Αξέχαστα Χριστούγεννα
Του Κωνσταντίνου Τριανταφυλλάκη
Πρώτη Γυμνασίου. Παραμονές Χριστουγέννων το Γυμνάσιο Αρρένων πήγε για εκκλησιασμό. Θα χοροστατούσε ο Επίσκοπος. Από πάνω, επιβλητικό, ακοίμητος φρουρός και μάρτυς περασμένης δόξας, υψώνονταν το Κάστρο του Διδυμοτείχου, με τις πολεμίστρες χιονισμένες. Το πλακόστρωτο που οδηγούσε στην εκκλησία παγωμένο, με το ζόρι στεκόμασταν όρθιοι. Ο Ερυθροπόταμος, δεξιά, κυλούσε οργισμένος τα θολωμένα του νερά, μ’ ένα απόκοσμο θόρυβο. Ο βοριάς κροτάλιζε τα παγωμένα κλαδιά των δέντρων. Στήλες καπνού χόρευαν με τον αέρα, λες και τις συντόνιζε κάποιος επουράνιος μαέστρος. Από τις στέγες έσταζαν διάφανοι κρυστάλλινοι σχηματισμοί, που ερωτοτροπούσαν με τον παγωμένο ήλιο. Κάτι σπουργιτάκια, με τα λεπτά ποδαράκια τους, κούρνιαζαν στα παράθυρα για μια αχτίνα ζέστης και ένα ψίχουλο ζωής. Μερικά άσπρα βουναλάκια έτρεχαν, ανέμελα, στο γαλάζιο τ’ ουρανού, λές και έχασαν το δρόμο τους. Και η κοιλάδα του Έβρου, αστραφτερή από τις ανταύγειες του χιονιού, απλώνονταν απέραντη, όσο ποτέ, μέχρι πέρα, τις δεντροσειρές του ποταμού, που μας χώριζαν από τα σπίτια των παππούδων μας.
Στριμωχτήκαμε μες την εκκλησιά με το ξυλόγλυπτο τέμπλο, τις βαριές βυζαντινές εικόνες, τα πολύχρωμα καντήλια και τους επιβλητικούς πολυέλαιους.
Μόλις ολοκληρώθηκε η είσοδος και επικράτησε τάξις, άρχισε η λειτουργία. Εμείς οι μικροί, είχαμε πάει δεξιά, όρθιοι στο διάδρομο. Οι …μεγάλοι, όσοι πρόλαβαν, έπιασαν τα στασίδια και μας κοιτούσαν με το γνωστό αλαζονικό ύφος του εφήβου προς τα μειράκια, που έχουν πολύ ψωμί να φάνε ακόμα για να λογίζονται για άντρες.
«Ρε θρανίο, πως θα πάω αυτόν τον έλεγχο στο σπίτι, θα με σφάξουν;» με ρώτησε ο συμμαθητής μου Θανάσης με τον οποίο μοιραζόμασταν το ίδιο θρανίο.
«Άστα και ο δικός μου, χάλια είναι!» του απάντησα για να τον ησυχάσω. Είχαν πάρει οι κηδεμόνες μας τους ελέγχους προόδου και έπρεπε να τους δώσουμε στους γονείς μας για υπογραφή.
«Τι έγινε ρε σπόροι, έχουμε πρόβλημα με τον έλεγχο;» παρενέβη ο Χρήστος που μάλλον θα ήταν στην Ε, δηλαδή μεγάλος!
Πριν προλάβουμε να συνέλθουμε από το σόκ, που αποκαλύφθηκε η συζήτηση, είχε ήδη πάρει στα χέρια τους ελέγχους μας και τους επιθεωρούσε.
«Σιγά το πρόβλημα, αυτά διορθώνονται», είπε απαξιωτικά!
«Σας βαστάει ρε ή θα αρχίσετε τα κλάματα;»
Τι να απαντήσεις σ’ αυτήν την ερώτηση; Προφανώς και γνέψαμε ότι μας …βαστάει!
Κάτι ψιθύρισε σ’ έναν διπλανό του, επίσης ..μεγάλο, και αθόρυβα, χωρίς να τους πάρει κανένας χαμπάρι, ξεγλύστρισαν από την εκκλησία.
Επέστρεψαν μετά από αρκετή ώρα, πάνω που ένας συμμαθητής μας έλεγε το «Πιστεύω».
Ο Χρήστος, με τράβηξε κοντά στο στασίδι, έβαλε συνωμοτικά τους ελέγχους στη τσέπη και μου ψιθύρισε στ’ αυτί: «Αντε, και καλά Χριστούγεννα, τυχεράκηδες!»
Όταν πήγα στη θέση μου και έβγαλα με προσοχή τον έλεγχο, έμεινα με το στόμα ανοιχτό. Δυο εννιάρια που είχα, έγινα δέκα εννιάρια! Και έγιναν με τόσο αριστοτεχνικό τρόπο, λές και είχαν γραφτεί έτσι, από την αρχή! Ο δε Θανάσης, είχε έναν έλεγχο, σχεδόν…αριστούχου!
Μετά το πρώτο σοκ, πρόλαβα να ψιθυρίσω: «Και πως θα τους επιστρέψουμε τους ελέγχους στον Γυμνασιάρχη;»
Με κοίταξε με το πιο απαξιωτικό ύφος που μ’ έχει κοιτάξει ποτέ άνθρωπος. Ύστερα έκανε έναν μορφασμό περιφρόνησης και στράφηκε προς τον διπλανό του, σαν να έλεγε. «Τι θέλαμε και μπλέξαμε;»
Με ξανατράβηξε κοντά του. «Ρε σπόρε, αυτός είναι για το σπίτι! Μετά τον ….έχασες! Δεν τον επιστρέφεις!»
Πήρε τον κολλητό του και έφυγε, ενώ ο Επίσκοπος έλεγε το «Δι’ ευχών!»