Tα αυτιά της νύχτας βλέπουνε καλά!...
Του Δημήτρη Ασλάνογλου
Έρχεται η νύχτα. Η εκδίκηση της μέρας χάνεται. H νύχτα που όλα είναι μοιρασμένα γύρω μας και μπορούν να αφήνουν τα ίδια άχρωμα σκοτεινά σημάδια τους. Πόσες αλήθεια, εικόνες νύχτας, μας τυλίγουν καθημερινά. Πότε μ’ αστέρια κι ανάρια συννεφιά. Πότε με λάμψη ενός φεγγαριού, που στηλιτεύει το πέπλο της νύχτας. Πότε με ξαστεριά και κάποιες φορές, με βαριά συννεφιά κι ανεμοβρόχι ή ακόμα κι αθόρυβο χιόνι.
Όταν τη νύχτα, η βαριά συννεφιά με το ανεμοβρόχι, σκέπαζαν τα πάντα πάνω από το νησί, ήταν η ώρα που ξύπναγαν του Νικολού οι εμπειρίες κι η επιθυμία του να ξεκινήσει για το ψάρεμα του σαργού απ’ τη στεριά. Τούτη την ώρα διάλεγε κείνος, για να φανεί στη μύτη της «Μεγάλης Ξέρας». Έρχονταν αθόρυβα, προσπαθώντας πάντα να στέκεται σε σημείο, που δεν κτυπά το κύμα στο βράχο, έτσι ώστε να μην του βρέχουν οι πιτσιλιές το πρόσωπο και τον κάνουν να τσούζει στα μάτια από τ’ αλάτι τους. Είχε κτυπηθεί αρκετά το πρόσωπο του από το κύμα, όταν ο Νικολός ήταν εν ενεργεία ναυτικός και ταξίδευε στα πέρατα του κόσμου. Όμως κάποτε η καρδιά του τον πρόδωσε και δεν μπορούσε να χτυπά πλέον πάνω σε μια λαμαρίνα που πλέει. Η καρδιακή ανεπάρκεια, τον καθήλωσε στη στεριά, πολύ νέο και τον ανάγκασε να την βλέπει από τα βράχια ή το πολύ-πολύ μέσα από μια βάρκα, μόνο και μόνο γιά να μπορεί να ρίχνει κανένα παραγάδι.
Τις νυχτιές λοιπόν επέλεγε το ψάρεμα του σαργού απ’ τη στεριά, αλλά με μαεστρία περισσή, σε όλο της το μεγαλείο. Ρουχισμός και σένια ένα-ένα διαλεγμένα. Σαν να γνώριζε ότι τις νυχτιές, που είναι φτιαγμένες λες μόνο για τα άψυχα, αφού τα έμψυχα τη νύχτα, μοιάζουν στο σχήμα και στο χρώμα με κείνα. Τα καλά τα εργαλεία την νύχτα δουλεύουν μόνα τους. Έτσι έλεγε. Δεν έχουν ανάγκη τα μάτια, είναι αυτό που λέμε «Τυφλοσούρτης».
Έπρεπε λοιπόν να βρέχει. Έπρεπε να ‘ναι βαθύ το σκοτάδι. Έπρεπε το κύμα να χτυπά στα βράχια. Έπρεπε τα εργαλεία νa‘ναι προσεγμένα. Έπρεπε να ‘να ‘ναι μόνος του, για να μην αποσπάται από κανένα κουβεντολόι. Τέλος έπρεπε να στέκεται ορθός, για να νιώθει στα ακροδάχτυλα του, όσο γίνεται πιο έντονα το τσίμπημα στη πετονιά, που δημιουργούσε ο σαργός τρώγοντας το δόλωμα.
Όλα έμοιαζαν ίδια την κάθε φορά π’ ερχόταν να ψαρέψει. Εγώ μόνο άλλαζα θέση στο μπαλκόνι, όταν τον κοιτούσα κρυφά, μη και αντιληφθεί ότι τον παρακολουθώ. Όμως δεν ήταν όλα ίδια. Τίποτα δεν είναι ίδιο στη ζωή, όλα είναι διαφορετικά κι όλα συμβαίνουν μια φορά, αρκεί να δούμε καθαρά το «τώρα» και να το συγκρίνουμε δίκαια με το χτες.
Η ώρα πέρναγε και οι σαργοί έρχονταν ο ένας μετά τον άλλο, για να αναπαυθούν «εν ειρήνη» στο καλάθι του. Ξαφνικά ενώ προσπαθούσε να ξαγκιστρώσει ένα σαργό, τον άκουσα να βγάζει ένα φθόγγο πόνου. Το χέρι του, όπως διέκρινα μέσα στο ρηχό σκοτάδι, προσπαθούσε να το τυλίξει με κάτι. Κόπηκε είπα μέσα μου. Τρέχοντας μέσα στο σπίτι, παίρνω το φακό από την κρεμάστρα, μία πετσέτα από το μπάνιο και πολύ γρήγορα βρέθηκα κάτω στα βράχια. Μόλις με είδε με το φακό, ξαφνιάστηκε, δεν με περίμενε. Περασμένα μεσάνυχτα, ένα παιδί 15 χρονών να ‘ναι ξύπνιο και να το βρίσκει στα γκρέμνα, μέσα στο ατύχημά του.
- Τι έπαθες τον ρωτάω.
