκονο, όπου διανυκτερεύαμε κάθε βράδυ. Στην Μύκονο το βαπόρι το γύριζα και πήγαινα με την πρύμη, μια μανούβρα που οι ντόπιοι την αποκαλούσαν χαρακτηριστικά «μανούβρα αλά Σαμιωτάκη». Στη Τήνο το πήγαινα με την πρύμη.
Όταν έφυγα παρέδωσα στον ύπαρχο τον καπετάν-Γιάννη Λαζάρου. Τον καπετάν-Νίκο Πανουργιά, τον οποίο τον είχα μαζί μου όλα τα χρόνια στο «Μπάρι Εξπρές», τον έχω σαν παιδί μου. Πρότεινα το πλοίο αυτό να το κάνουν μουσείο για να εκπαιδεύονται οι νέοι ναυτικοί».
Με το μικρό αυτό αφιέρωμα κάναμε απλά μια μικρή εισαγωγή στο θέμα «Καπετάν-Γιώργης Σαμιωτάκης». Τούτο, όμως, το εγχείρημα είναι πραγματικά αδύνατο να πραγματοποιηθεί μέσα από δύο σύντομες συναντήσεις που είχαμε μαζί του στην Άνδρο. Το μόνο που, ίσως, καταφέραμε ήταν να δώσουμε απλά και μόνο κάποιες μικρές πινελιές. Κάποιες πινελιές μιας μεγάλης θαλασσινής περιπέτειες, μιας ζωής γεμάτης αλμύρα, αλλά και μιας Ακτοπλοΐας που, πλέον, δεν υπάρχει.