Πως δεν φούνταρε το πλοίο στο ...Γαύριο!...
Του Διαμαντή Μπασαντή
Το Aqua Jewel αναχωρεί από το Γαύριο
- Τι μου λες εμένα για φουρτούνες στα πέλαγα; Έχουν δει φουρτούνα στο Γαύριο; Μουρμουρίζει ο καπετάν Τάσος...
Κουβεντιάζω στη γέφυρα του SuperFerry ΙΙ με τον καπετάν Τάσο Τρέσσο μια παλιά τρελή περιπέτεια μας με το "Aqua" στο Γαύριο και γελάμε. Νυχτερινή πλεύση για Ραφήνα με μπουνάτσα. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
Ήταν 30 Ιουλίου 2005. Έφτασα χαρούμενος με την οικογένεια μου στο λιμάνι της Ραφήνας και μπήκα σε μια ατελείωτη σειρά για το ηρωικό “Αqua Jewel” (μη μου πείτε πως το ξεχάσατε κιόλας;). Εκείνη τη μέρα το πλοίο έκανε ένα παράξενο δρομολόγιο Άνδρο, Τήνο, Μύκονο, …Πάρο! Στην φόρτωση γινόταν χαμός. Αλλά και στα δύο αυτοκίνητα μας γινόταν χαμός. Ο λόγος: ανοίγαμε επιτέλους το σπίτι μας στην Άνδρο μετά από δύο χρόνια που πηγαινοερχόμουν μόνος επιβλέποντας την κατασκευή του. Κανείς εκτός από μένα δεν το είχε δει ολοκληρωμένο.
Είχαμε φορτώσει φουλ και τα δύο αυτοκίνητα. Στο ένα είχα την οικοσκευή (μέχρι και δέντρα κουβάλαγα). Μόνο η θέση του οδηγού ήταν κενή. Στο άλλο βαλίτσες, συμπράγκαλα και τρία παιδιά.
Εξήγησα στον ανδριώτη πράκτορα (εκείνη την μοιραία μέρα ξεχώριζε τα αυτοκίνητα σε δύο σειρές ο πράκτορας!) πως και τα δύο αυτοκίνητα πάνε Άνδρο. Αυτός μας έβαλε σε δύο διαφορετικές σειρές λέγοντας: θα σας φτιάξουν στο πλοίο. Και μας «έφτιαξαν»! Το ένα με την οικοσκευή, που οδηγούσα εγώ, μπήκε στα ανδριώτικα. Το άλλο με τα παιδιά και τις βαλίτσες, που οδηγούσε η γυναίκα μου, μπήκε στα τηνιακά! Τέτοιο φτιάξιμο!
Το ταξίδι δύσκολο: αέρας, θαλασσοταραχή, πολυκοσμία. Κάποια στιγμή μπήκαμε στο Γαύριο. Στο λιμάνι ο άνεμος βόρειος 8 μποφώρ. Κόλαση. Ο καπετάν Τάσος έδεσε με την πρώτη. Βγήκα γρήγορα και πάρκαρα αριστερά (λάθος μου). Περίμενα να βγει και το άλλο αυτοκίνητο.
Τα κύματα έσπαγαν με δύναμη στην προβλήτα και οι ριπές τους έφταναν μέχρι το αυτοκίνητο. Σκέφτηκα πως δεν θα έμενα πολύ. Είχα καλύτερη οπτική επαφή με τον καταπέλτη μιας και τα αυτοκίνητα βγαίνοντας έστριβαν δεξιά. Έτσι έμεινα εκεί. Τα αυτοκίνητα έβγαιναν, αλλά το δικό μου δεν έβγαινε…
Κάποια στιγμή ένας ναύτης μου φέρνει τη μεγάλη μου κόρη, που είχε πρόβλημα. Για να μην βρέχεται τη βάζω στη θέση του οδηγού (το μόνο άδειο κάθισμα) και περιμένω τους υπόλοιπους. Τελειώνουν τα αυτοκίνητα, αλλά το δικό μου πουθενά! Περνούν μερικά λεπτά και δεν βγαίνει κανείς! Καποια στιγμή βλέπω την μικρή κόρη μου με τον μπέμπη στην αγκαλιά να βγαίνει σχεδόν τρέχοντας από τον καταπέλτη.
- Που είναι η μάνα σου, που είναι το αυτοκίνητο, ρωτάω αγχωμένος μέσα στην θύελλα.
- Το αυτοκίνητο έχει κολλήσει πίσω από κάτι άλλα που πάνε Τήνο, μου λέει. Η μαμά είπε να πάρω τον μπέμπη και να βγω γρήγορα για να μην μείνω μέσα!
