Ζούμε πλουσιότερα απ' όσο μπορούμε;
Του Χρήστου Οικονόμου
Η γερμανική άποψη, ούτε λίγο-ούτε πολύ, είναι ότι οι Έλληνες εξακολουθούμε να ζούμε πλουσιότερα απ’ όσο μπορούμε… Πιο σκληρά, θα έλεγαν ότι «…οι Έλληνες ξοδεύουν περισσότερα απ’ όσα παράγουν…», κλισέ που παρεπιδημεί εν μέρει και εις τα καθ’ ημάς.
Η διαπίστωση είναι αληθής! Η παραγωγική βάση της ελληνικής οικονομίας και οι υποδομές της δημιουργούν και διαθέτουν λιγότερα από τις χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας.
Κάπως έτσι, άλλωστε, το έλλειμμά μας απογειώθηκε σε μη διαχειρίσιμα επίπεδα, με συνέπεια την άδηλη πτώχευση της χώρας μας και το αδιέξοδο εξασφάλισης πιστώσεων που θα μπορούσαν να αποκρούσουν τις συνέπειες της κρίσης των αγορών…
Ωστόσο, εάν κριτήριο αποτίμησης του πόσο μπορεί να ξοδεύει κάθε χώρα για να αποφύγει ενδεχόμενες δημοσιονομικές περιπέτειες, είναι οι δαπάνες της να μην υπερβαίνουν ό,τι παράγει, τότε δεν υπάρχει χώρα του δυτικού κόσμου που να μην έχει «αμαρτήσει»!
Έτσι, σήμερα βρισκόμαστε στο σημείο το συσσωρευμένο χρέος της οικονομίας των χωρών της λεγόμενης Δύσης, προφανώς να μην μπορεί να εξυπηρετηθεί, άνευ της θετικής αξιολόγησης των φερώνυμων «οίκων». Απολύτως αποκαλυπτική είναι η περίπτωση των Η.Π.Α., οι οποίες χωρίς δεξιοτεχνικούς πολιτικούς χειρισμούς στο εσωτερικό τους, θα είχαν ..χρεοκοπήσει επισήμως!
Και εδώ φτάνουμε στην μέθοδο, που εκατέρωθεν των ακτών του Ατλαντικού, εφαρμόζουν οι σύγχρονες μητροπόλεις του καπιταλισμού για να χειριστούν την κρίση:
- Οι Η.Π.Α., ακολουθώντας πιστά τις οδηγίες του παραδεδεγμένου καπιταλιστικού manual, έκοβαν -μέχρι πρότινος τουλάχιστον- πληθωριστικό δολάριο, για να αποπληρώνουν τις διεθνείς οφειλές τους και να χρηματοδοτούν με κεφάλαια την ανάπτυξή τους.
- Η Ευρωπαϊκή Ένωση, αντιθέτως, επέλεξε (και ακόμη επιμένει σ’ αυτό) σε περιοριστικές πολιτικές, διατηρώντας παράλληλα το «σκληρό» ευρώ.
Έχουν περάσει 6 χρόνια από την πρώτη εκδήλωση της μεγαλύτερης διεθνούς οικονομικής κρίσης από το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Και αποτελέσματα δείχνουν ότι οι Η.Π.Α., εύκολα ή δύσκολα (με όρους εσωτερικών πολιτικών διακανονισμών) έχουν μια οικονομία που αναπτύσσεται, ενώ αντιθέτως οι ευρωπαίοι αγκομαχούν. Και επειδή αγκομαχούν έχουν αρχίσει να ταλανίζονται από σοβαρά προβλήματα συνοχής!
Μ’ άλλα λόγια, ανεξαρτήτως των «δημοκρατικών τύπων» που φαίνεται να τηρούνται κατά τις διαδικασίες λήψης των ευρωπαϊκών αποφάσεων, στη Γηραιά Ήπειρο εμπεδώνεται ένα διαρκώς διευρυνόμενο έλλειμμα πολιτικής εκπροσώπησης των πληθυσμών της. Ιδίως αυτών του Νότου. Κι αυτό, είναι ένα στοιχείο που μόνον απαισιοδοξία παράγει, ιδίως εν όψει και των ευρωεκλογών.
Ως προς την Ελλάδα, τώρα, προκαλούν απορία και ερωτηματικά γιατί εν μέσω της κρίσης επιμένουν οι ηγέτες της Ευρώπης αντί να δουν το γενικό πρόβλημα της Ευρώπης και του μέλλοντος του ευρώ εστιάζουν στα ψεύτικα στοιχεία, με τα οποία τροφοδοτούσε η Ελλάδα τη Eurostatτην περίοδο ένταξης της χώρας στην ΟΝΕ και στο ότι οι Έλληνες διάγουν πολυτελή βίο, τον οποίο δεν μπορούν να έχουν!
