Ο «κατακλυσμός» του Φελλού
Του Γιάννη Πίππα
Ιστορικού - Λαογράφου
Ερείπια από τον «κατακλυσμό» του Φελλού.
(Το κείμενο του ιστορικού και λαογράφου Γιάννη Πίππα για τον Φελλό είναι προδημοσίευση από το περιοδικό Νήσος Άνδρος του Γιώργου Δαρδανού - εκδόσεις Gutenberg. Το Νήσος Άνδρος ένα ετήσιο περιοδικό του νησιού μας κυκλοφορεί κι εφέτος με ενδιαφέρουσα ιστορική, λαογραφική, κοινωνική και λογοτεχνική ύλη. Ευχαριστούμε τον ιστορικό Γιάννη Πίππα και τον εκδότη Γιώργο Δαρδανό για την συνεργασία τους με την ιστοσελίδα μας και αυτή την χρονιά - Εν Άνδρω).
Σε όλους τους θρύλους των αρχαίων πολιτισμών περιγράφονται κατακλυσμοί, προϊόντα τιμωρίας των θεών προς το ανθρώπινο γένος για τις αμαρτίες του με αποτέλεσμα την παρ’ ολίγον εξαφάνισή του. Στην Ασσυρο-βαβυλωνιακή μυθολογία ένας τέτοιος κατακλυσμός μνημονεύεται στο Έπος του Γκιλγκαμές. Στην Παλαιά Διαθήκη, στη Γένεση μνημονεύεται ο κατακλυσμός του Νώε.
Στην Αρχαία Ελληνική μυθολογία μνημονεύονται τρεις κατακλυσμοί, ο Ωγύγιος κατακλυσμός, ο κατακλυσμός του Δευκαλίωνα και της Πύρρας και ο κατακλυσμός του Δαρδάνου. Μουσουλμανική παραλλαγή του κατακλυσμού του Νώε μνημονεύεται στο Κοράνι. Στη σκανδιναβική μυθολογία μνημονεύονται δύο κατακλυσμοί. Επίσης κατακλυσμοί μνημονεύονται στον πολιτισμό των Ίνκας και στον Ινδικό πολιτισμό.
Μια τέτοια φυσική καταστροφή, ένας κατακλυσμός έγινε στο Φελλό της Άνδρου την 1η Φεβρουαρίου του 1860 ή 1861. Το χωριό καταστράφηκε ύστερα από μια έντονη βροχόπτωση τεσσάρων ημερών, η οποία προκάλεσε μια μεγάλη κατολίσθηση με αποτέλεσμα να καταρρεύσουν τα σπίτια του χωριού. Οι κάτοικοι που διασώθηκαν στεγάσθηκαν προσωρινά στα κελιά τους και ξανάχτισαν το χωριό τους σε ασφαλέστερα σημεία. Πολλοί Φελλονιάτες δεν ξαναέκτισαν τα σπίτια τους, αλλά κατέβηκαν και κατοίκησαν μόνιμα στο Γαύριο.
Σχετικά με αυτή τη φυσική καταστροφή δημοσιεύουμε μια μαθητική έκθεση, γραμμένη στα μαθητικά του χρόνια από το Γιάννη Περράκη, μαθητή του Δημοτικού Σχολείου του Φελλού με τον τίτλο «Η καταστροφή του Φελλού». Ο Γιάννης Περράκης υπήρξε τη δεκαετία του 1990 Έπαρχος Άνδρου. Σήμερα δεν βρίσκεται πια στη ζωή. Τη μαθητική αυτή έκθεση ο Γιάννης Περράκης την παρέδωσε στο συγχωριανό του Μπάρμπα Σταμάτη Μαμάη, ο οποίος τη διεφύλαξε και έτσι περιήλθε στα χέρια του γράφοντος.
Ερείπια από τον «κατακλυσμό» του Φελλού
Αυτή η φυσική καταστροφή στην κοινωνία της Βόρειας Άνδρου πέρασε στο χώρο του θρύλου. Στις μέρες μας όμως έχει πια τελείως λησμονηθεί. Οι γέροντες διηγούνταν ότι στο Φελλό έβρεχε σαράντα ημέρες και σαράντα νύχτες. Προφανώς πρόκειται για ένα παραλληλισμό με το βιβλικό κατακλυσμό του Νώε, όπως περιγράφεται στη Γένεση της Παλαιάς Διαθήκης (Καί ἐγένετο ὑετός ἐπί τῆς γῆς τεσσαράκοντα ἡμέρας καί τεσσαράκοντα νύκτας). Στην έκθεση αυτή ενυπάρχουν όλα αυτά τα βιβλικά χαρακτηριστικά, τα οποία δεν αναφέρονται μεν ευθέως, αλλά εννοούνται σαφώς.
