100 χρόνια από την Καταστροφή: Η Σοφία από την Σμύρνη...
Της ΔΑΝΑΗΣ Α. ΜΠΑΣΑΝΤΗ
Σμύρνη. Έλληνες περιμένουν να επιβιβαστούν στα πλοία που θα τους μεταφέρουν στην Ελλάδα © Topical Press Agency/Getty Images Πηγή: www.lifo.gr
(Η Άνδρος και Ραφήνα όπως και πολλά άλλα μέρη της Ελλάδας δέχθηκαν πρόσφυγές από την Μικρά Ασία. Η Άνδρος είχε σχέσεις με την Σμύρνη μέχρι το 1914. Τότε με το ξέσπασμα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου σταμάτησε το δρομολόγιο του πλοίου που συνέδεε την Χώρα με την Σμύρνη. Το 1922 έφτασαν και στην Άνδρο πρόσφυγες από την Σμύρνη και ίδρυσαν τον Συνοικισμό στο Νειμποριό. Έφτασαν και στη Ραφήνα από την Τρίγλια και τον Βουτζά του Ελλησπόντου με τα πλοία του εφοπλιστή Καβουνίδη, που ήταν και ο ίδιος από την περιοχή. Οι πρόσφυγες που επέζησαν της Μικρασιατικής καταστροφής και κουβάλησαν ιστορίες και ρίζες που χάνονται στο διάβα των αιώνων. Οι αφηγήσεις τους μας ταξιδεύουν μέχρι σήμερα σε τόπους μακρινούς, αναβλύζουν καημούς, και ξυπνούν συναισθήματα μέσα από τα τραγούδια και τους παραδοσιακούς χορούς τους. Είναι ο παππούς ή η γιαγιά μας, ο γείτονας κι ο φίλος από τη Μικρά Ασία. Είναι πλέον κομμάτι του πολιτισμού και της ταυτότητας μας όπως έχει διαμορφωθεί μέσα στα χρόνια από τη συλλογική μας μνήμη. Εφέτος που τιμούμε τα 100 χρόνια από την Καταστροφή μέσα σε ένα τόσο φορτισμένο κλίμα ας στρέψουμε για λίγο τη μνήμη μας σε αυτούς και στην ιστορία τους, που είναι και δική μας ιστορία - ΔΑΝΑΗ Α. ΜΠΑΣΑΝΤΗ)
Φωτογραφία μεταπολεμική της Άνδρου Χώρας. Κάτω διακρίνονται μερικά σπίτια του Συνοικισμού των προσφύγων.
Η επιβλητική αίθουσα υποδοχής με το μαρμάρινο δάπεδο και τις δαντελωτές κουρτίνες αναδείκνυε την πολυτέλεια του νεοκλασικού κτηρίου. Όμως εκεί που άλλοτε ευκατάστατοι κύριοι και κυρίες έπιναν το απογευματινό τους ρόφημα και απολάμβαναν το καθαρό αέρα της εξοχικής Κηφισιάς, σήμερα άνθρωποι αιμόφυρτοι και βαριά τραυματισμένοι στοιβάζονταν σε σιδερένιες κλίνες και ράντσα. Ιατροί, νοσηλεύτριες και εθελοντές έδιναν τη δική τους μάχη με το χρόνο για να διασώσουν και να θεραπεύσουν τα θύματα του πολέμου. Το ξενοδοχείο Πεντελικόν είχε μετατραπεί σε νοσοκομείο για τους πληγέντες του Αλβανικού μετώπου.
Η Σοφία έβγαλε ένα βαμβάκι ποτισμένο οινόπνευμα από τη λευκή ποδιά της. Τα φουντωτά καστανοκόκκινα μαλλιά της ήταν δεμένα ψηλά πίσω από το λευκό καπελάκι με το κόκκινο σταυρό. Σκυμμένη πάνω από το ράντσο καθάριζε με επιμέλεια την πληγή του λαβωμένου στρατιώτη.