Και οι δύο αυτές θέσεις είναι εξαιρετικά απλουστευτικές και δεν απαντούν στο σοβαρό ζήτημα τόσο της βιαστικής προώθησης του ενιαίου νομίσματος όσο και γιατί καθυστερούν σήμερα οι απαραίτητες ενέργειες ώστε να προχωρήσει το «όραμα» της ευρωπαϊκής ενοποίησης.
Ας δούμε εδώ και το παράδειγμα της γειτονικής Ιταλίας. Η Ιταλία είναι μια χώρα με μεγάλη και εκτεταμένη παραγωγική βάση και βρίσκεται εν μέσω αλλεπάλληλων πολιτικών κρίσεων. Υποφέρει κι αυτή εξίσου έντονα από ανάλογα προβλήματα μεγάλου εξωτερικού χρέους. Όμως, η χώρα δεν πιέζεται μέχρις ασφυξίας για να λάβει δημοσιονομικά μέτρα, ανάλογης ή τουλάχιστον σχετικής έντασης με τα μέτρα που λαμβάνονται στην Ελλάδα.
Μάλλον αυτό που συμβαίνει αυτή την ώρα στο κοινό ευρωπαϊκό μας «σπίτι» είναι μια διαδικασία ανακατανομής του αθροιστικώς παραγόμενου ευρωπαϊκού πλούτου, αλλά με τρόπο που από τα ίδια τα πράγματα αποδεικνύεται ότι ευνοεί τους οικονομικά ισχυρότερους.
Η Ελλάδα είναι χώρα που υπολείπεται αισθητά του ευρωπαϊκού μέσου όρου στο κατά κεφαλήν εισόδημα. Επομένως, εξ αρχής ήταν γνωστό σ’ όλους ότι θα ξόδευε περισσότερα απ’ όσα θα παρήγαγε, με σχετική πρόβλεψη στο πλαίσιο των ευρωπαϊκών συνθηκών για κάλυψη των πρόσθετων δαπανών της, ένεκα της ένταξης στο ευρώ, από εισροές κεφαλαίων προερχομένων από τις πλουσιότερες χώρες. Εισροές, οι οποίες προβλέπονται ρητώς από το ευρωπαϊκό δίκαιο και αιτιολογούνται ως αναγκαίο μέτρο για το «κλείσιμο της ψαλίδας» της διαφοράς εισοδήματος μεταξύ πλουσίων και φτωχών ευρωπαίων. Είναι, ακριβώς, το πλαίσιο πολιτικής που υπάρχει για την προαγωγή της ευρωπαϊκής ενοποίησης!
Η Ελλάδα, πράγματι, υπερέβη (και κακώς) πριν την εκδήλωση της κρίσης χρέους τα επίπεδα ανεκτής χρηματοδότησης της οικονομίας της. Υπήρξε υπερδανεισμός. Αλλά αυτό δεν έγινε στο κενό. Σε μεγάλο βαθμό έγινε στο πλαίσιο συγκεκριμένων ευρωπαϊκών πολιτικής συνύπαρξης των χωρών-μελών.
Από την άλλη το περιορισμένο οικονομικό μέγεθος της χώρας μας, ως ποσοστό επί του συνολικού ευρωπαϊκού ΑΕΠ, δεν δικαιώνει την υπερβολική άποψη ότι η Ελλάδα είναι αιτία της κρίσης και είναι αυτή που ευθύνεται για την έκτασή της.
Σήμερα, πρακτικά, οι ευρωπαίοι εταίροι της Ελλάδας (αν και έχουν συμβάλλει στην εξυπηρέτηση αποπληρωμών του ελληνικού χρέους), εμφανίζονται απρόθυμοι να χρηματοδοτήσουν την ανάνηψη της ελληνικής οικονομίας. Όμως, αν αυτή είναι η βασική στρατηγική τους τότε καταργείται η συστατική για την Ευρωπαϊκή Ένωση αρχή της αλληλεγγύης.
Από αυτή την άποψη η μικρή Ελλάδα αναδεικνύεται σε σύμβολο εδραίωσης του πλανώμενου πάνω από την Ευρώπη και βαθμιαία ενισχυόμενου ευρωσκεπτικισμού. Και ακόμα περισσότερο αναδεικνύεται και ως κεντρικό πεδίο μάχης για την ανάσχεση του ευρωσκεπτικισμού που μπορεί να γίνει μόνο με την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας.