Η θέση της Ελλάδας στο ζήτημα της Κριμαίας
Του Χρήστου Οικονόμου
Η στάση της πατρίδας μας έναντι των εξελίξεων στην Ουκρανία διαμορφώνεται επί τη βάσει τριών στοιχείων (α) την ευρωπαϊκή θέση της Ελλάδας, (β) την παρουσία του ελληνισμού στον Εύξεινο Πόντο και (γ) την εθνική εξωτερική μας πολιτική.
(α) Σε ό,τι αφορά την ιδιότητα της χώρας μας ως μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπάρχει επηρεασμός της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής από την Κοινή Εξωτερική Πολιτική για την Άμυνα και την Ασφάλεια της Ε.Ε.
(β) Τα ιδιαίτερα εθνικά και γεωπολιτικά συμφέροντα της Ελλάδας στον Εύξεινο Πόντιο και την Κριμαία, που στη συγκεκριμένη περίπτωση εξειδικεύονται στην διαφύλαξη των δικαιωμάτων των Ελλήνων της περιοχής, συνιστούν αρκετά σημαντικό άξονα του γεωπολιτικού ρόλου της χώρας μας στην Ανατολική Μεσόγειο και κατ’ επέκταση τη Μαύρη Θάλασσα. Και τούτο, ανεξαρτήτως του ότι στο περιβάλλον του Ψυχρού Πολέμου δεν κατέστη εφικτό να διαθέσει η Ελλάδα σημαντικούς πολιτικούς και διπλωματικούς πόρους στα θέματα του Ποντιακού ελληνισμού.
(γ) Τα άλλα ανοιχτά ζητήματα του ελληνισμού στην ευρύτερη περιοχή, τα οποία εμμέσως επηρεάζονται από τις εξελίξεις στην Ουκρανία, αφορούν κυρίως στα ελληνοτουρκικά και το Κυπριακό, για λόγους που θα παρατεθούν στη συνέχεια.
Η Ελλάδα στο ουκρανικό ζήτημα, αρχικώς συμφώνησε με την ευρωπαϊκή θέση περί της «δημοκρατικής προτεραιότητας» της υπόθεσης. Η «γενικότητα» της θέσης δεν μπορεί να αποκρύψει πλήρως κάποιαν επιφυλακτικότητα της Αθήνας σχετικά με την δημοκρατική ουκρανική εξέγερση. Για δύο λόγους: Πρώτον, διότι και η Ελλάδα υφίσταται κριτική από τμήμα της παγκόσμιας κοινότητας, για τα «δημοκρατικά δικαιώματα» των μουσουλμάνων της Θράκης, και δεύτερον, διότι το δημοκρατικό αλλά εξόχως αποσταθεροποιητικό «ντόμινο», συνέχεια της λεγόμενης «αραβικής άνοιξης» στη Βόρεια Αφρική, πλησιάζει πλέον επικίνδυνα τα ανατολικά σύνορα της Ευρώπης.
Στη δεύτερη φάση, όταν η σημειώθηκε η «αποθράσυνση» της ουκρανικής εξέγερσης, με την αναστολή άρθρων του συντάγματος που παρείχαν εγγυήσεις για τη διαφύλαξη δικαιωμάτων εθνικών ομάδων που ζουν στη χώρα και βεβαίως και στην Κριμαία, (Ρώσων, Ελλήνων κλπ.), η Αθήνα περιήλθε σε δυσχερή θέση. Από τη θέση της προεδρεύουσας χώρας αποπειράθηκε να ισορροπήσει ανάμεσα στο «δημοκρατικό ουκρανικό πρόταγμα» και την προστασία των Ελλήνων της Κριμαίας. Και, επειδή πρόκειται για αντιφατικές μεταξύ τους θέσεις, απέτυχε!
Ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τη συνάρτηση του ουκρανικού ζητήματος με συμφέροντα της Ελλάδας στη Μαύρη Θάλασσα, αυτά διέρχονται υποχρεωτικά από τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και τον ρόλο που η Τουρκία διεκδικεί, ως ρυθμιστής διελεύσεων και γενικότερα πρόσβασης της Ρωσίας στη Μεσόγειο Θάλασσα.
Παρ’ ότι υφίστανται διεθνείς συνθήκες οι οποίες ρυθμίζουν τη ναυσιπλοΐα, τόσο στις διελεύσεις από τα στενά του Βοσπόρου και τα Δαρδανέλλια όσο και στο Αιγαίο Πέλαγος, η Τουρκία αξιοποιώντας άλλες μέριμνες του διεθνούς δικαίου (και κυρίως εκείνες που αφορούν στις διελεύσεις εμπορικών και πετρελαϊκών πλοίων αλλά και πολεμικού ναυτικού), λειτουργεί πιέζοντας ασφυκτικά τη Ρωσία, σε μια προσπάθεια να ελέγξει τα εμπορικά συμφέροντα της Μόσχας προς την Ευρώπη.
(Η πολιτική των αγωγών είναι στρατηγική επιλογή της Μόσχας. Ένα τμήμα της «πολιτικής των αγωγών», σχετίζεται, μάλιστα, με τον ρόλο της Ελλάδας ως σταθμό ευρύτερης σημασίας για τη διαδικασία διαμετακόμισης ρωσικών ενεργειακών προϊόντων προς τη Δύση. Αξίζει να εξηγηθεί εδώ ότι υπάρχει πρωτογενές ρωσικό ενδιαφέρον για τους αγωγούς που διέρχονται από ελληνικό έδαφος, τόσο διότι υπάρχει η βάσιμη εντύπωση ότι «από την ώρα που ένα ρωσικό προϊόν φτάσει στην Ελλάδα τελειώνουν τα προβλήματα», όσο και επειδή η χώρα μας θεωρείται από τη Μόσχα ως αξιόπιστος συνομιλητής, σε αντίθεση με την Τουρκία και κάποιες άλλες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης).
Παράλληλα, η Ελλάδα «συνδέεται» με την υπόθεση διά του Κυπριακού. Και τούτο, διότι υπάρχουν σημαντικές αναλογίες του εθνικού μας θέματος με το κριμαϊκό ζήτημα στις σημερινές συνθήκες του (εισβολή ξένων στρατευμάτων μονομερής ανακήρυξη του τουρκοκυπριακού τομέα παραβίαση διεθνών συνθηκών εγγύησης του στάτους μιας περιοχής ή μιας χώρας).
Τυχόν αναγνώριση της πολιτικής Πούτιν στην Κριμαία, θα επέτεινε τις ήδη περίπλοκες διαδικασίες για την εξεύρεση λύσης στο Κυπριακό, κάτι που δεν επιθυμεί η Αθήνα. Η οποία, ταυτοχρόνως οφείλει να υπερασπιστεί τα δικαιώματα των Ελλήνων της Κριμαίας.
(Η Κριμαία διαφοροποιείται του Κυπριακού κατά το ότι στο νησί δεν υπάρχουν παρά μόνο δύο εθνότητες, η ελληνοκυπριακή και η τουρκοκυπριακή, ενώ ο πληθυσμός της Κριμαίας έχει πολυεθνική σύνθεση. Δεύτερον, στην Κύπρο προβλέπουν οι διεθνείς συνθήκες ρόλο για εγγυήτριες δυνάμεις-χώρες, ενώ στην Κριμαία υποκαθίστανται από τις γενικές ρυθμίσεις του διεθνούς δικαίου. Αυτό το καθεστώς αναγνώρισης δικαιωμάτων είναι που αμφισβητήθηκε από την απόφαση του Κιέβου -μετά την αποχώρηση Γιανουκόβιτς- να αναστείλει ρυθμίσεις του ουκρανικού συντάγματος, που παρείχαν εγγυήσεις για τα δικαιώματα των κριμαϊκών πληθυσμών).