«Αχ!» ξέφυγε από τον τραυματία ένα βογκητό πόνου, καθώς το βαμβάκι ακούμπησε στη ανοιχτή πληγή.
«Το ξέρω ότι πονάει!» είπε μαλακά η Σοφία, «αλλά αν δεν σε καθαρίσω καλά υπάρχει κίνδυνος να μολυνθείς. Πως σε λένε;»
Ο στρατιώτης έβγαλε άλλο ένα δυνατό βογκητό και αναστέναξε.
«Από πού είσαι;» τον ρώτησε ξανά η Σοφία.
«Είμαι από ένα μικρό ορεινό χωριό, λίγο έξω από τη Τρίπολη.» της αποκρίθηκε η βραχνή φωνή του άνδρα.
«Εκεί μεγάλωσες;» επέμεινε εκείνη.
«Ναι.» μουρμούρισε αυτός και ύστερα πρόσθεσε, «Εσύ από εδώ είσαι;»
Τώρα ήταν η σειρά της Σοφίας να αναστενάξει.
«Όχι.» ξεφύσησε, «Η οικογένεια μου ήρθε από τη Σμύρνη μετά τη καταστροφή, το 1922.»
Ο άνδρας σιώπησε. Η Σοφία πήρε μια γάζα και πίεσε την πληγή για να σταματήσει την αιμορραγία.
«Τώρα θα σε ράψω, κάνε λίγη υπομονή.» του ψιθύρισε.
«Πως σε λένε;» την ρώτησε γυρνώντας το κεφάλι του στο πλάι για να τη δει καλύτερα.
«Σοφία.»
«Σοφία πες μου για την οικογένεια σου. Πως ήρθατε από τη Σμύρνη;»
Πρόσφυγες σε πλοίο στη θάλασσα. Διακρίνεται το όνομα του πλοίου "ΑΝΔΡΕΑΣ-ΣΠΕΤΣΑΙ". Πηγή: Ψηφιακό Αρχείο ΕΡΤ
Η νεαρή γυναίκα πήρε μια βαθιά ανάσα σαν να έκανε μακροβούτι στη θάλασσα των παιδικών αναμνήσεων.
«Ήμουν μόλις οχτώ χρονών τότε.
Ο ελληνικός στρατός υποχωρούσε προς τη χερσόνησο της Ερυθραίας, το μέτωπο είχε καταρρεύσει. Το Α’ και το Β’ σώμα στρατού κατέφθαναν στο λιμάνι του Τσεσμέ και επιβιβάζονταν πανικόβλητοι στα πλοία με προορισμό τη Χίο. Έφευγαν άρον άρον και άφηναν πίσω τους τον ελληνικό πληθυσμό έρμαιο στους Τσέτες.
Θυμάμαι ένας γείτονας ειδοποίησε τη γιαγιά μου πως μπήκαν οι Τσέτες στο Τσεσμέ. Πιστεύαμε ότι θα είμαστε πιο ασφαλείς στη Σμύρνη και φύγαμε κρυφά με ότι προλάβαμε να ρίξουμε στις τσέπες μας.
Δεν θα ξεχάσω πότε μου εκείνη τη διαδρομή. Βαδίζαμε για ώρες ατέλειωτες. Η μάνα μου με το χρονιάρικο αδερφό μου στην αγκαλιά δεν λύγισε ούτε μια στιγμή. Εγώ ακολουθούσα πίσω από τις δύο μεγαλύτερες αδερφές μου.
Καθώς προχωρούσαμε κι άλλοι Έλληνες διωγμένοι, φυγάδες και ξεριζωμένες οικογένειες συμπορεύονταν μαζί μας προς τη Σμύρνη. Η πορεία μας ατέλειωτη, εξαντλητική. Όσα αντίκρισα τότε με τα παιδικά μου μάτια με στοιχειώνουν ακόμα. Τα πόδια μου πονούσαν όμως δεν τόλμησα να παραπονεθώ ώσπου άρχισε να σουρουπώνει.
