ΝΑΤΟ και Ουκρανία: Τι ισχύει πραγματικά από όσα λέγονται…

ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΓΑΛΛΙΚΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ LE MONDE

(Τι ισχύει πραγματικά από όσα λέγονται για το ΝΑΤΟ, την Ουκρανία και την Ρωσία εξηγεί παρακάτω μια επίκαιρη ανάλυση-εξιστόρηση της έγκυρης γαλλικής εφημερίδας Le Monde, Η οποία δημοσιεύθηκε στις 14/3/22. Διαβάστε την για να καταλάβετε πως και γιατί φτάσαμε στην εισβολή και στον πόλεμο. Τα συμπεράσματα δικά σας... ΕΝ ΑΝΔΡΩ)
Τo NATO δημιουργήθηκε στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου ως αντίπαλον δέος στο ανατολικό μπλοκ, αλλά με την κατάρρευση το 1991 της ΕΣΣΔ και του Συμφώνου της Βαρσοβίας η Συμμαχία ξέμεινε ξαφνικά από εχθρό. Το ΝΑΤΟ μόλις και μετά βίας επιβίωσε τα πρώτα χρόνια που ακολούθησαν την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης και επί μακρόν αναζητούσε στόχο.

Η διεύρυνση προς την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, καθώς και η απειλή της διεθνούς τρομοκρατίας που έριχνε βαριά τη σκιά της στις δυτικές χώρες μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001, δικαιολόγησαν εν μέρει τη συνέχιση της Συμμαχίας.

 Αλλά ο απομονωτισμός των Ηνωμένων Πολιτειών που προώθησε το 2017 ο τότε Πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ το 2017 και τον οποίο δεν αμφισβήτησε τελείως ο διάδοχός του, Τζο Μπάιντεν, καθώς η ανησυχία της Ουάσιγκτον για τις κινεζικές φιλοδοξίες στη ζώνη του Ινδο-Ειρηνικού αποδυνάμωσαν τη λογική ύπαρξης της Συμμαχίας τα τελευταία χρόνια δίνοντας ώθηση στην ιδέα μιας κοινής ευρωπαϊκής άμυνας.

Το ΝΑΤΟ, που ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν κήρυξε «εγκεφαλικά νεκρό» προ τριετίας, βρέθηκε ξανά ενωμένο μετά την εισβολή των ρωσικών δυνάμεων στην Ουκρανία στις 24 Φεβρουαρίου.

Για να δικαιολογήσει τις εντάσεις και στη συνέχεια την επίθεση στον γείτονά του, ο Ρώσος Πρόεδρος, Βλαντιμίρ Πούτιν, κατηγορεί συνεχώς το ΝΑΤΟ για «προδοσία», επειδή επεκτάθηκε προς την Ανατολική Ευρώπη μεταξύ 1997 και 2004, μετά την πτώση της ΕΣΣΔ. Πόσο αλήθεια είναι αυτό;

1991-1993: Οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης χτυπούν την πόρτα του ΝΑΤΟ, αλλά εκείνο τις κρατά κλειστές

Μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ το 1991, αρκετά πρώην μέλη του Συμφώνου της Βαρσοβίας στράφηκαν στο ΝΑΤΟ για να εξασφαλίσουν τη στρατιωτική τους ασφάλεια, ιδιαίτερα έναντι της Μόσχας.

Σχεδόν μισός αιώνας σοβιετικής κυριαρχίας έκανε τους λαούς της Ανατολικής Ευρώπης εξαιρετικά καχύποπτους έναντι των προθέσεων της ρωσικής εξουσίας, αν και ο πρώτος πρόεδρος της Ρωσικής Ομοσπονδίας, Μπόρις Γέλτσιν, απομάκρυνε ό,τι είχε απομείνει από τον κομμουνισμό στη Μόσχα αλλά όχι και τις φιλοδοξίες της νέας Ρωσίας αναφορικά με το μέλλον των πρώην δορυφόρων «της» και των πρώην σοβιετικών δημοκρατιών.

