Η άφιξη του Καποδίστρια κι ο ιστορικός λόγος του Θεόφιλου Καΐρη στην υποδοχή του
Επιμέλεια αφιερώματος: Ι.Π. - Άλκης
Ο Ιωάννης Καποδίστριας, ο πρώτος Κυβερνήτης της Ελλάδος.
Ο Καποδίστριας στην Ελλάδα
O Καποδίστριας ξεκίνησε από τη Μάλτα στις 2 Ιανουαρίου 1828 με κατεύθυνση την Αίγινα, όπου και η έδρα τότε της Αντικυβερνητικής Επιτροπής. Το πλοίο «Γουώρσπαϊτ» όμως, που τον μετέφερε, εμποδίστηκε από αντίθετο άνεμο και στις 6 Ιανουαρίου 1828 κατέφυγε στον Αργολικό Κόλπο.
Την επόμενη 7 Ιανουαρίου 1828 κατέβηκε στη πόλη του Ναυπλίου και παρακολούθησε τη θεία λειτουργία στο ναό του Αγίου Γεωργίου. Η υποδοχή ήταν αποθεωτική, αλλά και η συγκυρία κρίσιμη καθόσον η πόλη σπαράσσονταν από εμφύλια διαμάχη. Ο Γρίβας και ο Στράτος βομβάρδιζαν ο ένας τον άλλο από το Παλαμήδι και την Ακροναυπλία.
Η πρώτη ενέργεια ως Κυβερνήτη ήταν να τους δώσει διαταγή να σταματήσουν, πράγμα το οποίο έκαναν, υποσχόμενοι ενώπιον του «να τηρήσουν την ησυχίαν και ευταξίαν εις τας φρουράς των και εις τον τόπον».
Ο Καποδίστριας στο Ναύπλιο 7/1/1828.
Ήδη από την αποβίβαση του στο Ναύπλιο ο Κυβερνήτης αντελήφθη ότι η χώρα έμοιαζε μ’ ένα σωρό ερείπια. Παραγωγή δεν υπήρχε ούτε χέρια να επιδοθούν στην καλλιέργεια της γης λόγω ανασφάλειας, αφού κάθε μεγαλοκαπετάνιος που κρατούσε ένα κάστρο τυραννούσε σαν κατακτητής το γυμνό και άστεγο πληθυσμό, που είχε καταφύγει στα βουνά και τις σπηλιές.
Έπειτα από συνολικά τρεις ημέρες παραμονής στο Ναύπλιο, ο πάλαι ποτέ υπουργός Εξωτερικών της Ρωσικής Αυτοκρατορίας επιβιβάζεται ξανά στο αγγλικό πολεμικό πλοίο «Warspite 74» προκειμένου να μεταβεί στην Αίγινα, η οποία είναι έτοιμη εδώ και μέρες να υποδεχθεί τον κυβερνήτη. Η νηοπομπή Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσίας προσορμίζεται στον κεντρικό λιμένα του νησιού αργά το απόγευμα της 11ης Ιανουαρίου 1828. Μόλις αγκυροβολεί, ο Καποδίστριας δέχεται επί του σκάφους την τριμελή Αντικυβερνητική Επιτροπή που υποβάλλει τα σέβη της μαζί με τους υπουργούς και την τοπική δημογεροντία. Μετά τη συνάντηση, ο Καποδίστριας επιβιβάζεται σε λέμβο που τον αφήνει στην προβλήτα.
Εκείνο το σούρουπο «τον υποδέχθηκαν όλοι, με κλαύματα χαράς. [...] Θεέ μου, τι να ενθυμηθή κανένας και να γράψη... Πώς να ζωγραφίση αυτό το ηθικό εκείνης της ώρας. Αλλος έτρεχεν εδώ, άλλος εκεί, άλλος πηδούσεν, άλλος χόρευεν. Οι δρόμοι ταράττοντο. [...] Ο λαός εστόλισε τας οικίας με μυρσίνας και δάφνας και ετοίμαζε την φωτοχυσίαν. Προετοιμασμένα τα πάντα διά την τελετήν της υποδοχής του Κυβερνήτου, το Βουλευτικόν Σώμα, το Ιερατείο, η Αντικυβερνητική Επιτροπή με τους Υπουργούς και όλος ο λαός κάθε τάξεως, άνδρες, γυναίκες, μικρά παιδιά έτρεξαν εις την Περιβόλαν, όπου έμελλε να αποβιβασθή ο Κυβερνήτης. [...] Μόλις επάτησεν το έδαφος και όλων αι καρδίαι εσκίρτησαν πάλιν του λαού» θα γράψει γλαφυρά ο αγωνιστής της Επανάστασης και ιστορικός Νικόλαος Κασομούλης, οι σημειώσεις του οποίου παραμένουν από τις σημαντικότερες πηγές της περιόδου του 1821. Ο Καποδίστριας θα μεταβεί στον μικρό καθεδρικό ναό της Παναγίας προκειμένου να εκκλησιαστεί...
Την εικόνα που συνάντησε περιγράφει ο ίδιος ο Κυβερνήτης στη συνομιλία του με το Γεωργάκη Μαυρομιχάλη, όπως μας την παρέδωσε ο Γ. Τερτσέτης στα «Απόλογα του Καποδίστρια»:
«Είναι καιροί που πρέπει να φορούμε όλοι ζώνη δερματένια και να τρώμε ακρίδες και μέλι άγριο. Είδα πολλά εις την ζωήν μου, αλλά σαν το θέαμα όταν έφτασα εδώ εις την Αίγινα δεν είδα κάτι παρόμοιο ποτέ, και άλλος να μην το ιδεί… «Ζήτω ο Κυβερνήτης, ο σωτήρας μας, ο ελευθερωτής μας» εφώναζαν γυναίκες αναμαλλιάρες, άνδρες με λαβωματιές πολέμου, ορφανά γδυτά, κατεβασμένα από τις σπηλιές. Δεν ήτον το συναπάντημα μου φωνή χαράς, αλλά θρήνος. Η γη εβρέχετο με δάκρυα. Εβρέχετο η μυρτιά και η δάφνη του στολισμένου δρόμου από τον γιαλό ως την εκκλησία. Ανατρίχιαζα μου έτρεμαν τα γόνατα, η φωνή του λαού μου έσχιζε την καρδιά μου….».
Και καταλήγει ο Καποδίστριας λέγοντας: «Κατεβαίνω ως πολεμιστής εις το στάδιον, θα πολεμήσω ως κυβέρνησις, δεν λαθεύομαι τον έρωτα των προνομίων που είναι φυτευμένος εις ψυχές πολλών, το ονειροπόλημα των λογιοτάτων, ξένων πρακτικών ζωής, το φιλύποπτο, κυριαρχικό και ανήμερο αλλοεθνών ανδρών. Η νίκη θα είναι δική μας αν βασιλεύση εις την καρδιάν μας μόνο το αίσθημα το ελληνικό. Ο φιλήκοος των ξένων είναι προδότης».
Ο Θεόφιλος Καΐρης και ο λόγος του στην υποδοχή του Κυβερνήτη στην Αίγινα
Το πορτραίτο του Θεόφιλου Καΐρη στην Καΐρειο Βιβλιοθήκη.
Ο Θεόφιλος Καΐρης, αληθινός πατριώτης, δεν αναμείχτηκε ποτέ σε πολιτικές διαμάχες, ούτε ποτέ ζήτησε ιδιαίτερες διακρίσεις ή αξιώματα για το άτομό του. Παρ’ όλα αυτά, το 1828, μετά την απελευθέρωση τμήματος της Ελλάδας από τους Τούρκους, ως εκπρόσωπος της Άνδρου στις Εθνικές Συνελεύσεις, ορίστηκε και από τους υπολοίπους συναδέλφους του, να προσφωνήσει τον Ιωάννη Καποδίστρια, πρώτο Κυβερνήτη της Ελεύθερης Ελλάδας, στις 12 Ιανουαρίου του 1828 στην Αίγινα.
