Πανηγύρι & Χορός: ο μπάλλος
Γράφει ο Παναγιώτης Αναστασόπουλος
Ο Παναγιώτης Αναστασόπουλος στο Κόρθι που "ταξίδεψε" και περιέγραψε...
(Τον Παναγιώτη Αναστασόπουλο δεν τον γνώριζα. Τυχαία - μετά το πανηγύρι της Μονής Φλετρών - βρέθηκα με παρέα στην Λιθοδομή. Στέκι όταν ζούσε ο Γιάννης Γλυνός. Η μέρα υπέροχη. Κόσμος ελάχιστος. Και το τηλέφωνο κτυπούσε ασταμάτητα. Απάντησα βολτάροντας στην παραλία για να μην ενοχλώ. Πριν τελειώσω κάποιος γνωστός πλησίασε και είπε: σε θέλει ο Παναγιώτης! Τον ακολούθησα σε μια μικρή ταβέρνα. Και γνώρισα τον Παναγιώτη. Είπαμε δύο κουβέντες. Κι έβγαλε ένα καλοτυπωμένο βιβλίο και μου το έδωσε. Τίτλος: "Κόρθι - Ο Θησαυρός της Άνδρου". Τον ευχαρίστησα. Μου μίλησε για το "ταξίδεμα" στα όνειρα μιας άλλης προγενέστερης εποχής. Τον ακολούθησα νοερά. Και ξεχάστηκα σε σημείο που με έψαχναν οι άλλοι!...
Άνοιξα το βιβλίο στο σπίτι. Και το διέτρεξα με την μια. Γνώσεις, εμπειρίες, σκέψεις, πληροφορίες, όλα αναμεμειγμένα με μια στρωτή, ευχάριστη, λαϊκότροπή γραφή. Ήξερε να γράφει. Και ήθελε να εκφράσει την αίσθηση που απέδιδε το Κορθι. Όλο το Κόρθι. Όχι το ομώνυμο χωρίο ή ο Γιαλός. Όλο το Κόρθι με τα χωριά του ήταν γι' αυτόν ο τόπος αναφοράς. Υπήρχαν σελίδες ιστορίας που εστίαζε και μεγέθυνε ιδιαίτερα. Όμως, με την απλότητα του λαϊκού αφηγητή. Δεν ενοχλούσε. Υπήρχαν αναφορές που δόξαζε έντονα κάτι. Όμως με την αγάπη αυτού που είναι φορτισμένος για κάτι. Υπήρχαν και περιγραφές ξεχωριστές που το μέγεθος και το δοξαστικό τους είχε μια λαϊκότροπη αφηγηματικότητα. Σε παρέσυρε να δεις αυτό που ήθελε αυτός. Τέτοια ήταν η σκηνή του μπάλου στην ενότητα "Πανηγύρι και Χορός". Τον πήρα τηλέφωνο και του ζήτησα να το στείλει για δημοσίευση. Ήταν η καλύτερη αυτοπαρουσίαση. Το έστειλε με μια υποσημείωση: δες και την τελευταία ενότητα, το "Αναρωτιέμαι"... Δ. Μπασαντής)
Και λαϊκός επιγραφοποιός ο Παναγιώτης Αναστασόπουλος. Εδώ κάτω από μια επιγραφή του...
Πριν από δυο χρόνια, βρέθηκα καλεσµένος στο χορό του συλλόγου του Επισκοπείου. Εκεί λοιπόν, είδα πραγµατικά για πρώτη φορά στη ζωή µου τι πα να πει… Μπάλλος! Αυτός ο µαγικός ερωτικός χορός –έτσι λέω εγώ– Θεέ µου, µε µέθυσε. Έβλεπα τον Γιακουµή µε την Κατερίνα να χορεύουν µόνοι στην πίστα σε ένα φρενήρη ρυθµό µε εκπληκτική αρµονία, µε τέλειες κινήσεις, µε απίστευτη πλαστικότητα!