Το 1991, ο Γέλτσιν δημιούργησε την Κοινοπολιτεία Ανεξάρτητων Κρατών (CIS), έναν διακυβερνητικό οργανισμό που πρόσφερε οικονομική, πολιτική και στρατιωτική ενοποίηση στα προσφάτων ανεξαρτητοποιηθέντα κράτη που αναδύθηκαν από την ΕΣΣΔ. Δέκα εξ’ αυτών έγιναν υπό την πίεση της Ρωσίας μέλη της ΚΑΚ, αλλά το Τουρκμενιστάν και η Ουκρανία απέρριψαν την πρόσκληση. Η ολοκλήρωση αυτή θα αποτύχει σιγά σιγά λόγω του συντριπτικού πολιτικού βάρους της Μόσχας, που εμποδίζει τις ασθενέστερες χώρες να έχουν οποιοδήποτε περιθώριο ελιγμών σε τέτοιο μάλιστα βαθμό, που ορισμένες σχημάτισαν συμμαχίες μεταξύ τους, όπως ο Οργανισμός για τη Δημοκρατία και την Οικονομική Ανάπτυξη (GUAM), που δημιουργήθηκε το 1997 με τη συμμετοχή της Γεωργίας, της Ουκρανίας, του Αζερμπαϊτζάν και της Μολδαβία (και παλαιότερα του Ουζμπεκιστάν).

Σε αυτό το πλαίσιο, ήταν που πολλοί πρώην ευρωπαϊκοί δορυφόροι της Μόσχας χτύπησαν από το 1991 την πόρτα του ΝΑΤΟ, θεωρώντας ότι διασφαλίζει την απομάκρυνσή τους από τη ρωσική κηδεμονία, ειδικά αφότου η Μόσχα δεν δίστασε στο όνομα της υπεράσπισης των Ρωσόφωνων, να επέμβει στρατιωτικά, όπως έκανε το 1992 στην Υπερδνειστερία, μια αποσχιστική περιοχή της Μολδαβίας.

Η Ρωσία είδε με κακό μάτι αυτή τη χειραφέτηση και έκανε γνωστή τη δυσαρέσκειά της στη Δύση, η οποία εξ’ αρχής έβαλε φρένο στην επιθυμία για ένταξη που εκφράζουν αυτές οι χώρες. Στα τέλη Δεκεμβρίου 1991, το ΝΑΤΟ δημιούργησε τότε το Βορειοατλαντικό Συμβούλιο Συνεργασίας, ένα φόρουμ διαλόγου, που όμως δεν προσέφερε καμία εγγύηση ασφάλειας, προς μεγάλη δυσαρέσκεια των ενδιαφερόμενων χωρών.

Υποσχέθηκε η Δύση στη Ρωσία να μην επεκταθεί το ΝΑΤΟ προς Ανατολάς;

Όπως εξηγεί στην ανάλυσή της η γαλλική εφημερίδα, το συγκεκριμένο ερώτημα είναι από τα βασικά στην προοδευτική επιδείνωση των σχέσεων μεταξύ των ηγεσιών Ρωσίας και Δύσης. Από τη δεκαετία του 1990 η Μόσχα κατηγορεί τακτικά τις δυτικές χώρες ότι έσπασαν την αρχική τους δέσμευση: «μας είπαν επανειλημμένα ψέματα, πήραν αποφάσεις πίσω από την πλάτη μας, μας παρουσίασαν ένα τετελεσμένο γεγονός. Αυτό συνέβη με την επέκταση του ΝΑΤΟ προς τα ανατολικά, καθώς και με την ανάπτυξη στρατιωτικής υποδομής στα σύνορά μας», υποστήριξε ο Βλαντιμίρ Πούτιν στις 18 Μαρτίου 2014 μετά την προσάρτηση της Κριμαίας.

Ο Πούτιν αναφέρθηκε στις πολλαπλές υποσχέσεις που έδωσαν Αμερικανοί, Βρετανοί, Γάλλοι ή Γερμανοί ηγέτες στον Μιχαήλ Μιχαήλ Γκορμπατσόφ το 1990, ένα έτος έντονων διπλωματικών διαπραγματεύσεων με σκοπό να τεθούν οι προϋποθέσεις για την επανένωση της Γερμανίας. «Τίποτα δεν είχε γραφτεί στα χαρτιά. Ήταν λάθος του Γκορμπατσόφ. Στην πολιτική, όλα πρέπει να καταγράφονται, ακόμα κι αν συχνά παραβιάζεται μια εγγύηση στα χαρτιά», είπε ο Πούτιν το 2015 σε συνέντευξη που παραχώρησε στον Αμερικανό σκηνοθέτη Όλιβερ Στόουν. «Ο Γκορμπατσόφ συζητούσε μόνον μαζί τους και θεώρησε το λόγο τους επαρκή».