Ήταν η τελευταία του εμφάνιση του Θεόφιλου Καΐρη στα πολιτικά πράγματα της Ελλάδος. Ο λόγος του ήταν προφορικός και η ομιλία του ήταν διαπνεόμενη από φιλελεύθερο πνεύμα. Ο Θεόφιλος Καΐρης υπήρξε φιλελεύθερος και ασυμβίβαστος διανοητής. Χαρακτηριστικά να σημειώσουμε πως το 1835 αρνήθηκε την παρασημοφόρησή του από το βασιλιά Όθωνα, ως διαμαρτυρία για τη μη συνταγματική διακυβέρνηση της χώρας, ενώ δύο χρόνια αργότερα αρνήθηκε την έδρα της φιλοσοφίας στο νεοσύστατο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Η σχολή του Θεόφιλου Καΐρη στη Χώρα της Άνδρου, εκεί που σήμερα είναι το δημοτικό σχολείο.
Όταν ο Θεόφιλος Καίρης υποδέχθηκε, εξ ονόματος του αναγεννημένου έθνους, τον πρώτο Κυβερνήτη της νεώτερης Ελλάδος, άρχισε την ομιλία του με τη φράση της Αγίας Γραφής «ουκ άρξω εγώ, ουκ άρξει ο υιός μου, Κύριος ημών άρξει»!
Τα αποσπάσματα του λόγου του Θεόφιλου Καΐρη, που ακολουθεί, δεν μπορούν εύκολα να αποδοθούν από την καθαρεύουσα της εποχής στη σημερινή νεοελληνική. Το μεγαλείο του συνίσταται ότι ομιλεί με την καρδιά και όχι με συντακτικές φόρμες. Όταν τελείωσε η ομιλία πλησίασαν οι δημοσιογράφοι τον Καΐρη και του ζήτησαν το κείμενο της ομιλίας του. ΔΕΝ ΥΠΗΡΧΕ διότι είχε μιλήσει "από στήθους’’. Τότε τους επανέλαβε την ομιλία του. Το επίσημο κείμενο του λόγου που εκφώνησε ίσως να έχει κάποιες διαφορές - μεγάλες ή μικρές - από το κείμενο που έφτασε στην εποχή μας. Παρακάτω ακολουθούν μερικές περικοπές αποσπασμάτων του ιστορικού λόγου όπου περιλαμβάνονται ηθικά διδάγματα ή συμβουλές ορισμένα εκ των οποίων είναι υπογραμμισμένα και είναι τα πιο απλά και προσιτά στον σημερινό αναγνώστη.
Ἐν Αἰγίνῃ, 12 Ἰανουαρίου 1828
Ἀκούσατε λοιπὸν, λειτουργοὶ τοῦ Ὑψίστου, ἀκούσατε σεβάσμιε Πρόεδρε καὶ Βουλευταὶ, ἀκούσατε πολιτικοὶ, πολεμικοὶ, ὅλος ὁ λαὸς τῆς Ἑλλάδος, ἀκούσατε. «Κύριος ἄρξει ὑμῶν. Κύριος κυβερνήσει ὑμᾶς.» Δὲν θὲλουσιν ἐξουσιάζει εἰς τὸ ἑξῆς ὀλέθρια πάθη, ὄχι χαμερπεὶς ἰδιοτέλειαι, ὄχι ῥᾳδιουργίαι, ὄχι οἰκεῖος, ἐὰν δὲν εἶναι ἄξιος, ὄχι συγγενὴς, ἐὰν εἶναι ἀνεπιτήδειος, ὄχι φίλος τοῦ Κυβερνήτου, ἐὰν δὲν ἔχη ἱκανότητα ἀλλ’ ἡ ἱερὰ δικαιοσύνη, καὶ οἱ αἰώνιοι καὶ ἀμετάβλητοι νόμοι τοῦ Θεοῦ, οἱ πρὸς κυβέρνησιν ἐλευθέρου ἀνθρώπου διορισθέντες, θέλουσι κυβερνᾷ. Τὸ συμφέρον τῆς πατρίδος, ἡ εὐνομία της, ἡ εὐτυχία της, ἡ δόξα τῆς, ὁ θρίαμβός της θὲλουσι διευθύνει καὶ τὸν νοῦν καὶ τὴν καρδίαν καὶ τοὺς σκοποὺς καὶ τοὺς λόγους καὶ τὰς πράξεις τοῦ Κυβερνήτου. «Κύριος ἄρξει ὑμῶν. Κύριος κυβερνήσει ὑμᾶς.»