Βάζω τις φωνές στον ύπαρχο, που ήταν στον καταπέλτη. Βάζει κι αυτός τις φωνές στο πλήρωμα. Και τότε κάποιος λύνει τον δεξιό κάβο! Το καράβι, παρά την δεξιά άγκυρα, ξεσέρνει αριστερά από τον ισχυρό αέρα. Μην έχοντας άλλη επιλογή σηκώνει βιαστικά τον καταπέλτη. Βιράρει τις άγκυρες. Και βγαίνει με φόρα από το λιμάνι.
Μένω δίπλα στο κύμα, με τρία παιδιά και ένα φορτωμένο μέχρι τα παράθυρα αυτοκίνητο! Τρέχω στον λιμενάρχη που ήταν πιο πέρα και του φωνάζω πως το πλοίο πήρε τη γυναίκα, το αυτοκίνητο μου και όλες τις βαλίτσες μας και πάει Τήνο! Τρελαίνεται ο λιμενάρχης και διατάζει από τον ασύρματο τον καπετάν Τάσο να γυρίσει αμέσως στο λιμάνι: «γιατί έχει στο γκαράζ ένα αυτοκίνητο και μια γυναίκα για Άνδρο»!
Μέχρι να κάνει την μανούβρα το “Aqua” βρίσκω έναν γνωστό και ζητώ να με βοηθήσει να πάρω τα παιδιά από τoκύμα. Μου απαντά: «δεν μπορώ είμαι στη σειρά για το επόμενο καράβι για Ραφήνα». Απελπίζομαι. Ακούει τον διάλογο ένας άγνωστος κύριος (από τις Στενιές όπως μου είπε) και βγάζει αμέσως το δικό του αυτοκίνητο, ένα πράσινο τζιπ, από την γραμμή το φέρνει δίπλα στο κύμα και επιβιβάζει τα τρία φοβισμένα παιδιά. Μου λέει: «μείνετε εσείς εδώ να δείτε τι θα γίνει με το αυτοκίνητο και τη γυναίκα σας. Θα πάω εγώ τα παιδιά σας σε ένα ζαχαροπλαστείο». Και όντως τα πήγε ο καλος άνθρωπος στο «Άνθος Γαυρίου».
Μένω με τον λιμενάρχη καθώς το “Αqua” ξανάμπαινε στο λιμάνι κόντρα στον δυνατό άνεμο και στο κύμα. Κάνει μια μανούβρα για να δέσει, αλλά έτσι ελαφρό σκαρί που ήταν το παίρνει ο αέρας και το πάει βουρ για τα βράχια του λιμενοβραχίονα. Για να το κρατήσει ο καπετάνιος ρίχνει και τις δύο άγκυρες. Και εκεί γίνεται χαμός καθώς οι άγκυρες μπλέκουν με τις άγκυρες ενός φορτηγού που ξεφόρτωνε κάτι μέρες χαλίκι. Μύλος….
Κάνει μια-δύο προσπάθειες το πλοίο να ξεφύγει, αλλά δεν τα καταφέρνει. Δεν έχει τι άλλο να κάνει και αμολάει και τις δύο άγκυρες στο λιμάνι ξαναβάζει φουλ τις μηχανές και βγαίνει στα ανοικτά. Με τον λιμενάρχη στον ασύρματο να ρωτά τι τρέχει και το κύμα να μας καταβρέχει βλέπω το πλοίο να φεύγει! Ούτε κινηματογραφική ταινία να βλέπαμε…
- Τι γίνεται τώρα, ρωτάω.
- Θα δούμε, απαντά ο λιμενάρχης.
Επί ώρα καπετάνιος και λιμενάρχης προσπαθούν να βρουν άκρη μέσω ασυρμάτου. Το πλοίο παραμένει στα ανοικτά του Γαυρίου παραπάνω από ώρα. Δεν μπορεί χωρίς άγκυρες να ξαναμπεί στο λιμάνι όπου γίνεται χαμός από τον αέρα και το κύμα. Αλλά δεν μπορεί να μείνει και στα ανοικτά. Και κάπου εκεί παρεμβαίνει ο θάλαμος επιχειρήσεων του υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας και ζητά το πλοίο να …επιστρέψει στον Πειραιά, που είναι ασφαλές λιμάνι!!! Κόλαση!
Ο μόνος που διατηρούσε την ψυχραιμία του μέσα στο χάος μάλλον ήταν ο καπετάν Τάσος, που κάποια στιγμή πάτησε πόδι κι είπε στον θάλαμο επιχειρήσεων ένα ηρωικό: «αυτό δεν γίνεται». Και έφυγε …χωρίς άγκυρες για Τήνο!
