Τα παιδιά των ναυτικών, ή τι είναι ο μπαμπάς...
Γράφει ο ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ ΜΠΑΣΑΝΤΗΣ
H παραπάνω φωτογραφία είναι στη Θηρασιά, με φόντο την Θήρα. Το νησί του καπετάν Μανώλη. Το επισκεφθήκαμε με δική του παρότρυνση. Περπατήσαμε μέχρι την κορυφή του βουνού παρέα με μια υπέροχη αμερικανίδα. Όταν φτάσαμε στην κορυφή του γκρεμού, μπροστά στο επιβλητικό μεγαλείο των δύο ηφαιστειακών νησιών, επιχείρησε ένα νικητήριο άλμα στα ύψη. Καταφέραμε και την απαθανατίσαμε. Τη δημοσιεύουμε εδώ για τον φίλο καπετάν Μανώλη, που μοιραστήκαμε κάτι από το ταξίδι στη Θηρασιά, αλλά και κάτι από το ταξίδι της ζωής...
Σάββατο πρωί 11/5 ώρα 7:30 το πρωί. Ταξίδι για Άνδρο. Ανεβαίνω στη γέφυρα για μια καλημέρα στον καπετάν Ηλία Βερβενιώτη. Και πέφτω πάνω στον καπετάν Μανώλη από την Θηρασιά. Με τον Μανώλη έχουμε ταξιδέψει πολλά χρόνια με το Superferry II. Δύο φορές στη Σαντορίνη. Την πρώτη ο καπετάν Μανώλης μάς προέτρεψε και πήγαμε ημερήσιο ταξίδι να γνωρίσουμε την Θηρασιά, το νησί του. Και πήγαμε και βγάλαμε ίσως την ωραιότερη φωτογραφία μας.
Χαιρετιστήκαμε, λοιπόν, εγκάρδια με τον Μανώλη και ξεχάσαμε τον καπετάν Ηλία. Μείναμε μιλώντας παρέα στη γέφυρα σχεδόν όλο το ταξίδι. Και κάπου εκεί μοιραστήκαμε μια απίστευτα κοινή εμπειρία που αναφερόταν στο πως γνωρίσαμε και πως αντιδράσαμε - σχεδόν τρίχρονοι - τους ναυτικούς πατεράδες μας.
Ο καπετάν Μανώλης Πιτσίκαλης στη γέφυρα του Fast Ferries Andros
Πρώτος ξεκίνησε ο καπετάν Μανώλης:
"Όταν ήμουν πολύ μικρός ο πατέρας μου ταξίδευε για ένα-δύο χρόνια. Όταν ήμουν σκανταλιάρης η μάνα μου με μάλωνε. Και στο τέλος άνοιγε και το πορτοφόλι της που είχε μια φωτογραφία του πατέρα μου την έδειχνε και μου έλεγε "ο μπαμπάς σε βλέπει". Κι εγώ καθόμουν ήσυχος γιατί "με έβλεπε ο μπαμπάς". Κόντευα τριών χρονών κι επιτέλους ήρθε ο μπαμπάς στο σπίτι. Με κάλεσε κοντά του μα δεν πήγαινα. Μου έδωσε παιχνίδια. Τα πήρα φοβισμένος και μαζεύτηκα στην άκρη του καναπέ. "Βρε πήγαινε στον μπαμπά" μου λέγανε. Τίποτα εγώ. Με πήρε αγκαλιά ο πατέρας μου, φοβισμένος εγώ. Κάποια στιγμή με άφησε κάτω. Πήγα τότε βρήκα το πορτοφόλι της μάνας μου και πήγα μπροστά του, το άνοιξα και του έδειξα την φωτογραφία και του είπα: "να ο μπαμπάς!..."
Ο καπετάν-Μανώλης κατέληξε "την ιστορία μου την είπε ο πατέρας μου χρόνια μετά όταν μεγάλωσα συγκινημένος. Κι ακόμα όταν την λέει συγκινείται..."