Η αλήθεια είναι ότι μεταξύ Φεβρουαρίου και Μαΐου 1990 ο Γκορμπατσόφ είχε λάβει διαβεβαιώσεις ότι «το ΝΑΤΟ δεν θα επεκταθεί ούτε μια σπιθαμή προς Ανατολάς», ιδιαίτερα από τον Τζέιμς Μπέικερ, τότε υπ ΕΞ των ΗΠΑ. Ο Χέλμουτ Κολ, η Μάργκαρετ Θάτσερ και ο πατέρας Τζορτζ Μπους επιχείρησαν επίσης να καθησυχάσουν τον Γκορμπατσόφ υποστηρίζοντας ότι η Ατλαντική Συμμαχία δεν θα επεκταθεί πέρα ​​από την επανενωμένη Γερμανία. Αυτές οι κουβέντες περιγράφονται λεπτομερώς στο πρότζεκτ του Αρχείου Εθνικής Ασφάλειας του Πανεπιστημίου George Washington, το οποίο βασίζεται σε πολλά αποχαρακτηρισμένα έγγραφα.

Το σκηνικό άλλαξε έναν χρόνο μετά το 1990

Ωστόσο, μέλη του ΝΑΤΟ έχουν επικρίνει το πώς παρουσιάζει ο Πούτιν τα πράγματα, εξηγώντας ότι τα συμφραζόμενα του 1990 ήταν διαφορετικά από εκείνα έναν χρόνο αργότερα. Το 1990 οι δυτικές διαβεβαιώσεις δόθηκαν ενώ η ΕΣΣΔ και οι δορυφόροι της παρέμεναν ακόμη μέλη της στρατιωτικής συμμαχίας του Συμφώνου της Βαρσοβίας, κάτι που καθιστούσε αδιανόητη μια επέκταση του ΝΑΤΟ. Αλλά τα δραματικά γεγονότα του 1991 άλλαξαν τα πράγματα: η πτώση της ΕΣΣΔ οδήγησε στην εμφάνιση δεκαπέντε νέων κυρίαρχων χωρών σε διάστημα εννέα μηνών. Τα σοβιετικά σύνορα, τα οποία η Δύση δεν ήθελε να απειλήσει ένα χρόνο νωρίτερα, δεν ήταν πλέον τα ίδια: σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο, δεν αντιστοιχούσαν πλέον στην ΕΣΣΔ, αλλά μόνο σε εκείνα της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Επομένως, δεν θα είχαν δοθεί υποσχέσεις σχετικά με χώρες όπως η Πολωνία, η Τσεχική Δημοκρατία και η Ουγγαρία - συμπέρασμα που υποστηρίζουν αρκετοί ιστορικοί και ειδικοί στο θέμα, λέει η Le Monde.

Άλλωστε και ο ίδιος ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ επιβεβαίωσε αυτή την ανάγνωση των γεγονότων. Ερωτηθείς το 2014 από το Russia Beyond, ένα κρατικό μέσο ενημέρωσης που χρηματοδοτείται από τη ρωσική κυβέρνηση, τι τον ώθησε να μην ζητήσει από τους Αμερικανούς να μεταφραστεί σε δεσμευτική συνθήκη η υπόσχεσή τους, ο τελευταίος ηγέτης της ΕΣΣΔ απάντησε ότι: «η διεύρυνση του ΝΑΤΟ δεν ήταν καθόλου θέμα συζήτησης και δεν προέκυψε κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Ένα άλλο θέμα που βάλαμε στο τραπέζι ήταν να διασφαλίσουμε ότι η στρατιωτική υποδομή του ΝΑΤΟ δεν θα προχωρήσει και ότι δεν θα αναπτυχθούν πρόσθετες ένοπλες δυνάμεις στο έδαφος της τότε Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Η διαβεβαίωση του Μπέικερ έγινε σε αυτό το πλαίσιο… Ό,τι μπορούσε να γίνει και έπρεπε να γίνει για να συγκεκριμενοποιηθεί αυτή η πολιτική δέσμευση έγινε και ήταν σεβαστό. »

