Η δικαίωση του ρεμπέτικου και μαζί η δικαίωση Θεοδωράκη και Χατζιδάκι
«Η Ποίηση στο Ελληνικό Τραγούδι» του Διαμαντή Μπασαντή εκδόσεις Γαβριηλίδη (Αθήνα 2017, σελ. 120).
Το ρεμπέτικο είχε μια δύσκολη πορεία καταξίωσης στην ελληνική κοινωνία. Εξαπλώθηκε προπολεμικά από τους πρόσφυγες. Πέρασε στη ζωή των πόλεων στην Κατοχή και μεταπολεμικά μέσα από τα λαϊκά στρώματα των ελληνικών πόλεων. Παρά την ολόθερμη αποδοχή που γνώρισε από τηνν αρχή από τον Μάνο Χατζιδάκι και τον Μίκη Θεοδωράκη δεν έγινε αποδεκτό τόσο από τις συντηρητικούς όσο και απο τους αριστερούς εκείνης της εποχής. Παρακάτω παραθέτουμε δύο αποσπάσματα από το βιβίο "Η ποίηση στο ελληνικό τραγούδι" του Διαμαντής Μπασαντή για να παρετε μια ιδέα της δύσκολης διαδρομής του και της αποδοκιμασίας που γνώρισαν και ο Θεοδωράκης και ο Χατζηδάκις που το στήριξαν και το υπερασπ΄σιτηκαν από την αρχή.
(α) Η εξάπλωση του ρεμπέτικου στην Ελλάδα
Το δημοτικό τραγούδι ήταν το τραγούδι της παραδοσιακής αγροτικής και ναυτικής κοινωνίας της Ελλάδος του 19ου αιώνα. Ήταν ένα τραγούδι πάνω σε παλιούς αρχαϊκούς δρόμους. Το ρεμπέτικο που ήρθε αργότερα ήταν ένα λαϊκό τραγούδι που έφεραν οι πρόσφυγες της Μικράς Ασίας μετά την καταστροφή του 1922. Ήταν ένα τραγούδι πόνου και αδικαίωτης αγάπης, ένα τραγούδι αδικημένων και περιθωριακών. Από αυτή την άποψη εξέφρασε για πολλά χρόνια το κοινωνικό περιθώριο. Αυτούς που έμαθαν να ζουν με την απώλεια και την ελπίδα. Ήταν ένα μελωδικό τραγούδι πάνω σε βυζαντινούς ρυθμούς που έρχονταν από πολύ παλιά.
Το ρεμπέτικο θα εξαπλωθεί κατά τον μεσοπόλεμο στην Ελλάδα. Είναι ενδεικτικό πως μεταξύ 1937 και 1941 ο Βασίλης Τσιτσάνης θα ηχογραφήσει περίπου 110 τραγούδια του είδους, ενώ τον ακολουθεί ο Γιάννης Παπαϊωάννου[1]. Οι σκληρές συνθήκες της Γερμανικής Κατοχής έκαναν τη ρεμπέτικη μουσική περισσότερο οικεία εκείνα τα χρόνια από το ελαφρό ελληνικό τραγούδι που κυριάρχησε στην Ελλάδα πριν τον πόλεμο. Οι σκληρές κοινωνικές συνθήκες θα συνεχιστούν και κατά τη διάρκεια του ελληνικού εμφυλίου πολέμου που ακολούθησε, αλλά και κατά τη διάρκεια της δύσκολης ανοικοδόμησης της κατεστραμμένης χώρας από τις συγκρούσεις χώρας.
Οι φτωχοί, οι αδικημένοι, οι κατατρεγμένοι, οι ευρισκόμενοι σε δύσκολη κατάσταση ήταν αυτοί που βρήκαν σε αυτό το τραγούδι μια μουσική ανάσα, μια διαφυγή, ένα όνειρο, έναν στεναγμό. Μπορεί αρχικά να ήταν οι πρόσφυγες και οι περιθωριακοί που το όρισαν, όμως, γρήγορα η μελωδίες του άπλωσαν σε ευρύτερα λαϊκά και μικροαστικά στρώματα των πόλεων που ακούμπησαν πάνω σε αυτό το τραγούδι.
Ο μεγάλος Συριανός πατριάρχης του ρεμπέτικου Μάρκος Βαμβακάρης που τον παρουσίασε ο Μ. Χατζιδάκις το 1949.
Από τους πολλούς και σημαντικούς εκπροσώπους αυτού του μουσικού είδους, που ξεχώρισε και αναγνωρίστηκε σταδιακά την δύσκολη, αλλά και αναπτυξιακή δεκαετία του 1950, δύο ήταν οι σημαντικότεροι: Ο «πατριάρχης του ρεμπέτικου» Μάρκος Βαμβακάρης και ο γενάρχης της μεταπολεμικής λαϊκής μουσικής Βασίλης Τσιτσάνης.