Κάπου εκεί ξεκίνησαν εγώ την δική μου ιστορία, που ήταν σχεδόν ίδια:
"Όταν ήμουν μερικών μηνών μπάρκαρε ο πατέρας μου κι επέστρεψε μετά περίπου 2,5 χρόνια. Εκείνη την παλιά εποχή μερικά μπάρκα κράταγαν χρόνια για να μπορέσει η οικογένεια να ορθοποδήσει οικονομικά. Όλο αυτό το διάστημα στο σπίτι έρχονταν τα αδέλφια της μητέρας μου. Και καμιά φορά πηγαίναμε και μέναμε στου θείου Πέτρου στα Λειβάδια. Όλοι οι μεγάλοι λοιπόν γύρω μου ήταν θείοι. Όταν άρχισα να μιλώ έλεγα "ο θείος Πέτρος, ο θείος Περικλής κλπ". Επέστρεψε μια μέρα ο πατέρας μου. Κόντευα κι εγώ σχεδόν τριών χρονών. Μου λέει η μάνα μου "ήρθε ο μπαμπάς"!
Ποιος μπαμπάς; Εγώ δεν γνώριζα κανέναν μπαμπά. Μόνο θείους. Κι έτσι δεν πλησίαζα τον άγνωστο. Κάποια στιγμή ξεθάρρεψα - μετά μια μέρα - με τις προτροπές της μάνας μου. Και άρχισα να του μιλάω. Και πως τον αποκαλώ; "Θείο-μπαμπά!" Ξερός ο πατέρας μου. Πες μπαμπάς μου λένε. "Θείος-μπαμπάς", εγώ. Μα δεν του είπατε του παιδιού πως έχει μπαμπά, ρωτάει σχεδόν νευριασμένος. Το παλεύουν σχεδόν όλη μέρα να πω μπαμπάς. Τίποτα εγώ "θείος-μπαμπάς", κατέληγα. Όλοι οι μεγάλοι ήταν θείοι για μένα. Κάπως έτσι έγινε ο πατέρας μου - μέχρι να ξεκολλήσω εγώ - "θείος-μπαμπάς". Μου πήρε μια-δυό μέρες να τον πω "μπαμπά", όπως μου εξηγούσε αργότερα η μητέρα όταν μεγάλωσα. Αυτές τις μια-δύο μέρες ο πατέρας μου σχεδόν νευριασμένος μονολογούσε "άκου θείος-μπαμπάς"...
Κάπου εκεί τελειώσαμε τις ιστορίες για την γνωριμία με τους πατεράδες μας συγκινημένοι και οι δύο. Κοιταχτήκαμε με νόημα. Του αφηγήθηκα την υπέροχη σκηνή από την "Μικρά Αγγλία" του Παντελή Βούλγαρη, που δεν την έχει δει. Του λέω λοιπόν πως σε μια σκηνή επιστρέφει ο πατέρας μετά από μεγάλο μπάρκο. Βρίσκει τον γιό του - σε αυτή την σκηνή - σχεδόν τρίχρονο. Του δίνει ένα παιχνίδι. Ο μικρός το παίρνει φοβισμένος και πάει και κρύβεται κάτω από το τραπέζι.
Κάπου εκεί του εξηγώ πως κάποτε συζητώντας με τον Βούλγαρη στην Αθήνα του ανέφερα την σκηνή αυτή με συγκίνηση λέγοντας πως την "έχω παίξει στη ζωή". Ο Παντελής Βούλγαρης σάστισε. Και μονολόγησε: "εγώ έλεγα να μην την βάλουμε στην ταινία. Η Ιωάννα επέμεινε κι έμεινε. Που να ξέρω πόσο σημαντική ήταν για εσάς τα παιδιά των ναυτικών"...
Είχε δίκιο. Που να ξέρει. Όμως εγώ κι ο καπετάν Μανώλης παρά την σημαντική διαφορά της ηλικίας μας την σκηνή αυτή την έχουμε παίξει με τους πατεράδες μας όταν είμαστε μικροί. Είναι ένα μικρό επαναλαμβανόμενο θεατρικό μονόπρακτο που ίσως ακόμα παίζεται στα σπίτια των ναυτικών με τίτλο "τι είναι ο πατέρας". Τι είναι; Μια φωτογραφία στο πορτοφόλι μιας μάνας; Ή, ένας ακόμα θείος από τους τόσους που μάς περιβάλανε κάποτε;