Χαίρετε, διότι παύουσιν εἰς τὸ ἑξῆς τὰ δεινά μας διότι θέλομεν ἰδεῖ τὴν δικαιοσύνην ἰσχύουσαν, τοὺς νόμους ἐνεργουμένους, τὴν κακίαν τιμωρουμένην, τὴν ἀρετὴν βραβευομένην, καὶ ἐν γένει τὴν πατρίδα εὐνομουμένην καὶ εὐδαιμονοῦσαν εἰς τὰ ἔσω, τροπαιοῦχον καὶ θριαμβεύουσαν εἰς τὰ ἔξω, τὴν πίστιν ὄχι πενθοῦσαν, ἀλλὰ λαμπροφοροῦσαν καὶ χαίρουσαν.
Χαῖρε, καὶ Σὺ Κυβερνῆτα τῆς Ἑλλάδος, διότι μετὰ τοσοῦτον πολυχρόνιον ἀποδημίαν, ἐπιστρέφεις εἰς τὴν κοινὴν πατρίδα, τὴν βλέπεις, τὴν χαιρετᾷς ὄχι πλέον δούλην καὶ στενάζουσαν ὑπὸ τὸν ζυγὸν, ἀλλ’ ἐλευθέραν, ἀλλὰ δεχομένην Σέ Κυβερνήτην, καὶ περιμένουσαν νὰ Σὲ ἰδῇ νὰ ὁδηγήσῃς τὰ τέκνα της εἰς τὴν ἀληθινὴν εὐδαιμονίαν καὶ εἰς τὴν ἀληθινὴν δόξαν. Ζῆθι! ἀλλ' ἔχων ἱερὸν ἔμβλημα «Ὁ Θεὸς καὶ ἡ δικαιοσύνη κυβερνήσουσι τὴν Ἑλλάδα.»
Καὶ τῳόντι, ἐὰν ὁποιονδήποτε ἔθνος, διὰ νὰ ὑπάρχῃ ἔλεύθερον, διὰ νὰ συντηρῆται κραταιούμενον, διὰ νὰ εὐτυχῆ βελτιούμενον, εἶναι ἀνάγκη νὰ κυβερνᾶται διὰ μόνων τῶν νόμων, τοὺς ὁποίους ὁ Θεὸς διέταξεν ὡς κανόνας ἐλευθέρας ἐλευθέρου λαοῦ κυβερνήσεως, πολὺ μεγαλητέραν ἀνάγκην ἔχει σήμερον ἡ Ἑλλὰς νὰ διευθύνεται ὑπὸ μόνων τῶν τοιούτων νόμων διὰ Σοῦ...
Ο Καποδίστριας μετά από 5μηνη περιοδεία στις αυλές της Ευρώπης φτάνει στην Ελλάδα στις 11 Ιανουαρίου 1828 με αγγλικό πολεμικό πλοίο.
