Ο άνθρωπος δεν έχει ηλικία, έχει ζωή…
Του Διαμαντή Μπασαντή
Κανείς δεν περίμενε πως η ανάβαση στο μοναστήρι της Παναχράντου από την Λέσχη Ανάγνωσης Άνδρου θα προσέλκυε τόσους φίλους της πεζοπορίας. Υπάρχει η εντύπωση πως οι άνθρωποι που διαβάζουν δεν περπατάνε πολύ. Από ότι αποδείχθηκε αυτό δεν συμβαίνει. Τουλάχιστον στην Άνδρο. Στο πρωινό ραντεβού (9.00, Σάββάτο 22/2/2013) προσήλθαν 25 ετοιμοπόδαροι (κατά το ετοιμοπόλεμοι) περιπατητές! Όλες οι ηλικίες. Από 15 μέχρι 60 και πλέον χρονών. Και όλοι οργανωμένοι. Από φωτογραφικές μηχανές μέχρι εκδρομικά παπούτσια και παντελόνια. Επικεφαλής ο Νίκος Βασιλόπουλος, που θα έκανε και τη σχετική ξενάγηση στο «γεφύρι της στοιχειωμένης».
Όσο οργανωμένοι οι ετοιμοπόδαροι πεζοπόροι, άλλο τόσο οργανωμένοι και οι καλόγεροι της Μονής Παναχράντου. Στις 9.10, καθώς ξεκινάγαμε, χτύπησε το κινητό μου. Ήταν ο πατέρας - Αέτιος που ρωτούσε τον αριθμό των πεζοπόρων ώστε να ετοιμαστεί η ανάλογη μακαρονάδα. Όχι παίζουμε. Τέτοια επιμελητεία δεν είχαμε ούτε στον στρατό.
Η πορεία μέχρι το γεφύρι εύκολη. Γρήγορη κατάβαση από ένα καλοδιατηρημένο μονοπάτι. Το γεφύρι σπουδαίο. Τοξωτό. Λιθόκτιστο. Από κάτω έτρεχε το νερό του «μεγάλου ποταμού των Λειβαδίων». Άφθονο. Είναι η εποχή που ο τόπος έχει νερά. Η μέρα πολύ καλή για περπάτημα. Βοήθαγε η συννεφιά. Η ξενάγηση εξαιρετική. Μάθαμε από το γιατί φτιάχτηκε το γεφύρι μέχρι τι σημαίνει «κοινόχρηστος δρόμος» στην εποχή του άρχοντα Νικολό Ντε Καμίλο που το έφτιαξε. Μάθαμε και τι κινδύνους αντιμετωπίζει σήμερα μιας και το πέτρινο «κλειδί» έχει αρχίσει να πέφτει και χρειάζεται στερέωση.
Και η στάση ευεργετική. Περιηγηθήκαμε χάρη στον Νίκο μερικούς αιώνες πίσω στην Λατινική Άνδρο. Συνάμα πήραμε κουράγιο καθώς ο δρόμος μπροστά μας ήταν σχεδόν κάθετος. Μάθαμε και γιατί το αποκαλούν «της στοιχειωμένης». Όπως λένε έπεσε ένα βράχος πάνω σε έναν μύλο που ήταν πιο κάτω από αυτό πριν κάτι αιώνες. Και πλάκωσε τον μύλο σκοτώνοντας τον μυλωνά και την μυλωνού. Τώρα το γιατί στοίχειωσε μόνο η μυλωνού αυτό δεν μας εξηγήθηκε. Βέβαια υπάρχει και η εξήγηση, που σε αυτές τις περιπτώσεις δίνει ένας γνωστός, ο οποίος έχει και τις σχετικές προκαταλήψεις: Αυτές παιδί μου στοιχειώνουν, εμείς πάμε άκλαυτοι!