Με τα παραπάνω μουσικά δεδομένα δεν είναι τυχαίο πως και μεταπολεμικά ο χώρος των ελληνικών δίσκων γραμμοφώνου των 78 στροφών συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του ρεμπέτικου και του λαϊκού τραγουδιού.
Τα ρεμπέτικα ή λαϊκά τραγούδια πρώτα παίζονταν ζωντανά σε μικρά κεντράκια και κουτούκια. Στη συνέχεια ηχογραφούνταν στην Ελλάδα και τυπώνονταν στο εξωτερικό και ακολούθως έρχονταν και πωλούνταν στην εγχώρια αγορά. Χαρακτηριστικό της δυναμικής του τραγουδιού αυτού είναι πως ο Βασίλη Τσιτσάνη είναι ο λαϊκός συνθέτης, που μεταξύ 1950-1959 θα έχει τα περισσότερα ηχογραφημένα τραγούδια (408) σε δίσκους γραμμοφώνου[2].
Ο έτερος κορυφαίος του ρεμπέτικου τραγουδιού Βασίλης Τσιτσάνης και η παρουσιάση του από τον Κώστα Ταχτσή.
Και βέβαια δεν είναι τυχαίο πως ο Τσιτσάνης θα είναι ο πρώτος έλληνας συνθέτης που το 1954 θα ηχογραφήσει τραγούδια του σε δίσκο βινυλίου 33½ στροφών σε μια πειραματική ηχογράφηση που έγινε στην Αθήνα από τον σημαντικό παραγωγό Αλέκο Πατσιφά και την ολλανδική εταιρεία Philips. Στον ιστορικό αυτό δίσκο τραγούδησαν ο ίδιος ο Βασίλης Τσιτσάνης με την Μαρίκα Νίνου.
Οι μεγάλοι έντεχνοι συνθέτες Χατζιδάκις και Θεοδωράκης που άλλαξαν τη ρότε του ελληνικού τραγουδιού και του ελληνικού πολιτισμού κατά το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα ήταν εκείνοι που συνέβαλαν αποφασιστικά στην αναγνώριση του ρεμπέτικου τραγουδιού αρχικά στην Ελλάδα και αργότερα στον κόσμο. Στη φωτογραφία ο Θεοδωράκης με τον Τσιστάνη, τον Χιώτη και τον Καζατζίδη στη δεκαετία του 1960.
(β) Ο Χατζιδάκις, ο Θεοδωράκης και το ρεμπέτικο
Ο Χατζιδάκις γνώρισε το ρεμπέτικο, τραγούδι των προσφύγων της Μικράς Ασίας, στην Κατοχή μεταξύ 1943-1944. Εντυπωσιάστηκε από την αυθεντικότητα του, τους βυζαντινούς δρόμους του, την θεματολόγια του. Όμως, η διχασμένη ελληνική κοινωνία της εποχής δεν ήταν έτοιμη να το αποδεχτεί ένα τραγούδι που μιλούσε για απόκληρους, περιθωριακούς, κατατρεγμένους. Ήταν μια εποχή στην οποία το ελληνικό τραγούδι αναπαρήγαγε ξένα μουσικά πρότυπα (ταγκό, βαλσάκια, κλπ).
Οι δύο μεγάλοι της ελληνικής μουσικής του 20ου αιώνα που αναγνώρισαν από την πρώτη στιγμή που το άκουσαν το ρεμπέτικο. Τότε αποδοκιμάστηκαν. Πάντα οι έλληνες είχαν πιο εύκολη την αποδοκιμασία από την επιδοκιμασία. Πολύ αργότερα - αφού πρώτα είχαν αποδοκιμάσει τους δύο σπουδαόυς έλληνες συνθέτες δεξιοί και αριστεροί κατάλαβαν την διορατίκοτητα τους και την συμβολή τους στο ανακάλυψη του ρεμπέτικου.
Όταν, λοιπόν, ο Χατζιδάκις παρουσίασε επισήμως το ρεμπέτικο τραγούδι για πρώτη φορά τον Ιανουάριο του 1949 με μια ιστορική ομιλία του στο Θέατρο Τέχνης το ξαφνιασμένο και απροετοίμαστο αθηναϊκό κοινό αντέδρασε. Στην εκδήλωση, μετά την ομιλία του, ο Χατζιδάκις παρουσίασε 5 ρεμπέτικα τραγούδια (των Βαμβακάρη, Τσιτσάνη, Μπέλλου, Παπαϊωάννου) με τον Μάρκο Βαμβακάρη να παίζει μπουζούκι και την Σωτηρία Μπέλλου να τραγουδά[4]. Αυτά τα πρώτα ακούσματα στα τέλη της δεκαετίας του 1940 ακόμα και για το καλλιεργημένο ακροατήριο που είχε παρακολουθήσει τις διαδρομές του Χατζιδάκι αποτέλεσαν ένα πολιτισμικό σοκ.
