Οδοιπορικό στην καμένη γη
Του Διαμαντή Μπασαντή
Με φόντο τις μαύρες βουνοκορφές. Τοπίο μετά την μάχη η Άνδρος...
Μια εικόνα χίλιες λέξεις λένε. Αλλά φευ! Είναι μέγα ψέμα. Στο κάδρο ο φωτογράφος απομονώνει μια φέτα της πραγματικότητας. Όμως, η πραγματικότητα ήταν και είναι πάντα πολύ μεγαλύτερη και πολυπλοκότερη. Υπερβαίνει κάθε εικόνα.
- Πώς να αποτυπώσει ο φακός την θλίψη του απέραντου μαύρου; Αλλά και την ελπίδα του πράσινου που ξεπηδά απρόσμενα ανάμεσα του; Πώς να αφηγηθεί μια εικόνα ιστορίες όσων έζησαν τον πύρινο τρόμο;
- Πώς να εξηγήσει μια εικόνα το θάρρος εκείνων που αψήφησαν τον κίνδυνο; Πώς να αποτυπώσει τη δύναμη της ψυχής μπροστά στις τεράστιες φλόγες; Πως την αποκοτιά του ανθρώπου που κυνηγά την ξέφρενη φωτιά στα ρουμάνια;
Χρειάζεται η μαγική τεχνολογία του Χόλυγουντ για να «δεις» και να «ζήσεις» κάτι από αυτά που έζησαν όσοι έδωσαν μάχες μέτρο-μέτρο με τις φλόγες της τεράστιας πυρκαγιάς που κατέστρεψε 4.800 στρέμματα πρασίνου της Άνδρου. Και τι μπορείς να κανεις όταν δεν έχεις πρόχειρο το Χόλυγουντ; Να περιγράψεις με την γραφή και την εικόνα. Χρησιμοποιείς χίλιες λέξεις και μερικές εικόνες για να αποτυπώσεις μια δύσκολη ιστορία...
Ας πάρουμε τα πράγματα με την σειρά. Απόγευμα Κυριακής (19/10) ανηφόρισα για τ' Αποίκια. 'Ερημο το χωριό. Κλειστά τα περισότερα σπίτια. Προσπέρασα το μοναστήρι της Αγίας Ειρήνης. Ανηφόρισα. Μόνη ζωντανή παρουσία ένας βοσκός που τάιζε κάτι κατσίκες.
Κάπου εκεί χτυπά το τηλέφωνο. Είναι ο Σταμάτης Κουλουμπής. Του λέω που είμαι. Και απαντά: "πάρε φωτογραφίες, γράψε ότι βλέπεις, τα έχουμε ανάγκη αυτές τις ώρες". Το υπόσχομαι.
Μετά από λίγο βλέπω μακριά το μαύρο της καμένης γης. Στρίβω στην ευθεία για Βουρκωτή. Περνώ τον δρόμο του Αγίου Νικολάου. Η φωτιά δεν έφτασε εκεί. Στο άπλωμα της διασταύρωσης των Κατακαλαίων τρία πυροσβεστικά από την Αττική φυλάνε σκοπιά.
Ο μικρός δρόμος για τους Κατακαλαίους αποτελεί το απόλυτο σύνορο ανάμεσα στο μαύρο και στο πράσινο. Το απόλυτο σύνορο ανάμεσα στη ζωή και στον θάνατο. Πάνω από τον δρόμο το μαύρο. Σκοτεινή υπενθύμιση του τι έγινε εδώ. Κάτω από τον δρόμο το πράσινο. Η ελπίδα.
Ο μικρός δρόμος των Κατακαλαίων τελευταία γραμμή αντιπυρικής άμυνας στον πόλεμο με τις φλόγες (Φωτο: Κώστας Σαρρής).
Είναι προφανές πως ο μικρός δρόμος ήταν η αντιπυρική ζώνη που σταμάτησε την φωτιά προς τ’ Αποίκια. Εκεί θυμήθηκα τις εμμονές κάποιων οικολογούντων που δεν θέλουν δρόμους στα βουνά. Αλήθεια τι κάνεις την ώρα της πυρκαγιάς αν δεν υπάρχει δρόμος; Τίποτα. Κάθεσαι και βλέπεις γιατί τα όμορφα βουνά «…όμορφα να καίγονται» σκέφτομαι παραφράζοντας τίτλο γνωστής αντιπολεμικής ταινίας. Γιατί και η φωτιά ένας πόλεμος είναι…
Μάχη σώμα με σώμα με το θηρίο της φωτιάς στον δρόμο των Κατακαλαίων (Φωτο: Κώστας Σαρρής).
Πριν το χωριό το μαύρο στην πλαγιά σπάει ξαφνικά από μια γαλήνια έκταση πρασίνου! Ένα κτήμα περιφραγμένο με ξερολιθιά σώθηκε. Μέσα δέντρα, καλλιέργειες και μερικά προβατάκια που βόσκουν ήσυχα στο σούρουπο. Εικόνα εξώκοσμη. Η φωτιά σταμάτησε ακριβώς στον πέτρινο τοίχο. Όμως έμαθα αργότερα σταμάτησε εδώ γιατί την …σταμάτησαν εδώ!
Η ξερολιθιά δεν μαρτυρά το πως σώθηκε ο τόπος και τα ζώα.
Η εικόνα δεν μαρτυρά την μάχη που έδωσαν εθελοντές και πυροσβέστες για να σώσουν τα λίγα πρόβατα. Το πως άπλωσαν στη νύχτα εκατοντάδες μέτρα μάνικες. Το πως οχυρώθηκαν πίσω από την ξερολιθιά κι έσπασαν ένα πύρινο μέτωπο που υψωνόταν 10 μέτρα! Το μέτωπο ξέφυγε πίσω και πάνω από το κτήμα.