Ἀλλ' ὦ σεβάσμιε Πρόεδρε καὶ Βουλευταὶ, ὦ εὐτυχὴ τῆς Ἑλλάδος λαέ! τί ἆράγε δύναται νὰ δικαιώσῃ τὴν τοσαύτην χαράν μας! τί νὰ ὑποστηρίξῃ τὰς ἐλπίδας μας! τί νὰ μᾶς παραστήσῃ τὸν ἄνδρα, εἰς τὸν ὁποῖον ἡ πατρὶς ἐπιστεύθη τὴν ὑποστήριξιν καὶ ἐνέργειαν τῶν νόμων της! τί νὰ μᾶς δείξῃ τὴν ἐπιῤῥοὴν, τὴν ὁποίαν θέλει μεταχειρισθῆ πρὸς ἐκτέλεσιν ὅλων, ὅσα καὶ εἰς τὴν γενικὴν καὶ εἰς τὴν μερικὴν ἑνὸς ἑκάστου εὐδαιμονίαν συντείνουσιν!
Ἀλλ' ἄν, ὦ Κυβερνῆτα τῆς Ἑλλάδος, αἱ λαμπρότεραι στιγμαὶ τῆς εἰς αὐτὴν πολιτικῆς ζωῆς σου ἐφάνησαν ἀπὸ τὴν ἐν Τροιζῆνι Συνέλευσιν, τὸ μεγαλήτερον ὅμως τοῦ βίου σου κατόρθωμα ἀρχίζει ἀπὸ τὴν σήμερον, καὶ μέλλει ἀκόμη νὰ κατορθωθῇ.
Καὶ εἶναι ἡ κατάπαυσις τῶν διχονοιῶν, ἡ διάλυσις τῶν φατριῶν, ἡ ὀρθὴ, ἡ δικαία, ἡ μὴ ψευδομένη τὸ ὄνομα Κυβέρνησις τῆς Ἑλλάδος, ἡ ἀναγέννησις ἀνθρώπων, ἡ ἀνάπλασις ἀληθινῶν Ἑλλήνων. Κατόρθωμα τῳόντι, ὅσον δύσκολον, ὅσον ἐργῶδες, ὅσον μέγα, ἄλλο τόσον περιφανὲς, λαμπρὸν, ἔνδοξον. Διὰ νὰ ἐπιτύχης δὲ τὸν ὑψηλὸν τοῦτον καὶ μόνον σκοπὸν, ἄκουσον τὴν ἀλήθειαν καὶ ἀπὸ ἄνθρωπον,ὅστις δὲν ἔχει κἀμμίαν πρόφασιν νὰ Σὲ εἰπῇ ψεῦδος.
Ἐνθυμοῦ, ὅτι, ἔμπροσθεν τοῦ Θεοῦ, ὅλων τῶν ἀνθρώπων, ὅλων τῶν αἰώνων, αὐτῆς τῆς συνειδήσεώς Σου, ἀνεδέχθης νὰ κυβερνήσῃς τοὺς ἀδελφούς σου, τὸ ἔθνος σου, ἔθνος, τὸ ὁποῖον πρῶτον ἐδίδαξε τοὺς ἀνθρώπους ὅτι ἔχουσι δικαιώματα, καὶ πρῶτον ἔδειξεν εἰς αὐτοὺς ὅτι εἶναι δυνατὸν νὰ ζῶσιν ἐλεύθεροι καὶ εὐτυχεῖςτὸ ὁποῖον, εἰς τὸν καιρὸν τῆς ἐλευθέρας κυβερνήσεώς του, ἐγέννησε τοὺς μεγαλητέρους ἄνδρας ὅλου τοῦ κόσμου, καὶ τὸ ὁποῖον ὅλας τὰς δυστυχίας καὶ τὰς συμφορὰς ἠμπορεῖ νὰ ὑποφέρῃ, ὄχι ὅμως καὶ νὰ μένῃ διὰ παντὸς δεδουλωμένον.
Η δολοφονία του Καποδίστρια στο Ναύπλιο στις 27 Σεπτέμβριου 1831.