Πήρα το μουσκεμένο αυτοκίνητο και πήγα να βρω τα παιδιά. Τα είχε περιποιηθεί η ζαχαροπλάστισσα. Τον πεντάμηνο μπέμπη τον είχε βάλει κοντά στο ζεστό …φούρνο για να στεγνώσει! Οι δύο μικρές κάθονταν έξω σ’ ένα τραπεζάκι φοβισμένες. Την ευχαρίστησα. Ήρθε ο Γιώργος από τα Λειβάδια με το ταξί του. Του φορτώνω στο πίσω κάθισμα τρία παιδάκια. Το ένα κράταγε αγκαλιά έναν μπέμπη! Με κοιτά παράξενα. Μπαίνω μπροστά με το αυτοκίνητο της οικοσκευής και του λέω «ακολούθα». Εκεί πια ξαφνιάζεται εντελώς:
- Οι βαλίτσες που είναι, ρωτάει…
- Πάνε Τήνο, λέω! Ελπίζω να φτάσουν σώες μαζί με το αυτοκίνητο και την γυναίκα μου!
Με κοιτά άναυδος. Αυτά δεν γίνονται θα σκέφτηκε! Αλλά τι να κάνει με ακολούθησε. Στον δρόμο τηλεφωνώ στη γυναίκα μου να μάθω τι συμβαίνει με το πλοίο:
- Άστα είμαστε ακομα στα ανοιχτά. Είμαι στη γέφυρα εγώ και ένας πρώην υπουργός και τσακωνόμαστε με τον πλοίαρχο και τον ύπαρχο. Εγώ για την φόρτωση και τις ευθύνες του υπάρχου κι αυτός για το πώς θα πάει στην Πάρο! Τελικά πάμε Τήνο χωρίς άγκυρες! Θα μου κλείσουν δωμάτιο και θα μου δώσουν εισιτήρια επιστροφής αύριο με το "Πηνελόπη". Δες τι θα κάνεις με τα παιδιά. Πάρε πάλι πάνες και μπιμπερό για τον μικρό από το Γαύριο. Ελπίζω να καταφέρουμε να δέσουμε με αυτή την τρικυμία στην Τήνο…
Μετά από τρία τέταρτα είμαστε στο Υψηλού. Ξεκλείδωσα την πόρτα και υποδέχτηκα τις αμήχανες μικρές στο σπίτι. Ο μικρός κοιμόταν του καλού καιρού ημίγυμνος τυλιγμένος με ένα ζιμπουνάκι - τα ρουχα και τα μπιμπερά του ταξιδευαν για ...Τήνο!
- Καλωσορίσαμε, όσοι τα καταφέραμε, στο σπίτι μας, είπα χαμογελώντας.
Μετά τα μεσάνυχτα μου τηλεφώνησε η γυναίκα μου:
- Δέσαμε και είμαι στο ξενοδοχείο. Επειδή μου έκλεισε δωμάτιο ο καπετάνιος είμαι εντάξει. Όλοι οι άλλοι επιβάτες γυρνάνε μέσα στη νύχτα με τις βαλίτσες από ξενοδοχείο σε ξενοδοχείο γιατί το νησί είναι πλήρες!
O καπετάν Τάσος Τρέσσος μανουβράρει στο Γαύριο
Το τελευταίο μέρος της αφήγησης το έμαθα προχτές (σχεδόν 9 χρόνια αργότερα) με μπουνάτσα μέσα στην θαλπωρή της νυχτερινής γέφυρας, όταν ο καπετάν Τάσος μου αφηγήθηκε:
- Άσε, όταν έφυγε ο κάβος το πλοίο γύρισε αριστερά τραβώντας την δεξιά άγκυρα που το κρατούσε. Για να μην πέσει στο μώλο βιράρισα τις άγκυρες και βγήκα ολοταχώς από το λιμάνι. Η κατάσταση στο Γαύριο ήταν πολύ χειρότερη από ότι στο πέλαγος. Λιμάνι κι αυτό;
Μετά ξαναμπήκα μέσα, κόντρα στον καιρό, αλλά είχε μια τρελή κατεβασιά από το βουνό και πάνω στη μανούβρα, όπως ήταν ελαφρό σκαρί το "Αqua", το κύμα και ο άνεμος με ξέσερναν στα βράχια. Έριξα και τις δύο άγκυρες για να κρατηθώ. Αυτές μπλέξανε με του άλλου πλοίου. Τις αμόλησα και βγήκα πάλι στο πέλαγος. Εκεί τουλάχιστον μπορούσα να κρατηθώ με τις μηχανές.
Μετά έγινε μπέρδεμα με τον θάλαμο επιχειρήσεων και το λιμεναρχείο. Πήρα την ευθύνη και πήγα Τήνο. Έδεσα χωρίς άγκυρες! Ξεφόρτωσα επιβάτες και αυτοκίνητα. Θα συνέχιζαν όπως μπορούσαν την επομένη. Έμεινα στην Τήνο μέχρι να μου φέρει τις άγκυρες το ρυμουλκό. Τις είχαν ξεμπλέξει οι δύτες. Τις ξανάβαλα. Και συνέχισα μετά από δύο μέρες. Τι περάσαμε ε;…