Ο αγνοούμενος
Της Ιουλίας Ζαννάκη
.
(Σημ.: Ο Δημοσθένης Μάνεσης, ετών 44, από την Βουρκωτή θεωρήθηκε αγνοούμενος στο ναυάγιο του πλοίου “Odyssey” στην μέση του Ατλαντικού. Το παραπάνω κείμενο που διέσωσε η Ιουλία Ζαννάκη είναι η ανακοίνωση της εφημερίδας Ανδριακή. Παρακάτω ακολουθεί ένα λογοτεχνικό κείμενο της Ιουλίας Ζαννάκη ξαδέλφης του αγνουομένου Δημοσθένη Μάνεση, που τον "βλέπει" να περιέρχεται μόνος του μετά τον χαμό τα χρόνια και τα μέρη που έζησε, να μονολογεί "κοιτώντας" από μακριά το κενό που άφησ επίσω του, στην γυναίκα και στα παιδιά του μόνα τους, να τριγυρνά το σπίτι του και να "περιεγράζεται" τις φωτογραφίες του που παλιώνουν με τα χρόνια χωρίς αυτόν. Και στο τέλος να καταλήγει με τις τελευταίες συγκλονιστικές στιγμές στο καράβι όταν βουτά από την φλεγόμενη λαμαρίνα της πλώρης στην θάλασσα με μια κραυγή απελπισίας "βόηθα μάνα, βόηθα"! Η γριά μάνα περιμένει χρόνια στην αμμουδιά τη θάλασσα να της φέρει πίσω τον γιό που χάθηκε.... Αυτή είναι η Άνδρος της θάλασσας, αυτοί είναι οι πατεράδες μας, τα ξαδέλφια μας, οι δικοί μας άνθρωποι, που έγραψαν με τη ζωή τους την μεγάλη ναυτική ιστορία του νησιού μας - Εν Άνδρω).)
Μονόλογος του αγνοούμενου
Δεν έφυγα είμαι ακόμα εκεί. Καθισμένος στο δώμα, άκρη-άκρη, ονειρεύομαι τη φυγή.
Τα δεκαπέντε μου χρόνια ετοιμάζονται να δραπετεύσουν. Έξω από τα Άχλα, στα ανοιχτά περνούν καράβια. Μοιάζουν σαν κείνα που πλέουν όταν παίζω στις χαβούζες, στα θαλάμια του ποταμού. Ο άνεμος βρυχάται καθώς κατηφορίζει από την Κουβάρα και η ομίχλη θολώνει τα μάτια μου.
Χαμογελώ στις μνήμες
Στον κόρφο του Αιγαίου βυζαίνω τον ήλιο και την αλμύρα. Θαλασσομονοπάτια γητευτικά υφασμένα από προσμονή στα ακοίμητα πέλαγα με καλούνε. Ξεδιπλώνεται το πέλαγος σαν βιβλίο αδιάβαστο και ο ίσκιος του γλάρου βουλιάζει στις βαθυγάλαζες πορείες του πόντου. Το αίμα της πλάσης ολόκληρης κοχλάζει στ΄ απόσκια του ύφαλου, σαν μούστος αψύς. Στου ωκεανού το απέραντο αφουγκράζομαι το μεθύσι του κόσμου.
Το λιμάνι, πόρτα ολάνοιχτη, με προκαλεί. Με κοχύλια περίτεχνα ανατέλλει η παρθενική μέρα. Και ‘γω την διαβαίνω. Την διαβαίνω πολλές φορές. Μετρημένες.
Σε λιμάνια ξωτικά γωνιάζω. Τα λιμάνια με δέχονται σαν λαγόνες γυναίκας αδιάφορης και ‘γω αφήνομαι μέσα τους όπως βυθίζεται σε ανήμερους πόντους άηχη η σελήνη στα ξένα. Ένας χάρτης φθαρμένος έγινε η καρδιά μου. Πάνω του σημειωμένες πολιτείες και τόποι αλλόφυλοι. Και τα χρόνια μου σε θαλάμια ανήλιαγα, σβησμένα κεριά γενεθλίων αγιόρταστων. Στο λίκνο των ωκεανών φυτίλι αλλόκοτο ταξιδεύω. Αστέρινοι δρόμοι πάνωθε μου και γαλαξίες οδηγητές με αρμενίζουν. Το σπίτι μου κρεμασμένο βουβό στης καμπίνας τον τοίχο. Μια κορνίζα με λαβωμένες ειδήσεις.
