Γιώργος Μουφλουζέλης: Πώς φτιάχτηκε ο δίσκος «Εδώ Είμαι Εγώ»
Γράφει ο Άγγελος Σφακιανάκης
Στα μισά του 1985 με κάλεσε ο Κυριάκος Μαραβέλιας στη Λύρα για δουλειά. Η Κομπανία είχε διαλυθεί κι εγώ δούλευα σαν εξωτερικός συνεργάτης της Λύρας, το Κοντραμπάντο του Σπανουδάκη με την Ελευθερία Αρβανιτάκη. Ο Μαραβέλιας είχε πρόταση για τα νέα τραγούδια του Γιώργου Μουφλουζέλη, αλλά δεν ήθελε να τα πει ο ίδιος ο τραγουδοποιός. Είχε μεγαλώσει. Είχε να κάνει δίσκο από το 1980. Συμφωνήσαμε ο βασικός τραγουδιστής να είναι ο «Οπισθοδρομικός» Θοδωρής Παπαδόπουλος που θα αναλάμβανε και την ορχήστρα.
Σε επόμενο ραντεβού πήγαμε με τον Θοδωρή στη Λύρα να γνωριστούμε με τον Μουφλουζέλη. Ήταν ρεμπέτης αυθεντικός. Πότε καλοσυνάτος, πότε αψύς. Δεν ήθελε πολλές κουβέντες. Το σκουλαρίκι του Θοδωρή δεν το είχε πάρει με καλό μάτι. Θα έπρεπε να μας δώσει το υλικό. Συμφωνήσαμε μετά τη Λύρα να πάμε στο Γαλάτσι να ηχογραφήσουμε τα τραγούδια. Εγώ είχα ένα παπί. Ο Θοδωρής είχε μια διθέσια άσπρη Spider Gabrio. Έπρεπε να πάει με το Gabrio. Ο Μουφλουζέλης φρίκαρε. Γιατί δεν κλείνει από πάνω; Και θα μας βλέπουν όλοι; Ντρεπόταν. Του φαινόταν πολυτέλεια. Να πάω με την συγκοινωνία. Με τα πολλά τον πείσαμε. Στη διαδρομή κρατούσε το καπελάκι του κι έκρυβε το πρόσωπό του. Με το άλλο κρατούσε τον τζουρά. Στην αυλίτσα του, στο Γαλάτσι γράψαμε την πρώτη δόση των τραγουδιών.
Να κάνω μια παρένθεση. Ένα τρελό βράδυ του 1982 μετά από ένα αυτοσχέδιο γλέντι σε ταβέρνα των Εξαρχείων μας παρέσυρε ο Αργύρης Παυλίδης να συνεχίσουμε στις «Καλύβες του Θανασάκη» στην Κυψέλη. Αχόρταγοι ακολουθήσαμε. Ήταν μία ταβέρνα που ο Μουφλουζέλης κάμποσα χρόνια την είχε κάνει στέκι. Σύχναζαν ηθοποιοί λόγω του Θανασάκη του ιδιοκτήτη και περίεργοι να δουν τον τελευταίο των Μοϊκανών. Στο πάλκο ο αδελφός του Αργύρη, ο Μάκης κιθάρα, τραγούδι και η Σίσυ Αλατά σεκόντα.
Άρχοντας της σκηνής ο Γιώργης Μουφλουζέλης. Να παίζει πότε μπουζούκι, πότε τζουρά, πότε μπαγλαμά, να λέει μαγκιές απ’ τα παλιά, στιγμιότυπα με μαύρα και μαστούρες και να γαργαλάει το κοινό. Χαριτωμένος, παιχνιδιάρης, θεομπαίχτης. Έτοιμος να απαντήσει, να σχολιάσει, να διασκεδάσει το κοινό του. Με τα σουξέ του «Λάου Λάου το πηγαίνεις», «Εγώ δεν έχω βγάλει το σχολείο», «Πού σουν μάγκα τον χειμώνα» ...κ.α.
Λάνσαρε μια δικιά του σχολή. Άφησε σφραγίδα. Ένα ιδιαίτερο Μυτιληνιό ρεμπέτικο που είχε ολοζώντανη σχέση με το δημοτικό. Ρυθμός απτάλικος. Ζεϊμπέκικα που στην Μυτιλήνη χορεύονται αντικρυστά. Μοτίβα γνωστά και άγνωστα, νεότερα και παλαιότερα που σαν καλός λαϊκός μάστορας, τα ταιριάζει και τα ανασυνθέτει. Δίστιχα με θυμοσοφία. Κι αυτός bluesman σε μια συνοικιακή σκηνή. Στην Κυψέλη. Αυτή ήταν η πρώτη εικόνα που είχα από τον Μουφλουζέλη.
Ο Μουφλουζέλης παίζει με τον τζουρά του το Ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας του Μάνου Λοΐζου στο φιλμ Ευδοκία του Αλέξη Δαμιανού.
Στην αυλίτσα στο Γαλάτσι την άνοιξη του 1985 καταγράφηκε όλο το υλικό. Ήθελα να αξιοποιήσω και τον τζουρά του, τον επονομαζόμενο «βραχνό». Χειροποίητος, ιδιοκατασκευή του. Είχε χαρακτηριστικό ήχο. Είχε χρησιμοποιηθεί γουρλίδικα από τον Μάνο Λοΐζο στο Ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας, στον Κουταλιανό, στο Παποράκι, αλλά και στα Τραγούδια της Χαρούλας!