Το µόνο που δεν κατάλαβα εκείνο το βράδυ ήταν αν τα κορµιά τους ακολουθούσαν τα όργανα ή γινότανε ακριβώς το αντίθετο – δεν έχω ξαναδεί τέτοια επικοινωνία. Έγραψα εκείνο το βράδυ συνεπαρµένος:
"Περπατάς στη βροχή, γλείφεις το νερό που τρέχει στο πρόσωπό σου και ονειρεύεσαι πως θα ήταν υπέροχο να χόρευες µε το άλλο κορµί που λικνίζονταν στον φρενήρη ρυθµό του Μπάλλου. Ξεκίνησε αργά, στο τέµπο που υπαγόρευαν το βιολί µε το λαούτο. Ο Γιακουµής µε την Κατερίνα το βρήκαν αµέσως, οι κινήσεις τους, η χάρη και η πλαστικότητα, τους κάνει όµορφους, µοναδικούς…
Ο ρυθµός ανέβαινε συνέχεια, ένας ένας οι άλλοι χορευτές δίνουν χώρο στο ζευγάρι. Κάλλιο να τους βλέπεις, θα σκέφτηκαν και έκαναν ένα κύκλο όλοι γύρω τους. Το βιολί ανεβάζει στροφές, τα κορµιά απογειώνονται, πετούν, ελευθερώνουν τις ψυχές, τώρα εξωφρενικά µετουσιωµένα! ∆εν είναι ο ήχος, δεν είναι η ατµόσφαιρα, είναι κάτι άλλο που δεν το ξέρω, δεν το αναγνωρίζω, απλά το ζω, φεύγω, ταξιδεύω! Ένας διάολος, µια αύρα µε εκατό Ανεραΐδες να σε παίρνουν και να σε στροβιλίζουν στα αστέρια."
Ο Μπάλλος παρά τη λατινογεννή ρίζα του, είναι ένας χορός ελληνικής καταγωγής µε πανάρχαια ελληνικά στοιχεία κι ένας από τους πιο γνωστούς ελληνικούς λαϊκούς νησιώτικους χορούς. Η µελωδία του είναι γενικά χαρούµενη και λυρική, που είναι χαρακτηριστικό της µουσικής των νησιών µας. Αυτός ο χορός χορεύεται συνήθως από ζευγάρια κι ενσωµατώνει όλα τα στοιχεία του φλερτ.
Οι άνδρες παλιότερα δεν µπορούσαν να πλησιάσουν εύκολα τις γυναίκες και µε τον µπάλλο µπορούσαν να «φλερτάρουν» µαζί τους. Υπάρχουν διάφορες µορφές του µπάλλου στα γύρω νησιά. Η απλούστερη είναι εκείνη κατά την οποία ένα ζευγάρι περνά µέσα από µια σειρά από αυθόρµητες µορφές και κινήσεις. Σε µιαν άλλη εκδοχή, πολλά ζευγάρια χορεύουν ταυτόχρονα σαν µόνα τους επάνω στην πίστα. Τέλος, στην πιο περίπλοκη µορφή του, εµφανίζεται όταν ένας αριθµός ζευγαριών κάνουν συγχρονισµένα διάφορες έντονες χορευτικές φιγούρες.
Αυτός ο χορός ενώνει ψυχές, κορµιά, βλέµµατα, µυρουδιές και έρωτες. Σε καλό µου, ερωτεύοµαι πάλι, αλλά Μπάλλο δεν θα µάθω ποτέ!
Θυµήθηκα τώρα εκείνο το βράδυ, σαν ξεφύλλιζα τα «Λαογραφικά του Κορθίου» του ∆. Ι. Ψαρρού, στην ενότητα Πανηγύρια. Αναφέρει αρχικά πως ευκαιρία για πανηγύρια τότε έδινε η γιορτή του Πολιούχου Αγίου του κάθε χωριού. Μετά την πανηγυρική ακολουθία, είχε τραπέζι µε µπόλικους µεζέδες και άφθονο οίνο.
Ως εδώ όλα καλά, αλλά από δω και πέρα περιγράφει κάτι ιδιαίτερα ξεχωριστό.
Στα πανηγύρια, τότε, δεν χόρευαν. Αυτό ήταν προνόµιο δυο τριών σπιτιών του χωριού, για δικό τους όφελος. Στήνανε στη σάλα τους αυτοσχέδιο πάλκο, είχανε ορχήστρα, «τα βιολιά» που λέγανε. Τους αρκούσε ένα βιολί, ένα λαούτο και ένα σαντούρι. Απλώνανε τραπέζια στη σάλα και την αυλή και πρόσφεραν µεζέδες και κρασί. Κάποιοι από αυτούς κερνούσαν και τις γυναίκες από ένα λουκούµι, αλλά µέσα από την κάσα, άλλοι δεν έκριναν απαραίτητο καν να δώσουν λουκούµι, όσο για µεζέδες ούτε κουβέντα. Φυσικά οι γυναίκες κάθονταν χωριστά στη µια πλευρά της σάλας, όπου επιδέξια είχαν τοποθετηθεί µαδέρια σαν κερκίδα, και περίµεναν να τους ρίξουν το µαντήλι.