Για τη νύχτα βρήκαμε καταφύγιο σ’ ένα πέτρινο εκκλησάκι του Αγίου Σπυρίδωνα.
Μόλις μπήκαμε στο εκκλησάκι, ταραχτήκαμε από το χαλασμό που αντικρίσαμε. Το ξύλινο τέμπλο ήταν σπασμένο, τα καντήλια θρυμματισμένα στο πάτωμα και οι εικόνες κατεστραμμένες. Σαν να είχε περάσει κοπάδι άγριων θηρίων μέσα από τον ιερό χώρο και είχε ισοπεδώσει τα πάντα στο πέρασμα του.
Ξάφνου ακούστηκαν από έξω σπαρακτικές στριγκλιές, φωνές άγριες και κλάματα. Βαριά βήματα και σουρσίματα στο χώμα. Η μάνα μου, μας έγνεψε να μην βγάλουμε άχνα. Κουρνιάσαμε όλες δίπλα στην Αγία Τράπεζα του ιερού. Ακόμα και ο μικρός μου αδερφός φώλιασε στο κόρφο της μαμάς μας και δεν κουνήθηκε.
Η πόρτα του ναού άνοιξε με πάταγο. Στο αχνό φως της δύσης διέκρινα τρεις οπλισμένες ανδρικές σκιές, οι λάμες τους άστραφταν και έσταζαν αίμα. Για μια στιγμή έπαψα να αναπνέω. Φοβήθηκα μην μας προδώσει η εκπνοή μου. Οι Τσέτες κοίταξαν τριγύρω, μα σαν από θαύμα δεν μας είδαν. Έκλεισαν την πόρτα και έφυγαν. Μείναμε έτσι ασάλευτές, σφιχταγκαλιασμένες στο μαρμάρινο δάπεδο μέχρι το ξημέρωμα.
Με το πρώτο φως της αυγής συνεχίσαμε τη πορεία μας. Όταν έπεφτε πια η νύχτα μπήκαμε στην Σμύρνη. Κρυφτήκαμε στο στάβλο ενός Τούρκου, παλιού φίλου της οικογένειας μας. Μαζί μας ήταν κι άλλοι έλληνες. Τρέμαμε μη μας αντιληφθούν οι Τσέτες. Αυτοί οι άπληστοι είχαν ήδη καταφτάσει στην πόλη από την προηγούμενη και όλο το βράδυ επιδίδονταν σε λεηλασίες και ωμότητες κατά των ελλήνων και των χριστιανών.
Πρόσφυγες από Μικρά Ασία κατά την άφιξη τους στον Πειραιά. Πηγή: Ψηφιακό Αρχείο ΕΡΤ
Το πρωί κατεβήκαμε στο λιμάνι. Πρόσφυγες από όλες τις γύρω περιοχές είχαν κατακλείσει τον παραλιακό δρόμο και προσπαθούσαν να σπάσουν την γραμμή των Τούρκων στρατιωτών. Εκείνοι ζωσμένοι με όπλα, παρατεταγμένοι εφ’ ενός ζυγού παράλληλα στο λιμάνι, μας εμπόδιζαν να πλησιάσουμε στα πλοία.
Για ώρες παραμέναμε στρυμωγμένοι ανάμεσα στο κατατρεγμένο όχλο, όρθιοι με τον ήλιο να καίει πάνω από τα κεφάλια μας. Μετά από πολλές προσπάθειες έγινε ένα "ντου” και το πλήθος ξεχύθηκε στην προκυμαία. Με έσπρωχναν, αγκωνιές, κλωτσιές αλλά δεν ένιωθα τίποτα από την ταλαιπωρία. Έσφιγγα δυνατά το χέρι της μεγάλης αδερφής μου, τόσο που είχαν μουδιάσει τα δαχτυλάκια μου. Δεν με ένοιαζε όμως. Φοβόμουν τόσο μην χαθώ μέσα στην καταστροφή και τον πανικό που δεν θα άφηνα με τίποτα το χέρι της.