Την ίδια περίοδο επιχείρησε και ο Μίκης Θεοδωράκης να μυήσει στο ρεμπέτικο την Αριστερά. Το 1947 ο Θεοδωράκης βρισκόταν πολιτικός εξόριστος στην Ικαρία. Εκεί άκουσε τα πρώτα ρεμπέτικα τραγούδια. Και το 1948 προσπάθησε να τα παρουσιάσει στους συν-εξόριστους του στην Μακρόνησο. Όμως έπεσε πάνω στον τοίχο άρνησης της τότε αριστερής ηγεσίας. Η Αριστερά που μιλούσε για τους κατατρεγμένους δεν ήταν έτοιμη να δεχτεί αυτό ένα τραγούδι από τους κατατρεγμένους! Μια παρωχημένη αισθητική που βασιζόταν σε ένα μικροαστικό καθωσπρεπισμό δεν επέτρεψε στην πολιτική ηγεσία της να καταλάβει αυτό που η μουσική ιδιοφυΐα του Θεοδωράκη τον οδήγησε να καταλάβει με την πρώτη συνάντηση που είχε με το ρεμπέτικο.
Ο Επιτάφιος του Μίκη Θεοδωράκη σε στίχους Γιάννη Ρίτσου όπου έπαιξε μπουζούκι ο Μ. Χιώτης και τραγούδισε ο Γ. Μπιθικώτσης. Ο δίσκος που υπήρξε η μεγάλη συνάντηση του έντεχνου με το ρεμπέτικο και το λαϊκό τραγούδι της Ελλάδας.
Εν κατακλείδι η ελληνική κοινωνία δεν ήταν έτοιμη τότε να αποδεχτεί ένα τραγούδι βασισμένο σε διαφορετικούς δρόμους, που έγραφαν και τραγούδαγαν περιθωριακοί μουσικοί και σε ορισμένες περιπτώσεις είχε και αμφιλεγόμενους στίχους. Και παρά την απήχηση που αποκτούσε σταδιακά το ρεμπέτικο στα λαϊκά στρώματα συνάντηση πλήρη άρνηση τόσο από την αστική συντηρητική καλλιτεχνική ελίτ όσο και από την αυτοαποκαλούμενη «προοδευτική» αριστερή ελίτ εκείνης της εποχής.
Όμως ότι δεν πέτυχαν με τις μεμονωμένες παρεμβάσεις τους τόσο ο Χατζιδάκις όσο και ο Θεοδωράκης το πέτυχε στη διάρκεια της δεκαετίας του 1950 το ίδιο το ρεμπέτικο κατακτώντας σταδιακά ένα ευρύτερο ακροατήριο μέσα από την δισκογραφία και τις σπουδαίες δημιουργίες των Μάρκου Βαμβακάρη, Βασίλη Τσιτσάνη και άλλων σπουδαίων λαϊκών συνθετών και στιχουργών.
Βιβλιογραφικές σημειώσεις:
[1]Παναγιώτης Κουνάδης, «Η Περιπέτεια του Ρεμπέτικου», Αφιέρωμα 7 Ημέρες, εφημερίδα Καθημερινή, σελ. 15, 26/4/1998
[2] Η ιστορία του δίσκου, ιστοσελίδα Team.gr.
[3] Λόρκα – Ματωμένος Γάμος - Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν – Αθήνα 1948
[4] Από το κείμενο της διάλεξης του Μάνου Χατζιδάκι
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το βιβλίο στην πρώτη του μορφή ήταν διάλεξη στο 2ο Διεθνές συνέδριο ελληνικού πολιτισμού του Δρ Επικοινωνίας Διαμαντή Μπασαντή, που έγινε τον Απρίλο του 2013 στο πανεπιστήμιο Λομονόσοφ της Μόσχας. Σε μια δεύτερη μορφή τουβ ετοιμάστηκε για μια μεγάλη αναδρομική συναυλία του έντεχνου με τον Μανώλη Μητσιά στη Μόσχα στο θέατρο Τσαϊκόφσκι, που τελικά δεν έγινε. Τελική κατάληξη μετά από εμπλουτισμού των αρχικών κειμένων η σημερινή μορφή του σε μονογραφία για το έντεχνο ελληνικό τραγούδι και την ελληνική ποίηση. Τα δύο παραπάνω αποσπάσματα που δημοσιεύονται είναι από τις ρίζες του έντεχνου στο ρεμπέτικο.