Κάποτε, Πρωτοχρονιά, στην Άνδρο...
Του Γιάννη Μηνδρινού
Πρωτοχρονιά στην Άνδρο
Ο «χαιρετισμός» ανήμερα της Πρωτοχρονιάς στα χωριά της Άνδρου, ήταν μια από τις πολύ αγαπημένες παραδόσεις των παιδικών μου χρόνων. Που δυστυχώς «έσβησε» εδώ και αρκετά χρόνια και μάλλον δύσκολα θα αναβιώσει στο μέλλον.
Τι ακριβώς ήταν ο «χαιρετισμός»; Ό,τι λέει η λέξη! Μετά το σχόλασμα της εκκλησίας, ανήμερα της Πρωτοχρονιάς, κι έπειτα από τις συζητήσεις και τις ευχές ανάμεσα στο εκκλησίασμα (σπάνια να μην εκκλησιαστεί κάποιος τ΄ Αη Βασιλιού στην Άνδρο...), όλοι μαζί ξεκινούσαν για να πουν τον «καλό χρόνο» στο σπίτι που βρισκόταν πιο κοντά στην εκκλησία.
Η νοικοκυρά του σπιτιού είχε στρώσει από νωρίς το τραπέζι, που ήταν γεμάτο μεζεδάκια. Γύρω-γύρω υπήρχαν τα πεντακάθαρα σερβίτσια. Στον μπουφέ, δυο πιάτα με κουραμπιέδες και φοινίκια (σ.σ. μελομακάρονα), και φυσικά ένα μεγάλο πιάτο με παστέλι που είχαν φτιάξει οι γυναίκες του σπιτιού και το είχαν σερβίρει σε φύλλα λεμονιάς. Μοσχομύριζε ο τόπος!
Όσο για τους μεζέδες, στο τραπέζι; Ο ένας πιο λαχταριστός από τον άλλο. Και μερικοί από αυτούς μοναδικοί – αληθινά γιορτινοί. Όπως η «πηχτή» και η «ζηλαδιά». Φτιαγμένη από ψάρια η πρώτη (κυρίως σαφρίδια), από χοιρινό η δεύτερη (την εποχή που γινόταν τα χοιροσφάγια), ήταν ιδανικοί κρασομεζέδες. Και δεν τους έβρισκε κανείς κάθε μέρα.
Συνήθως οι νοικοκύρηδες του σπιτιού φύλαγαν τους συγκεκριμένους μεζέδες για τα γιορτινά τραπέζια – όπως ήταν αυτό της Πρωτοχρονιάς. Όπως φύλαγαν και άλλους λαχταριστούς μεζέδες για την ίδια μέρα: λαγό στιφάδο, κυνήγι κλπ. Σήμα κατατεθέν του τραπεζιού της Πρωτοχρονιάς, οι λαχανοντομάδες! Δεν έλειπαν από κανένα σπίτι.
Πρωτοχρονιά Λειβάδια Άνδρου
Έφτανε, λοιπόν, το εκκλησίασμα στο πρώτο σπίτι και με γέλια και πειράγματα έλεγε τον «καλό χρόνο» στους σπιτονικοκυραίους. Σπάζοντας κι ένα ρόδι στην αυλή, για το γούρι. Μετά άρχιζαν τα «εβίβα πρώτο» και τα «άσπρο πάτο», οι ευχές και τα «κουσέλια» (σ.σ. κουτσομπολιά), όλα μέσα σε κλίμα ευθυμίας. Κι όταν η παρέα άρχιζε να τραγουδά τον «Άγιο Βασίλη» (τα κάλαντα, δηλαδή), ήταν το «σήμα» να σηκωθούν όλοι και να ξεκινήσουν για το επόμενο σπίτι. Όπου επίσης ήταν στρωμένο το τραπέζι και ακολουθούσε η ίδια διαδικασία... Από το τέταρτο σπίτι και μετά, άρχιζαν οι χοροί και τα σπασίματα πιάτων, ενώ τα καλαμπούρια και τα πειράγματα γινόταν όλο και πιο τολμηρά, ως προς το περιεχόμενό τους...
Μετά από ώρες επισκέψεων σε αρκετά σπίτια κι αφού η κοιλιά είχε φουσκώσει από το πολύ φαγητό και το μυαλό είχε θολώσει από τα διαφορετικά είδη κρασιών που έπινε η παρέα (όλα σπιτικά και αρκετών βαθμών, καθώς συνήθιζαν να τα φτιάχνουν δυνατά), το πράγμα άρχισε να... ξεφεύγει. Δεν ήταν λίγες οι φορές που ο σπιτονοικοκύρης έπαιρνε το δίκανο κι άρχιζε τα «σμπάρα» (τουφεκιές στον αέρα), όπως γίνεται ακόμη και σήμερα σε λογοδοσίματα κι αρραβώνες. Ούτε ήταν σπάνιο το φαινόμενο, κατά το βραδάκι και μετά το ολοήμερο φαγοπότι, να σφάξει ο σπιτονοικοκύρης πετεινό ή κότα για να πιουν οι καλεσμένοι κοτόζουμο και σούπα, ώστε να «στρώσει» το στομάχι τους!
Την επομένη, φυσικά, κανείς δεν είχε όρεξη να βάλει το παραμικρό στο στόμα του. Που να τα χωνέψει κανείς όλα αυτά που είχε πιει και φάει την προηγουμένη... Γι΄ αυτό και στα περισσότερα σπίτια το μενού της δεύτερης μέρας του νέου χρόνου είχε τραχανά!
Καλή Χρονιά!