Πλησιάζοντας τη θάλασσα, αυτό που αντίκρισα μου έφερε σκοτοδίνη. Πτώματα ανδρών, γυναικών, παιδιών, πολλά από αυτά ακρωτηριασμένα, πλημύριζαν το νερό. Όσοι πιανόντουσαν από τα σχοινιά για να σκαρφαλώσουν σε πλοία Γάλλων ή Άγγλων απωθούνταν με βάναυσο τρόπο. Τους κατακρεουργούσαν και τους έριχναν στη θάλασσα. Πολλοί έπεφταν στη θάλασσα για να γλυτώσουν από τους Τσέτες. Πολλές υπερφορτωμένες βάρκες βούλιαζαν επιτόπου τραβώντας στο βυθό τους επιβάτες τους.
Μόνο κάποια Αμερικάνικα πλοία και ορισμένα Ελληνικά που έφεραν την Αμερικανική σημαία βοηθούσαν, πλησιάζοντας και μαζεύοντας κόσμο. Εγώ και οι αδερφές μου με τον μικρό στα χέρια ανεβήκαμε πρώτες τη σκάλα ενός Αμερικάνικου πλοίου.
Η μάνα μας πίσω δίσταζε να σκαρφαλώσει. Είχε πετρώσει σαν άγαλμα στη προκυμαία του λιμανιού, με το βλέμμα της καρφωμένο στο κύμα που πάφλαζε και στα άψυχα κορμιά που επέπλεαν. Δεν χωρούσε ο νους της τέτοια βαναυσότητα. Ένας νεαρός, Αμερικανός ναύτης παρατηρούσε από την κουπαστή τη σοκαρισμένη γυναίκα απέναντι. Τα μεγάλα πράσινα μάτια της άστραφταν καθώς κοιτούσαν αποσβολωμένα το κενό. Εγώ της φώναζα: «Μάνα έλα!» Χωρίς να το πολύ σκεφτεί ο ναύτης έδωσε ένα σάλτο από τη σκάλα, την πήρε στην αγκαλιά του και την ανέβασε στο πλοίο. Όταν η μητέρα βρέθηκε πια πλάι μου στο πλοίο μας πήρε στην αγκαλιά της και τον ευχαρίστησε.
Η περιοχή του Νειμποριού στις αρχές του 20ου αιώνα. Εκεί δημιουργήθηκε μετά το 1922 ο Συνοικισμός από τους πρόσφυγες.
Έτσι γλυτώσαμε και περάσαμε στη Μυτιλήνη…»
Βυθίστηκαν ξανά στη σιωπή. Η νεαρή γυναίκα έκοψε τη κλωστή. Τα ράμματα ήταν έτοιμα.
«Σοφία ευχαριστώ. Δεν πονάω τόσο πια.» είπε βραχνά ο στρατιώτης.
«Άμα κλείσει η πληγή πονάει λιγότερο.» του απάντησε η Σοφία «Θα δεις, θα επουλωθεί και δεν θα τη νιώθεις καν. Μόνο το χειμώνα με την υγρασία κάποιες φορές οι παλιές πληγές τραβάνε. Για να μας θυμίζουν τι κάναμε και ποιοι είμαστε.»
«Οι πληγές της ψυχής κλείνουν;» την ρώτησε.
«Ναι, κλείνουν… αλλά όπως και του σώματος κάποιες φορές τραβάνε. Ξεκουράσου τώρα.»
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η ιστορία αυτή είναι αληθινή. Η Σοφία ήταν αδερφή του παππού μου, πατέρα της μητέρας μου. Γεννήθηκε το 1914 και ήρθε το 1922 με την οικογένεια της από τη Σμύρνη. Μεγάλωσε στη Μυτιλήνη και το 1932 πήγε στην Αθήνα και σπούδασε νοσηλευτική στη σχολή του Ευαγγελισμού. Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου δούλευε στο Πεντελικόν, περιθάλποντας τραυματίες.