Σκέψεις μπροστά σε ένα θαμπό Πάσχα…
Του Διαμαντή Μπασαντή
"Το κείμενο αυτό άρχισε ως μια περιδιάβαση στην Άνδρο και κατέληξε ως περιδιάβαση στην κοινωνία της Άνδρου. Άρχισε ως μια περιγραφή των ημερών και κατέληξε ως μια διαδρομή αυτογνωσίας. Άρεσε σε πολλούς. Με σταμάτησαν αρκετοί και το συζήτησαν μαζί μου. Η κουβέντα με τον Δημητρη Χ. με έπεισε να ξαναγράψω κάποια μέρη. Είδα πως άξιζε τον κόπο γι΄ αυτό και επανέρχομαι..."
Αυτή η Μεγάλη Εβδομάδα μοιάζει διαφορετική. Μπορεί τα πλοία να έρχονται γεμάτα, όμως το κλίμα είναι θαμπό. Θες ο καιρός που είναι μέρα παρά μέρα άλλοτε σκυθρωπός, άλλοτε βροχερός και λίγες στιγμές χαλαρός. Θες ότι οι άνθρωποι είναι φορτωμένοι με τα οικονομικά και μπερδεμένοι με τα κοινωνικά. Θες γιατί οι ανοιξιάτικες εκλογές επηρεάζουν το κλίμα. Έφτασε Πάσχα και τα μαγαζιά είναι μισοάδεια ή άδεια και οι καταστηματάρχες σε ένταση.
Ένα βράδυ μιλούσα με τον Γιώργο, έναν νέο άνθρωπο, στο ταβερνάκι του Υψηλού στην Άνδρο. «Δύσκολα τα πράγματα», σχολίασε. «Φταίει ο καιρός, φταίει η κρίση, αλλά φταίμε κι εμείς. Δυσκολευόμαστε στην Άνδρο να χαμογελάσουμε στον πελάτη. Δυσκολευόμαστε να πούμε την καλή κουβέντα. Τα κάνουμε όλα λίγο σκυθρωπά. Ενώ στα άλλα νησιά είναι λίγο πιο χαρούμενοι. Πιο χαμογελαστοί. Πρέπει να αλλάξουμε. Αν θέλουμε τουρισμό πρέπει να δεχόμαστε και τις παραξενιές των ανθρώπων και τις διαφορές τους».
Ήταν μια στοχαστική κουβέντα. Καλό σημάδι. Μόνο μέσα από την αυτογνωσία μπορείς να πας μπροστά. Τέλειωσα το ποτό τον καληνύχτισα κι έφυγα.
Την επομένη βρέθηκα με μια φιλική παρέα. Ξαφνικά κάποιος σχολίασε: «Νομίζω πως σε κάποιες περιοχές της Άνδρου οι άνθρωποι είναι πιο δύσκολοι στις σχέσεις από ότι σε άλλες».
Άραγε γιατί υπάρχουν τόσες διαφορές με τους άλλους, αλλά και μεταξύ μας σε αυτό το νησί;
Άρχισα να ξανακοιτώ μία-μία τις περιοχές που απαρτίζουν την Άνδρο. Στο Γαύριο και στο Μπατσί ο τουρισμός εδώ και 30 χρόνια άλλαξε τον χαρακτήρα. Οι εσωστρεφείς αρβανίτες ξανοίχτηκαν μαζί με τους τόσους ξένους που καταφθάνουν τα καλοκαίρια. Αλλά και οι νέοι κάτοικοι που ήρθαν κι έφτιαξαν τα παραθεριστικά σπίτια τους κοντά στο λιμάνι (για να μπορούν να πηγαινοέρχονται) επέδρασαν κι αυτοί. Όλοι μαζί διεύρυναν τους παλιούς παραδοσιακούς δεσμούς και άλλαξαν τους ρυθμούς του χώρου. Η παλιά κοινωνία χάθηκε. Στη θέση της δεν υπάρχει ακόμα κάτι σταθερό. Εκτός αν θεωρήσουμε ως σταθερά το κέρδος…
Στο Κόρθι, κάποτε περίκλειστο και απομονωμένο, οι περισσότεροι έφυγαν. Η ανάγκη έκανε του Κορθιανούς να πάνε αλλού. Αλλά η αγάπη για τον τόπο τους τους έκανε να να επιστρέφουν συνεχώς. Όπως συμβαίνει στους μικρούς και κλειστούς τόπους οι κάτοικοι είναι δεμένοι μεταξύ τους και λίγο δύσπιστοι με τους πιο πέρα. Αυτό βοηθά την μεταξυ τους επικοινωνία, αλλά δεν βοηθά στην επικοινωνία με τους άλλους.
Στη Χώρα υπάρχει εντελώς διαφορετική κατάσταση. Κάποτε η πόλη ήταν η πλέον διεθνοποιημένη περιοχή του νησιού. Οι ανοικτοί ορίζοντες της ναυτιλίας την αρμένιζαν μακριά. Οι αντιθέσεις που δημιουργήθηκαν τότε στην κοινωνία της περιοχής ήταν άλλες και μεγάλες. Όμως, εδώ και δεκαετίες η ναυτιλία καθώς και η αστική τάξη που αυτή δημιούργησε έχουν αλλάξει έδρα. Ελάχιστοι από τους παλιούς αστούς μένουν κάποιους μήνες εδώ. Οι περισσότεροι περνούν το καλοκαίρι για μερικές μέρες. Οι παλιές αντιθέσεις χάθηκαν. Ή, έμειναν ως ανάμνηση και σέρνονται πια τριγύρω σαν προϊόντα εκτός εποχής.