Τέλος πάντων με αυτά και με τα άλλα άρχισε η κάθετη ανάβαση προς το τρίστρατο όπου το μονοπάτι ανεβαίνει («κοινόχρηστος δρόμος» του 16ου αιώνα κατά την αφήγηση) και συναντά πιο πάνω το μονοπάτι που έρχεται από Λειβάδια. Ενώνονται σε ένα πέτρινο τρίστρατο και μετά ανηφορίζει ο δρόμος προς τον Πετριά. Έναν παλιό εγκαταλειμμένο οικισμό που οι λόγοι της εγκατάλειψης ποικίλουν. Ανάλογα με τα ακούσματα και τις μαρτυρίες.
Εκεί στην απότομη ανηφόρα κι ενώ τα βήματα βάραιναν έτυχε να περπατώ με τον Κώστα, πυροσβέστη από τον Ζαγανιάρη. Η ανηφόρα έγινε πιο εύκολη με την κουβέντα.
- Ξέρεις, μου έλεγε, αυτά τα μονοπάτια θα έπρεπε να τα συντηρήσουμε, να τα αναδείξουμε, να τα προβάλουμε. Να έρχεται κόσμος να περπατάει. Ο πεζοπορικός τουρισμός είναι μεγάλη υπόθεση.
Κούνησα το κεφάλι μου λαχανιασμένος. Αυτό φαίνεται πως περίμενε ο Κώστας και πήρε φόρα…
- Κάθε τόπος έχει την ιστορία του. Πρέπει να γνωρίσουμε την ιστορία μας. Για να αγαπήσουμε τον τόπο μας. Πρέπει να κάνουμε κτήμα των ανδριωτών αυτά τα μονοπάτια και τις ιστορίες τους. Πρέπει να έρχονται επισκέπτες να περπατάνε και να μαθαίνουν τους μύθους και τους θρύλους μας. Κάθε τόπος έχει τη στοιχειωμένη και το δράκο του…
Τον κοίταξα ξαφνιασμένος. Τι κουβέντα; Κάθε τόπος έχει τη στοιχειωμένη και τον δράκο του;
- Τι έχεις σπουδάσει ρώτησα αμήχανος.
- Πυροσβέστης είμαι. Κάποτε ανακατεύτηκα και με τον τουρισμό. Τα έχω σκεφτεί χρόνια αυτά που σου λέω.
- Γράψτα, τον προέτρεψα.
- Μπα δεν γράφω. Μόνο τα λέω. Γράψτα εσύ που μπορείς, απάντησε.
Συνέχισα σκεφτόμενος ακόμα μια φορά πως δεν είναι μόνο τα βιβλία και τα πτυχία που αθροίζουν γνώσεις. Είναι και η ζωή που προσθέτει με την εμπειρία πολλά, κατέληξα, ανηφορίζοντας στο μονοπάτι.
Λίγο πιο πάνω μια ακόμα σύντομη στάση για αναφορά στον Πετριά. Εκεί σκέφτηκα λίγο τον γέρο – Αίσωπο με τον λαγό με την χελώνα. Αν σταματάω σε κάθε σημείο της ξενάγησης θα κουράζομαι περισσότερο. Δεν το κόβω σιγά-σιγά μιας και ξέρω τον δρόμο ώστε να μην ξεμείνω κάποια στιγμή. Το παράξενο ήταν πως είμαστε τουλάχιστον 6-7 που κάναμε την ίδια σκέψη. Και προχωρήσαμε μπροστά. Μπορεί να χάσαμε κάποια ενδιαφέροντα σημεία της ξενάγησης, όμως δεν χάσαμε τον ρυθμό μας. Και παρά το γεγονός πως οι άλλοι ήταν και νεώτεροι και γρηγορότεροι εντούτοις εμείς φτάσαμε πρώτοι. Να και ένα καλό που διαβάσαμε Αίσωπο στα νιάτα μας...
Όσο ανεβαίναμε η «μοναστική επιμελητεία» δεν έμεινε με σταυρωμένα χέρια. Μας παρακολουθούσε ο πατήρ - Αέτιος από ψηλά με τα κιάλια. Και το κινητό χτύπησε κανά δύο φορές ακόμα. Καθώς μάλιστα φορούσα ευδιάκριτη φανέλα ήξερε ο Αέτιος κάθε στιγμή που ήταν η ομάδα. Όχι παίζουμε. Είπαμε οργάνωση.