Μετά το δημοψήφισμα και την ανακήρυξη της αυτονομίας της Κριμαίας και τις συζητήσεις περί του μελλοντικού στάτους της Κριμαίας, η Αθήνα ορθώς συμφωνεί με τις συμβολικού χαρακτήρα κυρώσεις σε βάρος της Ρωσίας από την μεριά των δυτικών συμμάχων. Άλλωστε και οι εισηγητές συμβολικά μέτρα προτείνουν έχοντας αποδεχτεί ουσιαστικά την διπλωματία, αλλά και τα γεωπολιτικά δεδομένα.
(Βεβαίως η γενική θέση της Ελλάδας ανταποκρίνεται και στην ευρωπαϊκή θέση - αποφυγή πρακτικής τετελεσμένων διά των όπλων - μη θέλοντας να βρεθεί στη θέση να νομιμοποιήσει ότι αντιστοίχως συνέβη στη Κύπρο το 1974. Για τον ίδιο λόγο η Ελλάδα και αρκετά ευρωπαϊκά κράτη δεν έχουν νομιμοποιήσει τα τετελεσμένα του Κοσόβου μέχρι σήμερα. Περίπλοκο πράγμα η πολιτική και ακόμα πιο ευλύγιστο η διπλωματία).
Μετά την απόσχιση της Κριμαίας από την Ουκρανία, η Μόσχα επανέφερε εμμέσως στο προσκήνιο την αρχική πρόταση Πούτιν, περί υιοθέτησης μοντέλου Κοσσυφοπεδίου, ώστε να υπάρξει εκτόνωση της κρίσης. Την πρόταση επανέφερε ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών, Λαβρόφ, προσδιορίζοντας και τα ανεκτά για τη χώρα του όρια συμβιβασμού στην υπόθεση.
Ανεξαρτήτως του πως θα προσαρτήσει η Μόσχα την Κριμαία τα πλαίσια του διεθνούς διαλόγου για τον χειρισμό της κρίσης έχουν περίπου τεθεί. Άλλωστε, η Ρωσία γνωρίζει ότι ευνοείται αν προσέλθει στην τράπεζα του διεθνούς διαλόγου με την Κριμαία να της ανήκει.
Συμπέρασμα
Κατόπιν των παραπάνω οι χειρισμοί της Αθήνας θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα δεξιοτεχνικοί διπλωματικά για την προαγωγή των ελληνικών συμφερόντων. Η εξισορρόπηση της ελληνικής διπλωματίας καλείται να είναι πάνω σε θέσεις που θα ισορροπούν αντιφατικά δεδομένα. Απαιτείται ψυχραιμία και σωφροσύνη. Έχουμε να διαλεχθούμε και με την Ρωσία, αλλά και με τις ΗΠΑ. Και με την Ε.Ε.. αλλά και με τον ελληνισμό του Εύξεινου Πόντου. Και με την Βουλγαρία, αλλά και με την Τουρκία. Θερμοκέφαλες ή συναισθηματικές αντιδράσεις μόνο πρόβλημα μπορούν να δημιουρρήσουν. Ας μην ξεχνάμε πως στην εξωτερική πολιτική όλοι μιλάνε για δικαιώματα εννοώντας κυριώς τα δικά τους δικαιώματα.
Το εξαιρετικά ενδιαφέρον της ουκρανικής κρίσης, η οποία εξελίσσεται στην γειτονιά μας, είναι η περιπλοκότητα της. Η Κριμαία προσφέρει στη χώρα μας μιαν ευκαιρία να διεκδικήσει ρόλο σε μια υπόθεση ευρύτερου γεωπολιτικού ενδιαφέροντος, υπερβαίνοντας τις «εμφανείς και μικρές σκοπιμότητες» της Τουρκίας, της οποίας τις μείζονες πολιτικές επιλογές μοιάζουν σήμερα να ξεπερνιώνται από τον βηματισμό της Ιστορίας. Αλλά για το θέμα αυτό θα επανέλθουμε...