Συγκεκριμένα το γεγονός ότι η καταστροφή έγινε την ημέρα του εορτασμού του τότε ενοριακού ναού (ξημερώνοντας της Υπαπαντής) υπονοεί ότι είχε χαρακτήρα τιμωρίας. Το γεγονός ότι οι κάτοικοι του Φελλού κατέφυγαν και σώθηκαν στο εκκλησάκι της Υπαπαντής δηλώνει μετάνοια και συγχώρηση. Επίσης το γεγονός ότι οι κάτοικοι του χωριού έκτισαν το σημερινό ενοριακό ναό της Ευαγγελίστριας δηλώνει ότι πρόκειται για μια πράξη ευχαριστίας προς το Θεό για τη σωτηρία τους.
Άλλωστε το διάστημα μεταξύ του 1860 και του 1885 σε όλα τα χωριά της Βόρειας Άνδρου πραγματοποιήθηκε η ενοριακή τους συγκρότηση με την ανέγερση ενοριακών ναών που απετέλεσαν τον πυρήνα γύρω από τον οποίο συνοικίσθησαν τα χωριά της Βόρειας Άνδρου μετά την κάθοδο των κατοίκων της από το Μεγάλο χωριό, το Αμόλοχο. Πρόκειται για μία άλλη πλευρά της τοπικής ιστορίας της Βόρειας Άνδρου. Υπάρχουν μέχρι τις ημέρες τα επώνυμα των παλαιών οικογενειών του Φελλού (Σακελλάρης, Μαμάης, Πετράκης , Μπαμπούσης).
Ο ιερέας του χωριού που στέγασε προσωρινά τους πλημμυροπαθείς Φελλονιάτες μέσα στη μικρή Εκκλησία της Υπαπαντής, ο Παπα-Νικόλας Μπαμπούσης είναι ο γενάρχης της ιερατικής οικογένειας των Μπαμπούσηδων του Φελλού. Τελευταίος της απόγονός της ήταν ο Παπα-Γιαννούλης Μπαμπούσης, ο οποίος ιεράτευσε στην ενορία του Γαυρίου μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1970. Παραθέτουμε το κείμενο αυτής της μαθητικής έκθεσης και φωτογραφίες που φανερώνουν την καταστροφή. Στις φωτογραφίες φαίνεται ολοκάθαρα ότι το υλικό πολλών κατεστραμμένων σπιτιών έχει χρησιμοποιηθεί για να κτισθούν αιμασιές.
Η ΕΚΘΕΣΗ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΠΕΡΟΥ
Ήταν απόγευμα, όταν ξεκινήσαμε για να επισκεφθούμε το εξωκλήσι του Αγίου Ματθαίου. Ο ήλιος ήθελε ακόμη ένα καλάμι για να δύσει. Η μικρή μας συντροφιά, για να συντομεύσει την απόσταση, άφησε τον ασφαλτοστρωμένο δρόμο και πήρε το μονοπάτι του Μπόμπρα, που βγάζει στο Εμπειρίκειο Δημοτικό Σχολείο, με τη μαρμάρινη βρύση και το δροσερό κρυστάλλινο νερό. Από εκεί, αφού σβήσαμε την αυγουστιάτικη δίψα μας, τραβήξαμε για τον Άη Μαθιό. Η αμπολή και ο συρμός μας έφερε σε κάτι χαλάσματα (παλιά απομεινάρια), που τα παλιά τα χρόνια αποτελούσαν ένα ζωντανό και συγκεντρωμένο χωριό, το Φελλό. Εκεί, πάνω από την πλάκα του Κουντούτου, καθίσαμε να ξαποστάσουμε λιγάκι.
Ο Ενοριακός Ναός της Ευαγγελίστριας του Φελλού (1871).
Το βλέμμα μας έπεσε σε απομεινάρια. Εδώ και εκεί σώζεται κανένα καντούνι που σου θυμίζουν τον παλιό καλό καιρό και σου μιλάει για κάποιο χωριό που καταστράφηκε, για τους νοικοκυραίους του, για τα μεγάλα τζάκια, για τις απέραντες σάλες, για τις κάμαρές τους τις καλοβαλμένες και διατηρούμενες ως τα σήμερα, αν και έχουν περάσει πάνω από εκατό χρόνια από τότε, για τη δομή των σπιτιών με τα πάχους 1,5 μέτρο ντουβάρια τους. Πιο πέρα μια μισογκρεμισμένη καμινάδα που σου θυμίζει κουζίνα και δίπλα μια πεζούλα, που, ποιος ξέρει πόσες χαρές των σημερινών παππούδων και γιαγιάδων θα είδε, όταν τότε μικρά παιδιά παίζανε στην κουζίνα με τις πανένιες μπάλες τους, τις κουτσούνες ή τρώγανε ζεστό ψωμί αλειμμένο με γλίνα.