- Καρφώθηκα με τ’ αγκίστρι, όταν ξεψάριζα ένα σαργό και δεν μπορώ να το βγάλω. Έκοψα το παράμαλο αλλά δεν μπορώ να το γυρίσω να το βγάλω.
Μα το φακό και με λίγη από τη βοήθεια, που μπόρεσα να του προσφέρω, χωρίς να θέλω να περιγράψω το πως βγαίνει ένα αγκίστρι καρφωμένο, καθίσαμε κι οι δύο κάτω παίρνοντας ανάσες μετά από το πρόχειρο θαλασσόβρεχτο και ανεμόβρεχτο χειρουργείο. Υπήρχε και μια μεγάλη διαφορά μεταξύ μας, εκείνος φόραγε τη νιτσεράδα του για να μην βρέχεται, ενώ εγώ άρχιζα να μουσκεύω απ’ τη κορφή ως τα νύχια.
- Φύγε πήγαινε επάνω ν’ αλλάξεις, μου έλεγε, θα κρυώσεις. Κι εγώ θα φύγω σε λίγο, πάω να δέσω το τραύμα καλύτερα και να του ρίξω λίγη σουλφαμίδα. Αύριο θα μου πεις πως βρέθηκες εδώ κάτω τέτοια ώρα.
Δίχως δεύτερη κουβέντα, σαν πραγματικά βρεγμένη γάτα, ανέβηκα τα βράχια και τις σκάλες και απόσωσα στο κρεβάτι μου, αφού σκούπισα τα έντονα αχνάρια της βροχής επάνω μου.
Την επομένη με βλέπει ο Νικολός κάτω στο γιαλό, δεν μου μίλησε καθόλου. Εγώ πήγα κοντά του και τον ρώτησα πως πάει το χέρι.
- Ο καλός γιατρός καλά γιατρεύει, μου είπε. Αλλά ένας καλός νοσοκόμος την ώρα που τον θες, είναι το ίδιο καλός με το καλό γιατρό. Ευχαριστώ που με βοήθησες και δεν έμεινε μέσα το αγκίστρι πολλή ώρα, για να κακοφορμίσει. Άντε τα μεσάνυχτα να βρεις γιατρό να σε γιάνει. Εύχομαι μετά από όλα αυτά, τουλάχιστον να έμαθες πως ψαρεύουν τους σαργούς. Οπότε την αμοιβή σου την πήρες, για να μην έχεις παράπονο.
Ήταν σίγουρο ότι είχα πληρωθεί καλά, παίρνοντας τα καλύτερα μαθήματα ψαρέματος, όλες αυτές τις νύχτες που τον έβλεπα κρυφά. Όμως πολύ αργότερα κατάλαβα, ότι το ψάρεμα του Νικολού, κανένας δεν μπόρεσε ποτέ να το κάνει σαν κι εκείνον. Ούτε κι εγώ που τον παρακολουθούσα τόσες νυχτιές. Μάλλον ήταν το δόλωμα, μου τόπε πολύ καιρό μετά και αφού το ‘μαθα, ανακάλυψα ότι κανείς δεν το χρησιμοποιούσε εκείνη την εποχή.
Σήμερα το ίδιο δόλωμα δεν ενθουσιάζει καθόλου τα ψάρια. Δεν είχα δώσει βάση και σε μια του κουβέντα.
- «Ποτέ τα ίδια πράγματα δεν έλκουν τους ανθρώπους σε διαφορετικές εποχές. Είναι απλό, γιατί τα πράγματα μπορεί να μένουν ίδια, όμως αλλάξουν οι άνθρωποι και οι εποχές».
Έτσι και με τα ψάρια. Για όσους προσπαθούν και ψαρεύουν, συμβουλεύω, να χρησιμοποιείτε περίεργα και διαφορετικά δολώματα. Ότι πιο σπάνιο για τα ψάρια. Ο Νικολός τότε έβαζε κρέας μοσχαρίσιο. Σπάνιζε αυτή η λιχουδιά για τα ψάρια, όπως σπάνιζε και για μας τους ανθρώπους εκείνη την εποχή.
Σήμερα εγώ θα δόλωνα φακές. Γίναν τροφή πολυτελείας, κανείς δεν τις τρώει πια. Που ξέρετε, ίσως να τις τρώνε τα ψάρια.
Τέλος όταν πηγαίνουμε για ψάρεμα, να είμαστε σίγουροι ότι θέλουμε να ψαρέψουμε ψάρια κι όχι να σκοτώσουμε την ώρα μας. Το ψάρεμα δεν είναι απλό χόμπι ή απλό επάγγελμα για άλλους. Είναι μια επιστήμη και επικοινωνία συνάμα, με ένα κόσμο, που ποτέ δεν θα του μοιάσουμε. Το κόσμο της θάλασσας.
Ακόμα και για το κυνήγι των γυναικών, θα ‘λεγα. ότι εμείς οι άνδρες, πρέπει να προσέχουμε ιδιαίτερα, όταν τις κυνηγάμε. Οι γυναίκες είναι καλοί ψαράδες κι ενώ εμείς προσπαθούμε να τις κυνηγήσουμε, εκείνες μπορούν να μας ψαρέψουν.
Σημείωση:
Παράμαλο = η λεπτή νάιλον κλωστή όπου δένεται το αγκίστρι
Σένια = τα σύνεργα, τα εργαλεία