Ένα επεισόδιο ρίχνει εν μέρει φως στους λόγους, για τους οποίους η κυβέρνηση του Μπόρις Γέλτσιν μπορεί να ένιωθε εξαπατημένη. Στις 22 Οκτωβρίου 1993, ο υπ ΕΞ των ΗΠΑ Γουόρεν Κρίστοφερ ήρθε να συναντήσει τον Γέλτσιν για σαράντα πέντε λεπτά για να του υποβάλει την ιδέα της Σύμπραξης για την Ειρήνη, που πρότεινε ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Μπιλ Κλίντον. Αυτή η συνεργασία του παρουσιάστηκε ως ένας τρόπος να συμπεριληφθεί η Ρωσία στη διαδικασία. «Δεν θα υπάρξει καμία προσπάθεια να αγνοηθεί ή να αποκλειστεί η Ρωσία από την πλήρη συμμετοχή της στη μελλοντική ασφάλεια της Ευρώπης», είπε ο Κρίστοφερ.

Ο Γέλτσιν, που πίεζε επί δύο χρόνια να αναγνωρίσει η Δύση ως μεγάλη δύναμη τη χώρα του, παρασύρθηκε στην αρχή, αλλά διέκοψε τον επικεφαλής της αμερικανικής διπλωματίας για να βεβαιωθεί ότι αντιλήφθηκε σωστά και ότι θα υπάρξει συνεργασία και όχι ένταξη, αναφερόμενος στο ΝΑΤΟ. Ο Μπέικερ του απάντησε: «Ναι, περί αυτού πρόκειται, δεν θα υπάρξει καν δευτερεύον καθεστώς [ για τη Ρωσία]. «Αυτή είναι μια εξαιρετική ιδέα, έργο ιδιοφυΐας!" αναφώνησε ο Γέλτσιν δείχνοντας ανακουφισμένος μπροστά στον συνομιλητή του και αναφέροντας ρητά τις εντάσεις γύρω από το ΝΑΤΟ. Ο Ρώσος πρόεδρος, ο οποίος έδινε μάχη στην εσωτερική πολιτική σκηνή με τους συντηρητικούς, ήταν αναγκασμένος να δείξει αποτελέσματα με τους Αμερικανούς «εταίρους» για να παραμείνει στην εξουσία.

Από την Σύμπραξη για την Ειρήνη στη διεύρυνση του ΝΑΤΟ

Τον Ιανουάριο του 1994, στη διάρκεια επίσημης επίσκεψής του στη Ρωσία, ο Μπιλ Κλίντον είπε στον Γέλτσιν ότι το ΝΑΤΟ «εξέταζε ξεκάθαρα την επέκταση», αλλά προσπάθησε να τον καθησυχάσει προσθέτοντας ότι η Συνεργασία για την Ειρήνη ήταν η προτεραιότητα της κυβέρνησής του. Μια διαβεβαίωση που επανέλαβε και κατά τη διάρκεια ιδιωτικού γεύματος στις 27 Σεπτεμβρίου 1994.

Η Σύμπραξη για την Ειρήνη δημιουργήθηκε το 1994 με την ένταξη εκείνη τη χρονιά 34 ευρωπαϊκών και ασιατικών κρατών, περιλαμβανομένης της Ρωσίας. Η Σύμπραξη αυτή προέβλεπε διμερή στρατιωτική συνεργασία μεταξύ αυτών των υπογραφόντων χωρών και του ΝΑΤΟ, χωρίς, ωστόσο, να ανταποκρίνεται στις προσδοκίες πρώην δορυφόρων της Μόσχας, όπως η Πολωνία, η Τσεχία και η Ουγγαρία, οι οποίοι, ενωμένες τον Φεβρουάριο του 1991 στην ομάδα του Βίσεγκραντ, ζήτησαν μετ΄ επιτάσεως να ενσωματωθούν στο ΝΑΤΟ, και επέμειναν ακόμη περισσότερο λόγω της ρωσικής στρατιωτικής επέμβασης στην Τσετσενία (1994-1996). Αρχικά απρόθυμη, η κυβέρνηση Κλίντον άλλαξε σταδιακά γνώμη.