Φέρε πάντοτε κατὰ νοῦν, ὅτι πρὸ ὀλίγων ἤδη ἐτῶν ἐσύντριψε τὰς ἁλύσεις, μὲ τὰς ὁποίας ἦτον δεμένον, καὶ ἐτείναξε τὸν βαρύτερον τῆς δουλείας ζυγόν· ὅτι ἀπεφάσισεν ἤ νὰ ζήσῃ αὐτόνομον καὶ ἀνεξάρτητον, ἤ νὰ ταφῇ ὑπὸ τὰ ἐρείπια τῆς ἐπισημοτέρας διὰ τὴν ἐλευθερίαν γῆς τοῦ κόσμου· ὅτι διὰ νὰ τὴν ἀναλάβῃ πάλιν, ἶδε τοὺς ἱερεῖς τῆς ἱερᾶς θρησκείας του κρεμαμένους καὶ συρομένους εἰς τὴν γῆν ὡς καταδίκους, τὸ Βυζάντιον, τὴν Σμύρνην, πολλὰς τῆς Ἀσίας, τῆς Εὐρώπης καὶ τῶν περὶ αὐτὰς νήσων χώρας βαμμένας μὲ τὸ αἶμα τῶν τέκνων του, τὰς Κυδωνίας, πρώτην τῶν Ἑλληνίδων πόλεων θῦμα γενομένην τῆς μανίας τῶν τυράννων, πυρποληθείσας καὶ κατασκαφείσας. Ἀπὸ τὴν Θράκην ἔως εἰς τήν Ἤπειρον, καὶ ἀπὸ τὴν Ἤπειρον ἔως εἰς τὸ ἔσχατον τῆς Πελοποννήσου Ἀκρωτήριον, τὰς ἐπισημοτέρας πόλεις καὶ κωμοπόλες του κατηδαφισμένας καὶ ἐρημωμένας· ὅτι μὲ ὅλας τὰς ταλαιπωρίας, μὲ ὅλας τὰς ἐλλείψεις καὶ τὰς πολυειδεῖς ἐναντιώσεις, μὲ ὅλην τὴν φρίκην, τὴν ὁποίαν ἐμπνέουσιν αἱ τρομεραὶ σκηναὶ τῶν πυρπολήσεων, τῶν ἀναστατώσεων, τοῦ ἀνδραποδισμοῦ, τῶν σφαγῶν, ἐθριάμβευσε καὶ κατὰ ξηρὰν καὶ κατὰ θάλασσαν·καὶ διὰ τὴν ἀνδρίαν τοῦ στρατιωτικοῦ καὶ ναυτικοῦ του ἔσεισεν ἐκ θεμελίων τὸν θρόνον τοῦ Σουλτάνου, καὶ τὸ θαυμασιώτερον, ὅτι ἐν τῷ μέσῳ τῶν φλογῶν καὶ τοῦ ἐχθρικοῦ σιδήρου, τοῦ κρότου τῶν ὅπλων καὶ τῆς συγκρούσεως τῶν παθῶν ἐσυλλογίσθη καὶ ἐδυνήθη νὰ συντάξῃ Πολιτικὸν Σύνταγμα, κατὰ τὸ ὁποῖον ἠθέλησε νὰ πολιτεύεται,
