Η Κυριακή του Ευδόκιμου
Του Διαμαντή Μπασαντή
Με κάλεσε για φαγητό το Σάββατο: "Έλα να μην τρώω μόνος μου". Του αντέτεινα πως θα πήγαινα την επομένη, Κυριακή 23/3, γιατί θα του πήγαινα και το αφιέρωμα της Real News. Η απάντηση του γελαστή: «Α! Φέρτο να δω τι γράφει ο Χατζηνικολάου. Είχε έρθει με την γυναίκα του».
Την Κυριακή οι εφημερίδες έρχονται στη Χώρα γύρω στις 12. Δώδεκα παρά πέντε πήγα με το αυτοκίνητο σε ένα περίπτερο. Ζήτησα την RealNews. Η απάντηση κάθετη: «Δεν παρήγγειλες, δεν έχει εφημερίδα. Και οι 30 είναι παραγγελία». Απόρησα. Έφυγα για το επόμενο περίπτερο. Κι εκεί η ίδια απάντηση: «Μόλις έδωσα 20 που ήταν παραγγελία». Αγχώθηκα. Πήρα τηλέφωνο ένα άλλο. Η απάντηση: «Άσε γίνεται χαμός και δεν έχεις παραγγείλει». Μπήκα στο αυτοκίνητο και έφυγα σφαίρα για τον Νειμποριό. Η απάντηση εκεί ανακουφιστική. "Έχουν μείνει δύο πάρε την μία".
«Ευτυχώς». Αναφώνησα. «Είναι για τον Ευδόκιμο. Θέλει να δει τι γράφουν». «Τυχερός είναι», μου απάντησε η κυρία, «παρά μια εφημερίδα και θα διάβαζαν όλοι οι άλλοι εκτός από αυτόν».
Πήρα την εφημερίδα και έφυγα για το μοναστήρι της Παναχράντου. Πριν κάνω 300 μέτρα στο τηλέφωνο ο Ευδόκιμος: «Μόλις έβγαλα τις πατάτες. Αργείς;»
- «Δεν λες που βρήκα εφημερίδα», απάντησα. «Εδώ γίνεται χαμός φεύγουν 30-30. Τόσο δημοφιλής είσαι…»
- «Μα τι λες;», ανταπάντησε. «Για έλα να φάμε και να δούμε τι γράφει. Σε περιμένω».
Έκανα κάπου 25 λεπτά να ανέβω μέχρι το μοναστήρι. Τον βρήκα χαμογελαστό. Είχε βάλει σερβίτσια. Άρχισα να του λέω την περιπέτεια με την εφημερίδα. Γέλασε πήρε το περιοδικό και το ξεφύλλισε.
- «Ωραίες φωτογραφίες. Κοίτα τι ωραίο το μοναστήρι. Α! Και τα φαγητά δείχνουν εξαιρετικά. Μα για δες με έβαλαν και στο εξώφυλλο».
Ήταν κάτι σαν μεγάλο παιδί. Του έβγαλα μερικές φωτογραφίες κι εγώ. Μετά με απλότητα γυρνά και μου λέει: «Καλά όλα αυτά αλλά πάμε να φάμε. Το περιοδικό άστο γι’ αργότερα.
Ήταν ένα υπέροχα γεύμα. Ο Ευδόκιμος αφέθηκε σε μια ενδοσκόπηση. Μιλούσε για τα ανθρώπινα. Τον άκουγα με περίσκεψη. Είχε μια διάθεση εξομολογητική. Τον ρώτησα πως νοιώθει για το δημοσίευμα. Κι άρχισε να μου λέει για την ζωή του. Για την Άνδρο. Για το μοναστήρι. Για την καλοκαιρινή μας εκδήλωση γι’ αυτό. Αλλά και το πως γνωρίζεις καλύτερα τον άλλο αν έχεις φάει μαζί του. Μίλησε για τις αλλοτινές δυσκολίες και αυτούς που στήριξαν το μοναστήρι. Από κάθε φράση του ανέβλυζε μια ιδιότυπη σοφία. Του το είπα και γύρισε με μια απλότητα και μου λέει:
- Ένα γυμνάσιο έβγαλα. Δεν πήρα πτυχίο. Αλλά έχω το πτυχίο της αγάπης…
Τον κοίταξα με θαυμασμό. Στο πρόσωπο του άπλωνε ένα πλατύ ολάνθιστο χαμόγελο.
Με το που τελειώσαμε το γεύμα θυμήθηκε το τηλέφωνο:
- «Περίεργο που δεν χτυπάει. Να δεις πως ξέχασα να το βάλω στη θέση του».
Με το που το έβαλε άρχισε να χτυπά. Από το Κόρθι. Του έλεγαν πως δεν βρήκαν εφημερίδα και τσακώνονταν να βρουν μια. Είχαν πουληθεί όλες πριν φτάσουν. Από την Κρήτη. Είχαν αντιρρήσεις για τους χοχλιούς. Δεν τους έκαναν εκεί κοκκινιστούς. Τους εξήγησε πόσο νόστιμοι είναι με ντομάτα. Μετά από την Καρδίτσα. Είχαν δει το αφιέρωμα. Και από την Αθήνα. Είχαν δει τις φωτογραφίες και είχαν χαρεί…
Κάποια στιγμή σταμάτησε να χτυπά. Βγήκε στο μπαλκονάκι φόρεσε τα γυαλιά κι άρχισε να ξεφυλλίζει πάλι το περιοδικό.
«Μα για δες εδώ», μου έλεγε. «Έχει κι άλλους μοναχούς. Καλό είναι αυτό». Κάποια στιγμή το έκλεισε. Κοίταξε ακόμα μια φορά το εξώφυλλο και μου είπε:
- «Τελικά μοιάζει σαν να είμαι το τιμώμενο πρόσωπο. Μεγάλη η χάρη μου. Να είναι καλά οι άνθρωποι. Αλλά πιο πολύ χάρηκα για το μοναστήρι. Δες αυτή τη φωτογραφία. Μοιάζει με ολόκληρο οικισμό. Δες κι εκείνη. Τι ωραίο καστρομονάστηρο. Ξέρεις το αγαπάω το μοναστήρι. Αφιέρωσα σε αυτό όλη τη ζωή μου. Και χαίρομαι που αυτό και η Άνδρος προβάλλονται»…
Χαιρόμουν μαζί του. Κάποια στιγμή σηκώθηκα και τον αποχαιρέτισα. Με ξεπροβόδισε. Πήρα τον δρόμο του γυρισμού. Το τηλέφωνο μου χτύπησε μια-δύο φορές. Ήταν φίλοι που ρωτούσαν αν είχα δει την εφημερίδα για τον Ευδόκιμο. Τους είπα πως μετά δυσκολία πρόλαβε να την δει κι ο Ευδόκιμος. Γέλασαν…
Απέναντι το Αιγαίο στραφτάλιαζε στο απομεσήμερο. Ο Ευδόκιμος είχε κάτι από την παλιά πατίνα των νησιωτών που είχε κι ο πατέρας μου. Με την σκέψη αυτή ένοιωσα ένα αίσθημα δικαίωσης γι’ αυτόν τον σεμνό και ακάματο μοναχό. Τον άνθρωπο που ακούμπησε δεκαετίες πάνω στην Άνδρο με αγάπη και κατάφερε να σηκωθεί λίγο ψηλότερα. Και μαζί του και όλο το νησί…