Ο άγνωστος Χ στο βιβλίο του Γ. Τζιώτη

Του Διαμαντή Μπασαντή

 

Το  βιβλίο του ανδριώτη συγγραφέα Γιάννη Τζιώτη «Δρόμοι Υπερέντασης» το αγόρασα πριν ενάμιση χρόνο. Στην αρχή το διέτρεξα. Μετά το διάβασα. Προσπάθησα να το προσεγγίσω με την κλασική μέθοδο της ρεαλιστικής ανάγνωσης. Δεν τα κατάφερα. Ίσως γιατί ρεαλισμός και ρομαντισμός στο βιβλίο συνυπάρχουν χωρίς όμως να τέμνονται.

Προσπάθησα να το «δω» ως έναν ιδιότυπο μοντερνισμό που έχει να κάνει με την ιδιοτυπία του συγγραφέα. Έγραψα κάτι. Και το άφησα στην άκρη. Πρώτη φορά είχα τέτοια αμφιθυμία μπροστά σε ένα βιβλίο.

Κι όμως για χρόνια έγραφα κριτικές και παρουσιάσεις βιβλίων σε ελληνικά περιοδικά και αθηναϊκές εφημερίδες. Αλλά το βιβλίο του Τζιώτη ήταν εκτός των προκαθορισμένων παραμέτρων. Για να μην καταφύγω στην κολακεία ή να μην αδικήσω το άφησα αμήχανος στην άκρη. Δύσκολο να πεις πολλά για ένα βιβλίο που είναι στον αντίποδα του δικού σου στιλ. Των δικών σου αναγνώσεων και εμπειριών. Της δικής σου κουλτούρας.

 

Η παρουσίαση του βιβλίου στο ξενοδοχείο Πρέζιτεντ στις 26/1 ήταν μια αφορμή να επανέλθω σε αυτό. Παρά το γεγονός πως δεν με κάλεσε (ίσως γιατί έχει θυμώσει που δεν δημοσίευσα ότι είχα γράψει) θα πήγαινα. Όμως δεν μπόρεσα γιατί έτυχε το ίδιο απόβραδο να σχολιάζω τα πολιτικά δρώμενα των ημερών σε τηλεοπτικό κανάλι.

Έμαθα για την επιτυχία της παρουσίασης και χάρηκα. Είδα τις ωραίες φωτογραφίες του Μ. Κελαϊδή. Άκουσα για την εξαιρετική αναγνώση του ηθοποιού και γείτονα Πατρίκιου Κωστή, αλλά και για την ωραία μουσική επένδυση και ξαναχάρηκα. Μου είπαν για την παρουσίαση του Παύλου Αλέπη και την σεμνή αναφορά του δημάρχου Άνδρου στον συγγραφέα, αλλά και για το πλήθος των ανδριωτών που τίμησαν την εκδήλωση.

Ο Γιάννης Τζιώτης σίγουρα γράφει με ένταση και πάθος. Γράφει βγάζοντας έναν ιδιότυπο εσωτερικό «θυμό». Γράφει με «υπερένταση». Αυτό που εντυπωσιάζει είναι το πάθος με το οποίο περιγράφει ή απλώνει σε πολλά σημεία του βιβλίου την καταγωγή του. Ακόμα και στο βιογραφικό του γράφει με τόση έμφαση γι’ αυτήν που ξαφνιάζει. Τελικά αυτό είναι κάτι που μοιάζει να στοιχειώνει το βιβλίο.

Αναρωτήθηκα αν έχει νόημα να απλώνει παντού με πολλούς τρόπους και ένταση το ότι οι γονείς του είναι «άνθρωποι του μόχθου». Υπάρχουν χιλιάδες συγγραφείς προερχόμενοι από ταπεινή καταγωγή. Στον Γιάννη Τζιώτη αυτό δημιουργεί μια «υπερένταση» που εκπλήττει. Μια εκδοχή είναι η πίεση που ασκεί σε αυτόν ο περίκλειστος ορίζοντας του νησιού, όπως τον έζησε ο ίδιος. Αν είχε φύγει μακριά για ένα σημαντικό διάστημα ίσως το συναίσθημα αυτό να είχε απαλύνει.

Τέλος πάντων καθείς διαβάζοντας το βιβλίο ας το κρίνει.  Άλλωστε η λογοτεχνία μερικές φορές έχει την ικανότητα να ξεφεύγει σε ατραπούς και μονοπάτια μακρινά και δύσβατα. Άλλοτε χάνονται μέσα σε αυτά οι αναγνώστες. Και άλλοτε οι συγγραφείς. Οι ευτυχισμένες στιγμές της είναι όταν αναγνώστες και συγγραφείς συναντώνται. Αν κρίνουμε από τα προηγούμενα βιβλία του Γ. Τζιώτη και τις κυκλοφορίες τους βλέπουμε πως συχνά ο συγγραφέας συνάντησε τους αναγνώστες του. Ευχόμαι να συμβεί το ίδιο και σε αυτό το βιβλίο.

ΑΦΗΣΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

ΑΦΗΣΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

  1. Σχολιάζετε ως επισκέπτης.
Attachments (0 / 3)
Share Your Location
There are no comments posted here yet
This comment was minimized by the moderator on the site

Αγαπητέ Γιώργο ίσως έχεις δίκιο. Άλλωστε γι' αυτό και καταλήγω στο τέλος πως οι αξιολογικές κρίσεις από ένα σημείο και μετά ανοίκουν στους αναγνώστες. Εμένα απλώς μου έκαναν εντύπωση οι "αυτοβιογραφικές" αναφορές και σε σελίδες του βιβλίου, όπως και στο βιογραφικό. Η λέξη "θυμός" με εισαγωγικά μπορεί να είναι και κάτι περισσότερο ή λιγότερο. Μπορεί να είναι και παράπονο.
Κατά τα άλλα ευχαιστώ για την παρέμβαση σου και τις διευκρινήσεις σου.

Πράγματι ο Τζιώτης βγάζει και αυτή την αναφορά που λες. να είναι όπως

This comment was minimized by the moderator on the site

Με την ευκαιρία που, παρά το φόρτο εργασίας των ημερών, καλύπτεις την παρουσίαση του βιβλίου του Γιάννη Ζιώτη, θέλω να σε συγχαρώ και να σ ευχαριστήσω για την εμπεριστατωμένη και ποικιλόμορφη ενημέρωση που προσφέρεις ιδιαίτερα σ εμάς που δεν μένουμε στο νησί και με λαχτάρα περιμένουμε να μάθουμε κάθε είδηση…
Συμφωνώ μαζί σου, ότι τον Ζιώτη δεν τον διαβάζεις μονορούφι και ξενυχτώντας, όπως διαβάζει κανείς το «Χάρρυ Πόττερ» σήμερα ή διάβαζε το «μικρό ήρωα» και τον «εραστή της λαίδης Τσάτερλυ» παλιά. Τον Ζιώτη δεν τον διαβάζεις απλά, τον μελετάς. Κι επειδή δεν έχεις πάντα χρόνο και όρεξη για μελέτη τον αφήνεις στη μπάντα και τον ξαναπιάνεις όταν στο επιτρέπει η σχετική πλευρά της «αμφιθυμίας» που περιγράφεις. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και σ εμένα…
Εκεί που διαφωνώ είναι στο ότι « Γράφει βγάζοντας έναν ιδιότυπο εσωτερικό «θυμό», τον οποίο εσύ αποδίδεις στη δυσαρέσκεια του συγγραφέα για τη καταγωγή του και "Τελικά αυτό είναι κάτι που μοιάζει να στοιχειώνει το βιβλίο». Ο θυμός είναι ένα στοιχείο της οργής και η οργή συνεπάγεται επιθετικότητα (!).Όποιος γνωρίζει το Γιάννη Ζιώτη τον ξέρει ως ένα πράο, συναισθηματικό, μειλίχιο κι ευγενικό άνθρωπο. Δηλαδή κάποιον που στερείται και ίχνους επιθετικότητας. Όσο για το ότι οι γονείς του είναι «άνθρωποι του μόχθου» όπως γράφει στο βιογραφικό του, αυτό μάλλον με περηφάνια το γράφει κι όχι με θυμό. Ίσως υπερβολή και πλεονασμός, γιατί όλοι «μοχθούμε» για τον επιούσιο, αλλά ξέρω πολλούς που καμαρώνουν για το θερμαστή πατέρα τους, τη μοδίστρα μητέρα τους και τον οικοδόμο παππού τους, χωρίς να εντυπωσιάζομαι η να ενοχλούμαι από αυτό.
Επίσης γράφεις «Αν είχε φύγει μακριά για ένα σημαντικό διάστημα ίσως το συναίσθημα αυτό να είχε απαλύνει».
Όπου στα βιβλία του ο Γιάνεις Ζιώτης παρεμβάλλει αυτοβιογραφικά στοιχεία, μεταφέρει συναισθηματικά τον Ανδριώτη αναγνώστη στη μικρή μαγευτική μεν αλλά και ιδιόμορφη κοινωνία της Άνδρου, όπου ο χρόνος φαίνεται να έχει σταματήσει στην εποχή του εμφυλίου, η κοινωνική δομή μοιάζει μεν με άλλα μικρά μέρη στη Ελλάδα και αλλού, είναι όμως πιο σφυχτή και κοντά στο ρομαντισμό και την ειδυλλιακή αίσθηση, περισσεύει η υποκρισία και το «δήθεν». Ίσως αυτό που περιγράφεις σαν θυμό, να μην είναι τίποτε άλλο από «παράπονο». Παράπονο για τη «μοναξιά» που ενδεχομένως βιώνει ο συγγραφέας στην έρημη χειμωνιάτική Άνδρο ή στη «παράκρουση» του Αυγούστου, με την έλλειψη φιλολογικών σαλονιών και ανθρώπων πρόθυμων για συζήτηση… Εάν όμως είχε φύγει μακριά θα μπορούσε να μας μεταφέρει τόσο καλά και να μας προβληματίσει αποτελεσματικά για την πραγματική Άνδρο που αγαπάμε μεν αλλά συχνά μας έχει πληγώσει;