Αυτοί που είναι σήμερα εδώ προσπαθούν να διατηρήσουν μια επίπλαστη επιφάνεια αστικότητας. Αλλά δεν έχουν πολλά κοινά με αυτούς που έφυγαν. Ενώ και η ζωή σήμερα είναι πλέον διαφορετική. Κάπως έτσι η Χώρα μερικές φορές μοιάζει να κινείται μεταξύ αστικότητας και αστειότητας. Αστικότητας γιατί πολλά και ενδιαφέροντα που συμβαίνουν εκεί είναι κληροδότημα ή απόηχος μιας αστικής Άνδρου που έσβησε. Αλλά και αστειότητας καθώς κάποιοι φαντάζονται το λούστρο ως την μόνη κληρονομιά της αστικής παράδοσης. Όπως, μου είπε τυχαία ένας νεαρός ένα μεσημέρι: «Σήμερα η Χώρα πάσχει από μια μεγαλομανία. Ίσως γιατί έφυγαν τα μεγάλα κι έμεινε η μανία»!
Έτσι συχνά η σοβαρότητα αντικαταστάθηκε από την σοβαροφάνεια. Η οικονομία της σκληρής δουλειάς (ακόμα και των εφοπλιστών) υποκαταστάθηκε από μικροεπιχειρήσεις γρήγορου κέρδους. Χάθηκε η παλιά οικονομική συγκρότηση, ενώ ακόμα δεν διαμορφώθηκε μια νέα. Έτσι δεν ολοκληρώθηκε ο απαραίτητος επαγγελματισμός σε πολλούς.
Και κάτι για τις "απόψεις"
Μιλούσα με ένα βράδι με μερικούς γνωστούς. Είχαν απόψεις για όλα. Ιδίως για τους άλλους. Για τον εαυτό τους φυσικά είχαν την καλύτερη! Φυσικά δεν είχαν δουλέψει καμία άποψη. Αλλά είχαν άποψη για όλα. Ήταν λες και τις είχαν βρει στο δρόμο. Ήταν μάλλον δύσκολο να καταλάβουν πως οι απόψεις συγκροτούνται ως κατάληξη μιας διαδρομής στον χώρο. στον χρόνο, στην γνώση και στην εμπειρία. Και πιο δύσκολο να τι δουν ως απόρροια αυτογνωσίας και ενδελεχούς παρατήρησης. Κι αυτό γιατί κάτι τέτοια τους κούραζαν. Προτιμούσαν εύκολες αντιδράσεις και ξεκούραστες απόψεις. Ή, άλλως αντιδράσεις προ-κατ και απόψεις φαστ-φουντ...
Ας μην απορρούμε λοιπόν γιατί η Άνδρος χρόνια τώρα (μαζί με την Ελλάδα) πελαγοδρομεί χωρίς συγκροτημένη άποψη για το που θέλει να πάει και τι χρειάζεται για να πάει κάπου. Σε μια κοινωνία απολίτικη οι περισσότεροι τα καταλαβαίνουν όλα σαν «προσωπικά». Ακόμα και οι σοβαρές προτάσεις για το πως θα πρέπει να πορευτεί και να εξελιχθεί το νησί συχνά ερμηνεύονται σαν «προσωπικές» απόψεις. Κάπως έτσι συχνά χάνεται το μέτρο. Ας αναφέρω ένα προσωπικό παράδειγμα: Μιλώντας με ορισμένους διαπίστωσα πως νομίζουν ένα καλογραμμένο και επεξεργασμένο κείμενο σαν τυχαίο αποτέλεσμα. Δεν κατανοούν πως είναι το καταστάλαγμα μακράς εμπειρίας και συσσωρευμένης γνώσης που μαζί με το ταλέντο και την δουλειά οδηγούν στο καλό αποτέλεσμα. Δύσκολο να εξηγήσεις πως ένα καλό κείμενο δεn είναι μια εύκολη διάβαση, αλλά μια επίπονη περιδιάβαση…
Αντί για την επίμονη περιδιάβαση τι πιο απλό να έχουν όλοι μια εύκολη άποψη; Δεν πλήρωσαν τίποτα για να την αποκτήσουν. Μόνο ο τόπος πληρώνει για τις εύκολες απόψεις. Και μετά εύκολο να φταίνε πάντα οι άλλοι. Οι έχοντες τις "ξεκούραστες" απόψεις δεν χρειάστηκε ποτέ να αποδείξουν κάτι. Αρκεί που τις μεταφέρουν στους διπλανούς τους. Να γιατί υπάρχει ένα περιρρεόν κλίμα ευκολίας. Να γιατί με αυτές τις απόψεις φτάσαμε μέχρι εδώ. Κάπως έτσι δυσκολεύομαστε να κάνουμε προκοπή ως κοινωνία και ως νησί. Ή μήπως κάναμε και δεν το ξέρω;