Τώρα στο σπίτι ο ήλιος θα γλιστρά στον παραστάτη. Η άνοιξη θα κτίζει την φωλιά της στον κάπασο. Τα παιδιά μου θα παίζουν με τους τελευταίους σταλαχτίτες να κλαίνε στα χέρια τους. Η μάνα μου θα τακτοποιεί τα ρούχα μου στη λεβάντα. Η γυναίκα μου λούζεται με το νερό της βροχής. Η ανάσα της πικραμύγδαλο, άρωμα από ανθόνερο και μέλι. Η κτένα αμήχανη στα μαλλιά της. Το χέρι μετέωρο στέκει στο αντιφέγγισμα της μορφής μου. Ανεκπλήρωτο χάδι.
Ανεκπλήρωτες υποσχέσεις, ο γυρισμός μου, τα παιδιά που δεν χάρηκα, τα χωράφια που έσπειρα και δεν θέρισα. «Αλώνισα», μου έγραψε. Η ψυχή είναι εκεί, κρυμμένη στη γέρικη ελιά, θροΐζει εκείνη απαλά τα φύλλα της, μην ταράξει τη απόλυτη αρμονία, μην την τρομάξει.
Οι σπόροι γυμνώνονται στο αλώνι. Εκείνη καβάλα στη ράχη του καλοκαιριού θρυμματίζει το χρόνο. Ξεχωρίζει με το λιχνάκι τις λευκές αέρινες νύχτες της, με ένα κόκκο σταριού καρφωμένο στα χιονάτα της δόντια. Καταμεσήμερο και το κορμί της αχνίζει. Αχνίζει σαν ζυμωτό φρέσκο ψωμί.
Σε πόντους γερασμένους ρυτιδιασμένους από τις θύελλες αδιάκοπα περιπλανιέμαι. Τα γράμματα μικραίνουν. Η μάνα μου το ξέρει πως μαζί μικραίνει και η καρδιά μου.
Τα πέλαγα που αγάπησα με κλείνουν και η πλωτή μου φυλακή, μισητή πλανεύτρα , ένοχη όσο και γω, με οδηγεί όλο και πιο μακριά από κείνους.
Η γυναίκα μου στρώνει τραπέζι.
Άδεια η θέση μου. Τα αγόρια, τρέχουν γελώντας γύρω του. Ξέγνοιαστα κυνηγιούνται. Τα πιατικά κροταλίζουν, στο τραπέζι.. Η χύτρα σφυρίζει αμέριμνη.
Αφουγκράζομαι, λαχταράω να ακούσω το γέλιο τους, τους γνώριμους ήχους του σπιτιού μου.
Με εμποδίζει το βουητό του ωκεανού που βρυχάται γύρω μας. Μας κτυπά από παντού οργισμένος, ο ανελέητος.
Σήμερα από το πρωί, στη βάρδια, αυτή η απόφαση που πήρα τότε, τριβελίζει στο μυαλό μου. Της μάνας μου σπαραχτικά αντηχούν τα λόγια: «Γρουσουζιά να γυρίσεις πίσω» Γρουσουζιά που συνάντησα στο σταθμό του τραίνου το καπετάν –Λινάρδο, την ώρα που γύριζα στο σπίτι. Γρουσουζιά που άλλαξα γνώμη και επέστρεψα την προκαταβολή που είχα πριν λίγο πάρει από την παλιά μου εταιρία και μπαρκάρισα μαζί του.
Τα λόγια της στον αέρα όλο και λιγοστεύουν σαν τα σήματα κινδύνου που όσο πάνε και σβήνουν, χάνονται.
Βρυχάται ο ωκεανός ο απείθαρχος. Τα νοήματα των απόντων κτυπούν το φινιστρίνι, κυκλώνουν την μοναχική σκήτη μου. Πύρινη γλώσσα ακτινοβόλος λαφυραγωγεί τη σιγουριά μου. Σάστισμα του νου και σκοτάδι κι ύστερα τόπος δοκιμασίας η πλώρη.