Καθώς οι προθέσεις των αξιωματούχων του ΝΑΤΟ γίνονταν όλο και πιο σαφείς, ο Μπόρις Γέλτσιν κατηγόρησε τον Αμερικανό ομόλογό του, σε μια ηχηρή ομιλία στη σύνοδο κορυφής της Βουδαπέστης στις 6 Δεκεμβρίου 1994, ότι ήθελε να διαμελίσει την Ευρώπη. «Γιατί φυτεύετε τους σπόρους της δυσπιστίας;», ρώτησε τα δεκαέξι [τότε] μέλη του ΝΑΤΟ. Οι ρωσικές προειδοποιήσεις ανησύχησαν μέρος της αμερικανικής διοίκησης, αλλά στα τέλη του 1994, η ιδέα της διεύρυνσης του ΝΑΤΟ είχε σχεδόν επιβληθεί στον κύκλο του Προέδρου Κλίντον.

1994-2004: Το ΝΑΤΟ επεκτείνεται προς Ανατολάς με τη υποστήριξη Κλίντον και Κολ

Η πρώτη αλλαγή στον τόνο έγινε τον Ιανουάριο του 1994, στη διάρκεια της συνόδου κορυφής των Βρυξελλών, όπου το ΝΑΤΟ δήλωσε ρητά ότι είναι ανοιχτό σε νέες προσχωρήσεις. Στη συνέχεια, ο Πρόεδρος Κλίντον, επισκεπτόμενος την Πράγα, δήλωσε μαζί με τους Πρωθυπουργούς της Τσεχίας, της Πολωνίας, της Ουγγαρίας και της Σλοβακίας ότι δεν ήταν πλέον ζήτημα αν θα επεκταθεί το ΝΑΤΟ, αλλά «πότε και πώς»». Τον Σεπτέμβριο του 1995, το ΝΑΤΟ δημοσίευσε τις προϋποθέσεις που επρόκειτο να χρησιμεύσουν ως βάση για τις διαπραγματεύσεις. Το κείμενο διευκρίνιζε ότι η Συμμαχία δεν θα εγκαταστήσει πυρηνικά όπλα στο έδαφος των νέων μελών, μια δήλωση προθέσεων που υποτίθεται ότι θα κατεύναζε τους φόβους της Ρωσίας.

Ακολούθησαν δύο χρόνια έντονων διαβουλεύσεων με πέντε χώρες, πριν ανάψει το πρώτο πράσινο φως. Την άνοιξη του 1997, ο Κλίντον, ο οποίος υποστήριζε τον Γέλτσιν, αφότου εξελέγη ο τελευταίος, εμφανίστηκε καθησυχασμένος, καθώς είχε μόλις υπογράψει με τον Ρώσο ομόλογό του την «ιδρυτική πράξη», την πρώτη συμφωνία μεταξύ ΝΑΤΟ και Ρωσίας, η οποία αποσκοπούσε στην επανέναρξη της συνεργασίας μεταξύ των δύο μερών.

Εν συνεχεία ο πρόεδρος των ΗΠΑ ανακοίνωσε τη μελλοντική ενσωμάτωση της Πολωνίας, της Δημοκρατίας της Τσεχίας και της Ουγγαρίας, που έλαβαν έναν μήνα αργότερα επίσημη πρόσκληση ένταξης στο ΝΑΤΟ στη σύνοδο κορυφής της Μαδρίτης, ένα ορόσημο που πέρασε «στην ιστορία ως το τέλος της Συμφωνίας της Γιάλτας [για τη διαίρεση της Ευρώπης] », σύμφωνα με τον τότε πρωθυπουργό της Πολωνίας, Βλοτζίμιερτζ Τσιμόσεβιτς . Ο Τσέχος ομόλογός του, Βάτσλαβ Κλάους αποκάλεσε την πρόσκληση ένταξης στο ΝΑΤΟ «το κορυφαίο επίτευγμα της διαδικασίας μετασχηματισμού μετά τον Νοέμβριο του 1989». Στην Ουγγαρία, η ένταξη στο ΝΑΤΟ εγκρίθηκε σε δημοψήφισμα το φθινόπωρο του 1997 από το 85,3%.