Σιγά-σιγά άρχισε να ζωντανεύει μπροστά στα μάτια μου η παλιά εποχή που ανάγεται στον παλιό Φελλό, όπως μου την είχαν διηγηθεί ο παππούς μου και η γιαγιά μου. Και σαν να είδα με τα μάτια μου το τι συνέβηκε τότε. Είδα τον παλιό Φελλό, που ήταν κτισμένος στη θέση που βρίσκεται σήμερα ο σημερινός Φελλός, με τα μεγάλα αρχοντικά του, τις ανθοστόλιστες αυλές τους, τις γεμάτες βασιλικούς σκάλες τους, τους μπαξέδες τους με τις λεμονιές και τις πορτοκαλιές τους, τις γαζίες τους και τις πασχαλιές τους. Πιο πέρα είδα την εκκλησία της Υπαπαντής (σώζεται και σήμερα), που τότε ήταν ο καθεδρικός ναός του χωριού, το κοιμητήριο και η αυλή της εκκλησίας. Στις λάκκες, πιο κάτω, είδα τα αρχοντικά των Σακελλάρηδων, των Πετράκηδων, των Πέρρων, των Μαμάηδων, που με εκείνα των Μπαμπούσηδων, αποτελούσανε τον πιο όμορφο Μαχαλά του Φελλού. Όλοι τότε ζούσαν αγαπημένοι, ευτυχισμένοι και ήσυχοι. Δυστυχώς η ευτυχία τους δεν κράτησε πολύ. Σταμάτησε ξαφνικά το χειμώνα του 1860 ή του 1861, αν δε με απατά η μνήμη.
Ο Ναός της Υπαπαντής του Φελλού.
Ήταν παραμονές της Υπαπαντής (1η Φεβρουαρίου). Το χωριό ετοιμαζόταν να γιορτάσει τη γιορτή της πολιούχου του χωριού. Λίγο πριν βασιλέψει ο ήλιος άρχισε να ψιλοβρέχει. Τίποτα δεν έδειχνε ότι θα κρατούσε η βροχή. Όσο όμως περνούσαν οι ώρες, τόσο δυνάμωνε. Κατά τα μεσάνυχτα εξελίχθηκε σε καταρρακτώδη βροχή με μπουμπουνητά, αστραπές και αστροπελέκια. Ρεματιές και λάκκοι γεμίσανε νερό και γίνηκαν ορμητικοί χείμαρροι, που στο πέρασμά τους δεν άφησαν τίποτα όρθιο. Τέσσερα ολόκληρα μερόνυχτα κράτησε το κακό. Πλημμυρήσανε τα πάντα. Παρά τις υπεράνθρωπες προσπάθειες των κατοίκων, στάθηκε αδύνατο να σταματήσουν την καταστροφή που ερχόταν. Βοήθεια δεν ήταν δυνατό να φθάσει από πουθενά. Οι στέγες των σπιτιών άρχισαν να στάζουν και να πλημμυρίζουν δωμάτια και υπόγεια. Οι ζάρες με το κρασί και τα κιούπια με το λάδι, ωθούμενα από το νερό, βγήκαν στους δρόμους και έπλεαν σαν βάρκες. Το χειρότερο δε ήταν, όταν τη νύχτα της τρίτης ημέρας άρχισαν τα καντούνια των σπιτιών να υποχωρούν και στην υποχώρησή τους να γκρεμίζουν τους ενδιάμεσους τοίχους. Πανικόβλητοι οι κάτοικοι χύθηκαν στους δρόμους και ζητούσαν καταφύγιο για να σωθούν. Πού όμως να το βρουν;
Στην κρίσιμη στιγμή ακούσθηκε η φωνή του εφημέριου του χωριού, του παπά Ν. Μπαμπούση, που καλούσε το ποίμνιό του να τρέξει στην εκκλησία. Αλλά και εκεί η κατάσταση δεν ήταν καλύτερη. Παρόλο που η στέγη της εκκλησίας έσταζε, κίνδυνος κατάρρευσης δεν υπήρχε. Εκεί γονατιστοί όλοι παρακαλούσαν την Παναγιά να τους λυπηθεί και να τους σώσει. Και η Παναγία εισάκουσε τις παρακλήσεις των Φελλονιατών, γιατί το μεσημέρι της τέταρτης ημέρας σταμάτησε η βροχή. Και έτσι οι Φελλονιάτες, μια και τα σπίτια τους είχαν καταστραφεί, έτρεξαν στα κονάκια τους και από εκεί άρχιζαν σιγά-σιγά να κτίζουν το Νέο Φελλό, με τους μαχαλάδες Λούγκι, Γκούκο, Κάτω Φελλό, Βαλσαμιά κ.λ.π.
Από ευγνωμοσύνη δε προς την Παναγιά που τους έσωσε, στα 1871 κτίσανε μια καινούργια εκκλησία, την Ευαγγελίστρια, στο κέντρο του χωριού και σε ψηλό μέρος, ώστε να έχουν οι κάτοικοι κάποιο σίγουρο καταφύγιο, αν καμιά φορά, μή γένοιτο, ξανασυμβεί στο χωριό το κακό του 1860 ή 1861.
Γιάννης Πέρρος