Όσο ανεβαίναμε χαλάρωναν οι συζητήσεις και μειώνονταν οι φωτογραφίες. Χάναμε φόρα με την κουβέντα και την φωτογράφιση. Αυξάνονταν όμως τα ερωτήματα: Πόσο θέλουμε ακόμα. Εκεί κάθε τόσο λέγαμε στους κουρασμένους: «Δέκα λεπτά». Ήταν ένα ξεχειλωμένο δεκάλεπτο (λίγο large στην απλοελληνική) που διάρκεσε πάνω από 15λέπτο…
Επιτέλους φτάσαμε. Στην «Κερκόπορτα» του μοναστηριού μας προϋπάντησε ο πατήρας Φιλάρετος με φωνές ενθουσιασμού. Όχι πως ο δικός μας ήταν λιγότερος. Άσε που γελάγαμε και με το σχόλιο πως μετά από τέτοιο τεστ-κοπώσεως ξέχνα για εφέτος εξετάσεις και γιατρούς…
Μετά τα καλωσορίσματα είχαμε και τις σχετικές αναμνηστικές φωτογραφίες πεζικάριων και επιμελητείας. Εκεί να δεις χαμόγελα. Τα είχαμε καταφέρει χωρίς απώλειες. Δεν είναι και λίγο ένα δίωρο περπάτημα σε μια ανηφόρα από 45ο έως 70ο μοίρες.
Και βεβαίως δεν τελειώσαμε εκεί. Υπήρξε νέα ξενάγηση εντός του μοναστηριού από τον ακούραστο Βασιλόπουλο. Προς το τέλος πήρε την σκυτάλη και ένας άλλος ακούραστος ξεναγός, της ζωής αυτός, ο πατήρ Ευδόκιμος. Που μας ταξίδεψε στα χρόνια της νιότης του. Και κάποια στιγμή είπε μια σπουδαία φράση αφήνοντας μας άναυδους:
- Ακούστε, ο άνθρωπος δεν έχει ηλικία έχει ζωή… Το ξέρω είμαι μεγάλος. Μπορεί να πεις πως είναι γέρος. Αλλά νιώθω ζωντανός. Είμαι, λοιπόν, μια χαρά. Όλα τα άλλα είναι λεπτομέρειες…
Για ξανάπεστο τον προτρέψαμε:
- Ο άνθρωπος δεν έχει ηλικία έχει ζωή, επανέλαβε…
Με αυτή την φιλοσοφημένη φράση ολοκληρώθηκε και η ξενάγηση και πήγαμε όλοι για φαγητό. Έχει και η ζωή τα καλά της. Ούτε να ευλογήσει ο Ευδόκιμος δεν πρόλαβε. Πέσαμε όλοι στο κόκκινο κρασί, στην παίγνωστή μακαρονάδα και τα συμπαρομαρτούντα (κάτι πατατούλες φούρνου θεονόστιμες, κάτι κοψίδια από κατσικάκι ελευθέρας βοσκής και ένα φρέσκο καλαμάρι) μας αναστέναξαν. Άντε να συνέλθουμε μετά για να κατέβουμε στα Φάλικα που μας περίμενε ένα λεωφορειάκι. Είπαμε από οργάνωση σκίσαμε. Κατεβήκαμε συζητώντας για τα καλά του χαλαρού περπατήματος μετά το φαί. Ήταν τέτοιος ο ενθουσιασμός στο λεωφορειάκι που μερικοί δήλωναν ήδη συμμετοχή για τον επόμενο ποδαρόδρομο. Οι ιδέες πολλές. Και οι πρώτες συμμετοχές ακόμα περισσότερες. Ζωή να ‘χουμε…
Φτάνοντας σπίτι, λίγο αργότερα, έριξα μια ματιά απέναντι στο μοναστήρι. Ήμουν κουρασμένος. Αλλά ζωντανός. Έχει δίκιο ο Ευδόκιμος σκέφτηκα: Ο άνθρωπος δεν έχει ηλικία, έχει ζωή…