1999: Η πρώτη διεύρυνση του ΝΑΤΟ προς Ανατολάς

Η ρωσική ηγεσία, από την πλευρά της, δεν ήταν ενθουσιασμένη με τις εξελίξεις. Αμέσως μετά την ανακοίνωση, ο Ρώσος ΥΠ ΕΞ Γεβγκένι Πριμάκοφ καταδίκασε ένα «μείζον σφάλμα, ίσως το μεγαλύτερο από το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου».

Αυτή η πρώτη διεύρυνση άφησε μια γεύση αποτυχίας στη Ρωσία, αφού δεν απέδωσαν καρπούς οι τόσες προσπάθειες του Γέλτσιν να μεταπείσει τον Κλίντον. Όμως ο ίδιος ο Ρώσος πρόεδρος γνώριζε ότι ήταν αναπόφευκτη η διαδικασία, τουλάχιστον για ορισμένες χώρες όπως η Πολωνία, η οποία είχε δείξει σταθερή αποφασιστικότητα να ενταχθεί στους κόλπους της Δύσης. Έτσι, το 1993, ο Πολωνός Πρωθυπουργός πέτυχε να αποσπάσει από τον Γέλτσιν ένα κοινό ανακοινωθέν, το οποίο ανέφερε ότι η ένταξη της Πολωνίας στο ΝΑΤΟ «δεν θα ήταν αντίθετη με τα συμφέροντα άλλων κρατών, συμπεριλαμβανομένης της Ρωσίας».

Οι ρωσικές διαμαρτυρίες, ωστόσο, ανησυχούσαν δυτικούς διπλωμάτες, οι οποίοι διχάστηκαν ως προς τη σκοπιμότητα περαιτέρω επέκτασης του ΝΑΤΟ προς Ανατολάς παρά τα επανειλημμένα και επίμονα αιτήματα δέκα χωρών, οι οποίες την άνοιξη του 2000 σχημάτισαν την ομάδα του Βίλνιους, μεταξύ των οποίων: Εσθονία, Λετονία και Λιθουανία, επί μακρόν υποψήφιες προς ένταξη στο ΝΑΤΟ χώρες, η Σλοβακία, που απορρίφθηκε το 1997 επειδή δεν πληρούσε ορισμένα κριτήρια, η Ρουμανία και η Σλοβενία, που απορρίφθηκαν το 1997 για να μην ενοχληθεί η Μόσχα, η Βουλγαρία, η Κροατία, η Αλβανία και η ΠΓΔΜ, βέτο στην υποψηφιότητα της οποίας έβαζε η Ελλάδα λόγω της διαφωνίας για το όνομα της χώρας.

Οι συζητήσεις με αυτές τις δέκα χώρες άνοιξαν, αλλά το ΝΑΤΟ προσπαθούσε να δώσει προτεραιότητα στις αιτήσεις για να επιβραδύνει όσο το δυνατόν περισσότερο τη διαδικασία, όπως έκανε το 1997, όταν απέρριψε τις εννέα από τις δώδεκα αιτήσεις που είχε λάβει. Οι διαπραγματεύσεις έληξαν το 2002 μετά από πρόσκληση επτά νέων κρατών (των τριών χωρών της Βαλτικής, Σλοβακίας, Σλοβενίας, Ρουμανίας και Βουλγαρίας), των οποίων η ένταξη ολοκληρώθηκε το 2004.

2004: Δεύτερη διεύρυνση του ΝΑΤΟ προς Ανατολάς

Έξι πρώην δορυφόροι και μέλη της ΕΣΣΔ εντάχθηκαν στο ΝΑΤΟ μαζί με τη Σλοβενία. Αυτή η δεύτερη διεύρυνση προκάλεσε νέες διαμαρτυρίες από ορισμένους Ρώσους πολιτικούς. Ο πρόεδρος της Επιτροπής Άμυνας της Δούμας Βίκτορ Ζαβαρζίν κάλεσε την κυβέρνηση να επανεξετάσει την αμυντική διάταξη των στρατιωτικών δυνάμεων της Ρωσίας φοβούμενος ότι οι Δυτικοί συγκεντρώνουν στρατεύματα κοντά στα ρωσικά σύνορα, κάτι όμως που δεν συνέβη στην πραγματικότητα - με εξαίρεση την άφιξη το 2004 τεσσάρων βελγικών μαχητικών F-16. Από την πλευρά του το Κρεμλίνο, που ποτέ δεν έδειξε σθεναρή αντίθεση σε μια νέα διεύρυνση, κατεβάζει τους τόνους όσον αφορά στην ένταξη των χωρών της Βαλτικής στο ΝΑΤΟ. Δύο χρόνια νωρίτερα, ο Βλαντιμίρ Πούτιν είχε ήδη δηλώσει ότι η ένταξη των χωρών της Βαλτικής στο ΝΑΤΟ δεν θα ήταν «τραγωδία».

