Coffee time
Του Δημήτρη Ασλάνογλου
Είχαν περάσει λίγες ώρες, που καβατζάραμε τον Κάβο-Φινιστέρο, στις ΒΔ ακτές της Ισπανίας στον Ατλαντικό. Ταξιδεύαμε τον Μπέη (Βισκαϊκός κόλπος) με πορεία, που χτυπούσε το Ούζαντ, στις ακτές της ΒΔ Γαλλίας. Εμείς χτυπούσαμε πορεία για το Ούζαντ, αλλά κι ο Μαϊστρος, χτυπούσε τη μπάντα του βαποριού μας τόσο ανελέητα, σαν να ήθελε με το μπότζι, να ξεσκεπάσει τα ύφαλα, να δούνε το φως, μπας και θρέψει καλύτερα η στρειδώνα, που κρύβεται κολλημένη από κάτω.
- Ο Θεός να κάνει καφέ αυτό το νερομπλούμι ρε Φράνκι, σκέφτηκα και ειπα: This is not a coffee, this is a black tea with bubbles!
Τι να του πεις του καϋμένου, αφού κυνηγάει το μπρίκι από τη μιά μεριά του πυρωμένου ματιού μέχρι την άλλη, σαν μπίλια, που κυλάει σε τραπέζι μπιλιάρδου, που παίρνει τον κατήφορο. Το άτιμο το μπότζι, τούχει καταστρέψει τη φήμη, σαν το καμαρωτάκι με το καλύτερο χέρι στη μετρησιά αλλά και στο σήκωμα του καφέ. Γιατί ο καφές σηκώνεται και πρέπει να ξέρεις μέχρι ποιό ύψος θα σηκωθεί, μη πάει και δεν χωρέσει στο μάτι σου, αλλά και στην απαιτητική σου γλώσσα και μύτη.
Όταν είναι coffee time, μόνο ο Θεός μπορεί να αναιρέσει αυτή τη συνήθεια. Δέκα η ώρα το πρωί, θα μαζευτούνε όλοι, απ’ όπου κι αν δουλεύουν, στο καπνιστήριο, γιά να χαλαρώσουν, τουλάχιστον γιά είκοσι λεπτά. Τότε όλοι θυμούνται, ότι κάτι ξεχάσανε να πούνε από βραδύς, όλοι τότε θα πούνε, ότι αυτό που ακούσανε από τον άλλο χτες δεν ήτανε αρκετό, οπότε οι ερωτήσεις κι οι απαντήσεις πέφτουνε βροχή. Πότε με χασκόγελα, πότε με έντονο ύφος και βλοσυρότητα, πότε βαριεστημένα, αν το μπότζι μας έχει γλαρώσει και δεν μας αφήνει να πατήσουμε τα δυό πόδια στέρεα και ήρεμα στο πάτωμα.
Σήμερα το μπότζι ήταν το κάτι άλλο, ο καιρός από τη μπάντα, με φουσκοθαλασσιά, να ταλανίζει τα στομάχια και να ανακατεύει τα μυαλά κι όλα τα σωθικά μας. Δεν βαριέσαι, που θα πάει θα συνηθίσουμε, αυτά συνηθίζονται, τα άλλα όμως δεν μπορείς πολλές φορές να τα χωνέψεις.
Ο Θανάσης μπήκε και κράταγε ένα χαρτί, που από το σφιχτό κράτημά του, είχε καταντήσει ξεφτισμένη χαρτοπετσέτα. Κάθησε με τα χίλια ζόρια στη θέση του στο καναπέ, σήκωσε το καφέ του από το τραπέζι, και έβγαλε μιά βαθιά εκπνοή. Κι αυτό γιατί από κάτι χασκόγελα, κανείς δεν άκουσε την βαριά εισπνοή, που προηγήθηκε. Όταν όμως ο Θανάσης ξεφύσησε ξανά, το καπνιστήριο πνίγηκε από μιά σιωπή, πούπεσε σαν ταφόπλακα στο κέντρο του χώρου και ολονών τα βλέμματα, καρφώθηκαν με μιάς στο πρόσωπό του.
- Τι έγινε ρε Θανάση; τον ρωτάω.
Έμεινε γιά λίγο με τα μάτια καρφωμένα στο πάτωμα και ξαφνικά, μαζί μ’ ένα γερό μποτζάρισμα, ξανάφησε ένα βαθύ αναστεναγμό.
- Τι είναι μωρέ του λέω, θα μας σκάσεις; έγινε κάτι στο σπίτι.
Πάντα ο νους μας, μονομιάς, πάει στους ανθρώπους, πούναι πίσω μακριά και έχουμε πάντοτε την έννοια τους. Κείνους, που θεωρούμαι πάντα, ότι στέκουν και μας περιμένουν καρτερικά και που πολλές φορές κρέμονται από τη δούλεψή μας.
- «Έφυγε ο γέρος», λέει κοφτά κι απότομα. «Και μου ‘χε πει ότι θα παλέψει και θα το ξεπεράσει το κακό, που τον παίδευε εδώ και μερικά χρόνια. Δεν άντεξε ο φουκαράς το πόλεμο με το θεριό», συνέχισε, «όμως είχε κερδίσει πολλές μάχες, αλλά δεν μπόρεσε να κερδίσει και τον πόλεμο».
Κράταγε στο χέρι του το τηλεγράφημα, που τούδωσε ο μαρκόνης και δεν ήξερε που να το βάλει. Πως γίνεται σε μιά στιγμή ένας πατέρας να αποκτά πάνω από δέκα παιδιά, γιατί τόσοι είμαστε εκείνη την ώρα στο καπνιστήριο. Όλοι σκύψαμε το κεφάλι, όλοι καρφώσαμε τα μάτια στο πάτωμα, όλοι δεν χαμπαριάσαμε αν το μπότζι σούβλιζε το κουφάρι του βαποριού. Κείνη την ώρα η φουσκοθάλασσα πέρασε μέσα στη καρδιά. Κείνη την ώρα, η γλώσσα έγινε τόσο μικρή, που με μιάς, όλοι μας την κατάπιαμε.
Σήκωσα το βλέμμα μου, με όση δύναμη μπόρεσα να βρω κι είδα το δάκρυ, να απλώνεται σαν διάφανος λεκές, σ’ ολονών τα μάτια και να γυαλίζει τα τσίνορα σαν το βερνίκι της θάλασσας. Σ’ άλλους κρατήθηκε εκεί, σ’ άλλους κύλησε ίσαμε το πάτωμα και η σιωπή ακόμα να μας πνίγει, πιότερο κι από την κάπνα, που έζενε γύρω μας, από τα τσιγάρα.
- Η ευχή του είναι κοντά σου Θανάση, αυτό είναι σίγουρο, όσο πιό πολύ πονάς τόσο πιό μέσα σου τον κρύβεις, γιά να σε προστατεύει και να σ’ αγκαλιάζει με τη θύμησή του.
Ήταν τα μόνα λόγια, που μπόρεσα πρώτος να ψελλίσω και μ’ ένα μπότζι, βρέθηκα δίπλα του να τον αγκαλιάζω από τους ώμους, κρατώντας το ένα χέρι του, όσο πιό σφικτά μπορούσα. Έγειρε το κεφάλι του στό κόρφο μου κι ένοιωσα ένα μωρό στην αγκαλιά μου, ν’ αναζητά την προστασία τη πατρική, που άφηνε πίσω του ο κακός ο χρόνος, η κακιά η ώρα, που λέμε όλοι μας.
Οι υπόλοιποι κοίταξαν το ρολόι κι έκαναν να σηκωθούν με τους ώμους κατεβασμένους, έτοιμοι να πάνε στις δουλειές τους.
- Κλείστε όλοι τις δουλειές σας και σχολάστε. Σήμερα δεν έχασε μόνο ο Θανάσης το πατέρα του, σήμερα χάθηκε ένας πατέρας, που μπορεί νάταν ο δικός μας πατέρας.
Είπα με μιά φωνή, που έψαχνα το πως μπόρεσε και βγήκε από τα χείλη μου.
Οι ώρες, που ακολούθησαν, ήταν οι ώρες του «Πατέρα». Ο Θανάσης έλεγε για κείνον κι εμείς ακούγαμε και σιγοντάραμε τα λεγόμενά του. Τον φέραμε όλοι κοντά μας, τον νοιώσαμε να στέκει ανάμεσά μας, να μας δίνει την ευχή του και να σπάει το ρημάδι το μπότζι, που δεν μπόρεσε ποτέ να μας νικήσει.
Ο πόνος κι η χαρά είναι διαβάτες της ψυχής μας. Είτε περνάει ο ένας, είτε περνάει ο άλλος, ένα είναι σίγουρο: το μπότζι στο coffee time, δεν πιάνει μπάζα μπροστά τους.