Μπροστά από το πάλκο ήταν η «πίστα» και από πάνω φώτιζε κρεµασµένη η λάµπα του πετρελαίου. Τα βιολιά έπαιρναν τη θέση τους και άρχιζαν µε καµία πόλκα, ακολουθούσαν κάποια βάλς και σιγά σιγά πιάνανε το συρτό. Ο Μπάλλος ακολουθούσε κοντά στα µεσάνυχτα. Τότε πλέον είχαν φτάσει οι περισσότεροι, βασικά µεθυσµένοι και µερακλωµένοι. Αµέσως απαιτούσαν από τα όργανα απλά και ξάστερα: «παίξτε, θα χορέψω εγώ!».
Εκεί ακριβώς έσκαγε η µανούρα, οι γυναίκες την κάνανε µε ελαφρά πηδηματάκια και ο καυγάς φούντωνε. Πέφτανε κάποιες ψιλές, ίσως και χοντρότερες, έσπαγε η λάµπα και στο µισοσκόταδο κάποιο παΐδι είχε την ίδια τύχη. Σπανιότερα κάποιος παλικαράς τράβαγε κάµα…
Σαν περνούσε η µπόρα και καταλάγιαζαν τα πάθη, τα βιολιά ξανάπαιρναν τη θέση τους, το ίδιο κάνανε και οι γυναίκες. Η φήµη κυκλοφορούσε γρήγορα στο χωριό: «Έγινε καυγάς στου τάδε, τις έφαγε ο δείνα…» και τα βιολιά, ξανά επί το έργον!
Κατά παράδοση, το χορό τον άρχιζαν δυο άντρες φίλοι, καλούσαν δυο γυναίκες, τις γυναίκες τους ή τις αδερφές τους. Χόρευαν και οι τέσσερις µαζί ένα συρτό, αποχωρούσε το ένα ζευγάρι, για να µπει στον µπάλλο το άλλο. Ο χορευτής κρατούσε δύο άσπρα µαντήλια, έδινε το ένα στη ντάµα του και έβαζε το άλλο στον λαιµό του.
Αφού χόρευαν αρκετή ώρα, έβγαζε το µαντήλι από το λαιµό και το πετούσε σε µια γυναίκα, αυτή η κίνηση ήταν πρόσκληση σε χορό. Σαν έφτανε η καινούργια ντάµα στην πίστα, τότε µόνο αποχωρούσε η προηγούµενη, αφού πρώτα παρέδιδε το µαντήλι στον καβαλιέρο, τον ευχαριστούσε και επέστρεφε στη θέση της.
Αυτή η ιστορία κρατούσε κάποιες ώρες, ο χορευτής χόρευε αλληλοδιαδόχως τις περισσότερες γυναίκες, βάλε συγγενείς και γνωστές κι αν µπορούσε ας έκανε κι αλλιώς…! Την ώρα που χόρευαν, όλοι ξέρανε αν το ζευγάρι ήταν αρραβωνιασµένοι, ερωτευµένοι ή συγγενείς και φυσικά ο λαουτιέρης έκανε σε αµανέ το κατάλληλο δίστιχο, όπως:
Για δες τα, πώς ταιριάξανε τα δυο περιστεράκια,/ από τα µάτια φαίνεται, πως είναι αδερφάκια.
Όταν µε το καλό τέλειωνε ο πρώτος χορευτής, ακολουθούσε ο δεύτερος, που στην αρχή χόρεψαν µαζί συρτό. Άντε ξανά µία από τα ίδια. Μετά ακολουθούσε άλλος και µετά άλλος. Κάπου εκεί είχαµε νέους καυγάδες. Ερωτευµένα ζευγαράκια, που αδηµονούσαν να χορέψουν, παραβιάζαν το πρωτόκολλο, µπαίνανε µε το ζόρι και ξαναπέφτανε ψιλές.
Βέβαια το καλό που είχε ο µπάλλος τότε ήταν πως µπορούσες να απολαύσεις πραγµατικά το χορό, έβλεπες το κάθε ζευγάρι χωριστά: τον καβαλιέρο, την κάθε ντάµα µε τα δικά της τσακίσµατα.
Τώρα, όλοι µαζί στην πίστα, δεν απολαµβάνεις τίποτα. Εκτός κι αν έχεις την τύχη να πέσεις πάνω στο Γιακουµή και την Κατερίνα…!