Η διεύρυνση της Συμμαχίας προχώρησε στη συνέχεια μόνο στα Βαλκάνια με την ένταξη Κροατίας και Αλβανίας το 2009, του Μαυροβουνίου το 2017 και της Βόρειας Μακεδονίας το 2020, μετά τη διευθέτηση της διαφοράς της για το ονοματολογικό με την Ελλάδα.

Ουκρανία: Μια επί μακρόν αβέβαιη ένταξη

Η περίπτωση της Ουκρανίας είναι διαφορετική. Η υποψηφιότητα της «αδελφής» χώρας της Ρωσίας, ανεξάρτητης από το 1991, απορρίπτεται συνεχώς από ορισμένα κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ, που φοβούνταν μήπως εξοργιστεί τελειωτικά η Μόσχα. Το 2008, στη διάρκεια της συνόδου του Βουκουρεστίου, ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Τζορτζ Μπους πρότεινε στην υπόλοιπη Συμμαχία να προσκαλέσουν επίσημα την Ουκρανία και τη Γεωργία, μια απόφαση στην οποία έμελλαν να ασκήσουν βέτο η Γαλλία και η Γερμανία.

Ωστόσο, η Συμμαχία ανέφερε στο τέλος της συνόδου ότι αυτές οι δύο χώρες θα γίνουν στο μέλλον μέλη του ΝΑΤΟ και ότι πρέπει να διεξαχθούν έντονες προπαρασκευαστικές διαβουλεύσεις. Αν και το ουκρανικό Σύνταγμα απαγορεύει την ανάπτυξη ξένων στρατευμάτων σε εδάφη της χώρας, η είδηση προκάλεσε την έντονη αντίδραση του Πούτιν: «Τι είναι, όμως, η Ουκρανία; Ούτε καν κράτος!», αναφώνησε κατά τη συνεδρίαση του συμβουλίου Ρωσίας-ΝΑΤΟ. «Μέρος της επικράτειας της Ουκρανίας είναι στην Κεντρική Ευρώπη, το άλλο μέρος, το πιο σημαντικό, εμείς της το δώσαμε»!, είπε.

Και προειδοποίησε τους Ευρωπαίους και Αμερικανούς εταίρους του ότι εάν η Ουκρανία ενταχθεί ποτέ στο ΝΑΤΟ, δεν θα υπάρχει πια με τη σημερινή της μορφή, αναφερόμενος στην Κριμαία, που είχε προσέφερε στην Ουκρανία το 1954 ο Νικίτα Χρουστσόφ. Με μεγάλο μέρος του πληθυσμού της να αποτελείται από Ρωσόφωνους, που διάκεινται εχθρικά σε μια προσέγγιση με τη Δύση, η χερσόνησος προσφέρει πάνω απ' όλα στη Ρωσία στρατηγική πρόσβαση στη Μαύρη Θάλασσα μέσω του στρατιωτικού λιμένα της Σεβαστούπολης.

Η στρατιωτική επέμβαση της Ρωσίας στη Γεωργία το 2008, η πρώτη ουσιαστικά επίδειξη δύναμης του Πούτιν, μείωσε τη βούληση της Δύσης να συνεχίσει τις συζητήσεις με το Κίεβο. Η ρωσική εισβολή στην Κριμαία το 2014 και η υποστήριξη της Μόσχας στους αυτονομιστές στο Ντονμπάς έθαψαν τότε τις ελπίδες της Ουκρανίας να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ.

 

ΑΦΗΣΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

ΑΦΗΣΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

  1. Σχολιάζετε ως επισκέπτης.
Attachments (0 / 3)
Share Your Location
There are no comments posted here yet