Δεν μπορεί να μου συμβαίνει αυτό. Είναι ο άνεμος που βρυχάται καθώς κατηφορίζει από την Κουβάρα, η ομίχλη θολώνει τα μάτια μου.
Τα σκουπίζω με την παλάμη μου. Είναι δάκρυα και ‘γω είμαι γαντζωμένος στην κουπαστή, στην άκρη της πλώρης, αφημένος εκεί, να με λούζουν πελώρια κύματα, πύρινα κύματα. Γεύομαι την αλμύρα τους, την νοτισμένη από το πετρέλαιο. Τριγύρω φωτιά και ‘γω στέκομαι σε ένα κομμάτι του ονείρου μου, που βουλιάζει. Σκοτεινή καντηλήθρα αλλόκοτη, το σπασμένο καράβι με το ανθρώπινο φυτίλι, και αναμμένο καντήλι η θάλασσα. Αυτή που αγάπησα. Αντίκρυ, πλοία, παιχνίδια που βγάζουν ήχους περίεργους, βογγητά. Δεν μπορώ να τα φτάσω, ούτε εκείνα εμένα. Οι καπετάνιοι ανήμποροι και οι μπουρούδες όλες μαζί μοιρολογούν το χαμό μας.
Σφαλίζω τα μάτια, αγωνίζομαι να δω για τελευταία φορά τα παιδιά μου. Τους γιούς μου να γίνονται έφηβοι, να γίνονται άντρες. Τα παιδιά που δεν έζησα, τα παιδιά που δεν γνώρισα.
Μια τελευταία απελπισμένη προσπάθεια. Τους το χρωστάω. Ανεβαίνω στην κουπαστή και βουτάω.
Διανύοντας την τροχιά μου, σπάζω τη γραμμή του αδιάβατου. Μεγαλύνονται οι τόποι φθοράς. Υαλόφρακτοι κήποι προσφοράς, βωμοί απαραβίαστοι φεγγίζουν, οθόνη γλαυκοπράσινη. Καλειδοσκόπιο ζωντανό αντανακλά αιμάτινα στίγματα. Εκατοντάδες τυφλές σκιές γνέφουν σαθρές υποσχέσεις. Αιωρούμαι στα χείλη του ύφαλου φτάνω στο διαχωριστικό του εφιάλτη στα σύνορα του σιωπηλού βάθους κι η κραυγή μου σβήνει σαν το κρασί στη φωτιά.
«Βοήθεια μάνα, βοήθεια».
Χριστούγεννα κι η μάνα, η μάνα θα ελπίζει και θα προσμένει σε μια αμμουδιά της πατρίδας η θάλασσα να με βγάλει ακέραιο. Μα ‘γω στα σπλάχνα του πελάγου σκοτεινές αποικίες θα διαβαίνω ταξιδευτής αιώνιος στα ακοίμητα πέλαγα. Η μάνα μου σκύβει πάνω από το λίκνο μου, το λίκνο της θάλασσας. Αφουγκράζεται την ανάσα μου και προσδοκά την Ανάσταση. Να με δει περιμένει σαν και Κείνης το γιο να βαδίζω πάνω στα κύματα να ανηφορίζω στο σπίτι.
Τα παιδιά μου θα με αναζητούν στις παλιές φωτογραφίες που όλο θα ξεθωριάζουν, θα χάνονται. Στις κορνίζες ο χρόνος θα αφήσει ανέπαφη την μορφή μου. Μακρινή παρουσία. Μακρινή απουσία. Ο πατέρας που ταξιδεύει.
Αιώνιος ταξιδευτής
Σπαργανωμένος τα ρούχα της θάλασσας λικνίζομαι στην αιώρα του σύμπαντος. Κοράλλια πολύμορφα κι ανεμώνες θροΐζουν στο διάβα μου. Ρότες ατελείωτες διανύω δίχως πουθενά ν΄ απαγκιάζω Στίγμα ανέλπιδο. Αγνοούμενος.