Μὴ λησμονήσῃς ποτὲ, ὅτι ἔπειτα τὸ ψεῦδος, ἡ διαβολὴ, αἱ συκοφαντίαι, ἡ ὕπουλος καὶ ῥᾳδιοῦργος ἀντενέργεια, αἱ κατὰ χάριν καὶ κατὰ βίαν γενόμεναι ἐκλογαὶ, αἱ χαμερπεῖς ἰδιοτέλειαι, ἡ κατάχρησις τῶν κοινῶν, ἡ παράβασις αὐτοῦ τοῦ ἰδίου συντάγματος, οἱ ἐμφύλιοι πόλεμοι μᾶς ἔκαμαν νὰ θρηνήσωμεν διὰ τὴν Χίον, νὰ κλαύσωμεν διὰ τὴν Κρήτην, διὰ τὴν Κάσσον, διὰ τὰ Ψαῤῥὰ, διὰ τὸ Νεόκαστρον, νὰ στενάζωμεν ἀκόμη πικρὰ διὰ τὸ Μεσολόγγι καὶ διὰ τὰς Ἀθήνας, νὰ χύνωμεν δάκρυα, διὰ ὅσα εἰς τὴν Στερεὰν Ἑλλάδα, καὶ εἰς τὴν Πελοπόννησον συνέβησαν καὶ συμβαίνουσι κακὰ, νὰ βλέπωμεν ἐκ τοῦ ἑνὸς μέρους τὸν Αἰγύπτιον, καὶ ἐκ τοῦ ἄλλου τὸν Τοῦρκον περιφερόμενους, πυρπολοῦντας, αἰχμαλωτίζοντας, σφάζοντας, καὶ τὸ χειρότερον καὶ τὸ πολλῆς λύπης καὶ ἀθυμίας καὶ πολλῶν δακρύων ἄξιον, ὡς νὰ ἐπρόκειτο ἀγὼν ὄχι τῆς ἐλευθερίας, καὶ τῆς σωτηρίας τῆς Πατρίδος, ὄχι τῆς δόξης, ἀλλὰ τῆς ἁρπαγῆς, τῆς καταδυναστείας τῶν ἰδίων ἀδελφῶν μας, νὰ βλέπωμεν ἐνταὐτῷ αὐτοὺς ἐκείνους, εἰς τῶν ὁποίων τὴν δύναμιν καὶ ἐπιῤῥοὴν καὶ σύνεσιν εἴχομεν τὰς ἐλπίδας μας, συνεριζομένους τὶς τίνα νὰ ὑποσκελίσῃ, τὶς τίνα νὰ καταβάλῃ καὶ νὰ ἀφανίσῃ· αὐτοὺς ἐκείνους, εἰς τῶν ὁποίων τὸν βραχίωνα καὶ τὴν ἀνδρίαν ἐλπίζομεν, φιλοτιμουμένους τὶς τίνα νὰ ὑπερβῇ κατὰ τὴν κακουργίαν καὶ κατὰ τὴν εἰς τοὺς νόμους ἀπείθειαν· τὰς δέ συμφοράς τῆς πατρίδος νὰ κορυφοθῶσι τόσον, καὶ τὰς πληγάς της νὰ γίνωσι τόσον ἀφόρητοι, καὶ ἡ δόξα, καὶ ἡ τιμὴ καὶ ἡ λαμπρότης τοῦ ὑπὲρ πάντας τοὺς ὑπέρ ἐλευθερίας ἀγῶνας ἱερωτέρου καὶ δικαιοτέρου ἀγῶνός μας νὰ ἀμαυρωθῇ τόσον, ὥστε ὁλόκληρον τὸ Ἑλληνικὸν ἔθνος εἰς Σὲ μόνον νὰ ἀποβλέπῃ, καὶ Σὲ ἀπὸ ἡμέραν εἰς ἡμέραν, καὶ ἀπὸ στιγμὴν εἰς στιγμὴν νὰ περιμένῃ διὰ νὰ φθάσῃς, νὰ παύσῃς τὰ δεινά του, νὰ θεραπεύσῃς τὰς πληγάς του, νὰ τὸἐκβάλῃς ἀπὸ τὸχάος τῆς ἀναρχίας καὶ ἀκοσμίας, διὰ τοῦ ὁποίου περιεκαλύφθη, καὶ νὰ τὸ ἀναδείξῃς εὐνομούμενον, λαμπρὸν, καὶ περίδοξον.