Πυροσβέστες και εθελοντές εν ώρα της μάχης για να σωθεί ένα κομμάτι πράσινης γης (Φωτο: Κώστας Σαρρής).
Στην είσοδο του χωριού ένα πυροσβεστικό από Αθήνα. Πάνω από το χωριό τέλειωτη μαυρίλα. Κάτω η πλαγιά πράσινη ως τ’ Απόκια. Στη μέση της διαδρομής ένα δασάκι!
Οι πυροσβέστες κράτησαν την φωτιά έξω από το χωριό. Το πύρινο μέτωπο ξέφυγε μέσα στη νύχτα προς Εβρουσές. Ένα άλλο μέτωπο καβάλησε την βουνοκορφή του Ζένιου τραβώντας για Βουρκωτή.
Στέκομαι λίγο στο μικρό νεκροταφείο στην άκρη του χωριού. Κοιτώ τον τάφο του φίλου Αντώνη Πολέμη. Πάνω σκαλισμένη σε μάρμαρο η εικόνα του με το αιώνιο ποδήλατο του. Η κόλαση δεν πέρασε ποτέ από εδώ. Κάτι είναι κι αυτό…
Γυρίζω παίρνω τον δρόμο για Βουρκωτή. Αριστερά η βουνοκορφή καμένη. Δεξιά η πλαγιά πράσινη! Ανέπαφη! Σε ένα σημείο συναντώ μερικά πυροσβεστικά οχήματα. Σταματώ. Αλλάζει η βάρδια των πυροσβεστών από την Αθήνα.
Βγαίνω με την φωτογραφική μηχανή. Κάποιος φωνάζει το όνομα μου. Είναι ο Χρήστος Παπαϊωάννου, προϊστάμενος του κλιμακίου της Άνδρου με την ομάδα του. Χαιρετιόμαστε.
Στο σημείο που είμαστε δεξιά και αριστερά του δρόμου όλα είναι καταπράσινα:
- Αυτό ρε Χρήστο πως σώθηκε, ρωτάω.
- Δεν σώθηκε. Το έσωσαν πρώτα τα αεροπλάνα και μετά εμείς. Κάνανε 20 συνεχόμενες ρίψεις τα καναντέρ! Μετά ανεβήκαμε εθελοντές και πυροσβέστες και το σβήσαμε θάμνο-θάμνο.
- Λίγο πιο πριν όμως η φωτιά είχε περάσει τον δρόμο.
- Εκεί την έγινε μάχη. Είμαστε τρία οχήματα και 20 εθελοντές και πυροσβέστες. Κατέβαινε από την κορυφή. Φλόγες τεράστιες 10 μέτρα. Την περιμέναμε στον δρόμο. Την κόψαμε. Όμως κάποια στιγμή μια τεράστια φλόγα πέρασε από πάνω μας (!) ...και άναψε πίσω μας κάτω από τον δρόμο! Αν έφευγε πήγαινε προς Άγιο Νικόλαό ή Βουρκωτή. Αρχίσαμε να την …κυνηγάγαμε με μάνικες τον κατήφορο! Έτσι δεν πέρασε το θηρίο…
Τον ακούω και θυμάμαι την περιγραφή του Γιώργου Δαρδανού. Μιλούσαμε στο τηλέφωνο και μου περιέγραφε ζωντανά το ίδιο συμβάν. Ίδια περιγραφή. Ίδια λόγια. Κι εγώ μπροστά σε ένα πληκτρολόγιο τα έγραφα για τους χιλιάδες επισκέπτες του «εν Άνδρω»…
- Μόλις έφυγαν τα καναντέρ (γιατί τέλειωσαν τα καύσιμα) μπήκαμε εμείς. Μα ήταν τόσο πυκνοί μερικοί θάμνοι που ακόμα και το νερό των αεροπλάνων δεν έφτασε μέχρι το χώμα. Έτσι άναβαν πάλι από τις ρίζες! Υπήρξαν στιγμές που βρεθήκαμε περικυκλωμένοι από φωτιά. Καψαλιαστήκαμε. Κινδυνέψαμε...
Ένα πυροσβεστικό όχημα κατέβαινε τον δύσβατο δασικό δρόμο από την μοναδική πράσινη κορυφή της. Το έβλεπα βαρύ να ελίσσεται αργά.
Πάνω σκοτεινή κόλαση. Κάτω μια φωτισμένη πράσινη φέτα παραδείσου. Και το βαρύ πυροσβεστικό που περιπολεί...
- Ξέρεις, συνεχίζει, δύο αμάξια μας νετάρισαν. Το ένα τίναξε την αντλία νερού. Τι να κάνει κι αυτή μετά από 40 ώρες στο φουλ. Το άλλο έμεινε από μηχανική βλάβη. Είναι εκεί στην άκρη και περιμένουμε να επισκευαστεί.
Βγάζω μερικές φωτογραφίες. Η ώρα έχει περάσει. Το σκοτάδι απλώνει γύρω. Το κρύο τσουχτερό: 13 βαθμοί. Ο βοριάς περονιάζει. Τους αποχαιρετώ. Οι δύο μπαίνουν στο αυτοκίνητο. Ο Χρήστος με τον ασύρματο μιλά με τις περιπόλους στο καμένο βουνό. Μια ακόμα μακριά νύχτα ξεκίναγε γι’ αυτούς. Έστριψα και ξεκίνησα για την επιστροφή...