Ἔχε λοιπὸν πάντοτε πρὸ ὀφθαλμῶν, ὅτι ὅσον αἱ συμφοραί του εἶναι δειναὶ, αἱ πληγαί του δυσίατοι, ὁ κίνδυνος προφανὴς, ὅσον ἡ διὰ τὴνἐκλογήν Σου χαρά μας,ἡ διὰ τὴν ἔλευσίν Σου ἀγαλλίασίς μας, αἱ εἰς Σὲ ἐλπίδες μας ὑπάρχουσι μεγάλαι, τόσον μεγαλητέρας καὶ προσοχῆς καὶ προφυλακῆς εἶναι χρεία, μὴν εὕρῃ χώραν εἰς τὴν ψυχήν Σου, εἰς τὴν καρδίαν Σου, εἰς τὰς πράξεις Σου, εἰς τὰς ἐκλογὰς, τὰς ὁποίας μέλλεις νὰ κάμῃς τῶν διαφόρων ὑπουργῶν Σου, κἀμμία ἀπὸ τὰς ὀλεθρίους ἐκείνας ἀφορμὰς, διὰ τὰς ὁποίας ἐκινδύνευον νὰ ματαιωθῶσι βέβαια ὅλαι αἱ θυσίαι, ὅλοι οἱ ἀγῶνες, ὅλα τὰ αἵματα, τὰ ὁποῖα ἐχύθησαν ὑπὲρ τῆς ἐλευθερίας τοῦἔθνους μας, ἐὰν Μεγάλαι καὶ Σεβασταὶ Δυνάμεις δὲν τὸ εὐσπλαγχνίζοντο καὶ δὲν τὸ ἐλάμβανον ὑπὸ τὴν ἰδίαν προστασίαν καὶ ὑπεράσπισιν. Μὴ συγχωρήσῃς εἰς κἀνένα νὰ πράξῃ μηδὲ τὸ παραμικρὸν, ἀπὸ ὅσα ἔκαμαν νὰ κινδυνεύῃ νὰ σπαραχθῇ ἡ Ἑλλὰς, καὶ ἐν τῷ μέσῳ τῶν ὑπὲρ αὐτῆς θριάμβων αὐτῶν τῶν Σεβαστῶν Μεγάλων Δυνάμεων.
Ἐνθυμοῦ τελευταῖον, ὅτι ὅλη ἡ Εὐρώπη, ὅλος ὁ κόσμος, ὅλοι οἱ φίλοι, τῆς δικαιοσύνης, τῆς ἀνθρωπότητας, αὐτὴ ἐκείνη ἡ Ἑλλὰς διευθύνουσιν εἰς Σὲ τὰ ὄμματα, ὡς εἰς τὸ ὡραιότερον, τὸ λαμπρότερον, καὶ ἐνδοξότερον στάδιον κατὰ τῆς βαρβαρότητας καὶ τῆς ἀνομίας πρωταγωνιζόμενον.
Ἐὰν ταῦτα καὶ τὰ τοιαῦτα ἐνθυμούμενος κατορθώσῃς, ὥστε νὰ παύσωσιν αἱ διχόνοιαι, νὰ διαλυθῶσιν αἱ φατρίαι, νὰ ἐνεργῶνται, καὶ νὰ ἰσχύωσιν οἱ νόμοι, νὰ ἀσφαλισθῇ ἑκάστου ἡ ζωὴ, ἡ τιμὴ, ἡ ἰδιοκτησία· ἐὰν ἐμπνεύσῃς τὴν ὁμόνοιαν, τὴν συμφωνίαν, καὶ τὴν πρὸς τήν Πατρίδα ἀγάπην· ἐὰν ὁδηγήσῃς τοὺς πολιτικούς της εἰς τὰ ἀληθινὰ αὐτῆς συμφέροντα, καὶ τοὺς πολεμικούς της εἰς τὴν ἀληθινὴν αὐτῆς δόξαν· ἐὰν κάμῃς, ὥστε νὰ εὐδαιμονῇ ἐσωτερικῶς εὐνομουμένη, καὶ νὰ θριαμβεύωσι τὰ ὅπλα της κατὰ τοῦ ἀσπόνδου ἐχθροῦ της, νὰ μένῃ ἀσάλευτος καὶ ἀκλόνητος ἡ ἀνεξαρτησία της, ἄθικτος ἡ αὐτονομία της, ὤ ποία δόξα τότε! ἀλλὰ τότε καὶ μόνον, Σὲ περιμένει·ποῖοι στέφανοι Σοῦ ἑτοιμάζονται! Ποῖοι αἰῶνες θέλουσι παραλάβει τὸ ὄνομά Σου.