Καλέσαμε μια ομάδα εργασίας από μια νέα γενιά μουσικών. Μανώλης Πάππος μπουζούκι και πολλά άλλα, Σπύρος Γκούμας κιθάρα και πολλά άλλα. Ταλεντάρες που δεν τους ήξερε η πιάτσα και η βιομηχανία. Σε ένα τετρακάναλο κασέτας καταγράφτηκαν οι ενορχηστρώσεις των τραγουδιών. Εισαγωγές, απαντήσεις, θέματα. Τετρακάναλο ήταν η παρτιτούρα του αναλφάβητου. Με δύο μήνες περίπου δουλειά τα τραγούδια μορφοποιήθηκαν. Κλείνω στο 111 στο Μοσχάτο που ήταν συνεταίρος ο Παύλος Σαπουτζής, ο ηχολήπτης της Κομπανίας, αλλά τους είχα και αδυναμία.
Πρώτη μέρα ηχογράφησης και ο Πάππος εμφανίζεται με καθυστέρηση δύο ωρών. Βρίζει τον πούστη τον ταξιτζή που δεν εύρισκε τη διεύθυνση και τον έκανε βόλτες. Γελάμε. Πιάνουμε δουλειά. Γράφουμε όλοι μαζί τέσσερις βάσεις. Πέρασε και η Ανθούλα Αθανασιάδου που απαθανάτισε την ηχογράφηση. Στην κουβέντα για την οργάνωση της επομένης, ο Πάππος μας γνωστοποιεί πως μεθαύριο πάει φαντάρος! Παγώνουμε, αλλά αγαπάμε τους φίλους μας με τις αδυναμίες τους. Γράφουμε και την επομένη άλλα τέσσερα με τον Μανώλη που παίζει και κοντραμπάσο και πάει φαντάρος. Για τις επόμενες ηχογραφήσεις έρχεται έκτακτα ο Παναγιώτης Στεργίου, τετράχορδο αστέρι ανερχόμενο, το δεύτερο μπουζούκι του Χρήστου Νικολόπουλου. Για τα μας, φέρνει τρίχορδο.
Έρχονται και άλλοι από την μπάντα του Νικολόπουλου από τις Νταλίκες. Ο Γιάννης Χατζής και ο Μάκης Γιαπράκας για ένα τραγούδι. Ο Αγαπητός, όνομα και πράγμα, φίλος από το πάλκο του Σαμπάνη παίζει τα υπόλοιπα κοντραμπάσα.
Έρχεται και ο Ανδρέας Τσεκούρας για να παίξει πιάνο και ακορντεόν, αλλά η χαρά του ξεχειλίζει και φέρνει και το ξυλόφωνο. Στήνουμε παρεΐστικες, κανταδόρικες χορωδίες. Στον δίσκο έχει επίσημη συμμετοχή η Ελευθερία Αρβανιτάκη σε δύο τραγούδια. Τραγουδάει ο Θοδωρής που έχει πάει αρκετές φορές να τον δει live στο Παγκράτι για να του πάρει κόλπα. Έρχεται και η σειρά του Μουφλουζέλη να τραγουδήσει. Δεν είχε ακούσει τίποτα. Ξεκινάμε ακρόαση. «Εδώ είμαι εγώ». Ενθουσιάζεται. Όλα κυλάνε εξαιρετικά μέχρι το «Πρώτος δήμαρχος Αθήνας» που θα το τραγουδούσε.
Γίνεται έξαλλος και βάζει τις φωνές. «Γιατί το έφτιαξες έτσι»; Το μόνο που προσθέσαμε ήταν ένα νοσταλγικό εισαγωγικό ταξίμι. Μία ρομάντζα που θύμιζε Ζαμπέτα. Ήταν μια εμπνευσμένη στιγμή του Θοδωρή. Ο Μουφλουζέλης έχει στεναχωρεθεί και ο θυμός του σε λίγο μαλακώνει και γίνεται παράπονο. «Γιατί το έκανες να θυμίζει αυτόνα»; Ξεσπάει σε κλάματα. Έχουμε φορτωθεί ενοχές και δεν καταλαβαίνου με γιατί. Πρέπει να ηρεμήσει. Φέρνουμε ένα ουισκάκι.
Και μας λέει την ιστορία. Όταν τον άφησε η γυναίκα του έπρεπε να είναι μάνα και πατέρας. Κάποια χρόνια είχε δουλειά και έβρισκε κάποιον να κρατάει τον Σταύρο τον γιό του τα βράδια. Όταν δυσκόλεψαν τα πράγματα ξαναβγήκε στην γύρα με τον τζουρά στις ταβέρνες και στα στέκια. Κρατώντας απ’ το χέρι το παιδί του, που λέει και στο τραγούδι. Μία νύχτα στη γύρα, τον πετύχανε κάτι εφοπλιστές, τον γούσταραν και τον πήραν μαζί τους, στου Ζαμπέτα, που ήταν στις δόξες του. Τον ανέβασαν στο πάλκο και έκανε το κόλπο του. Τριγύρισε τα τραπέζια κι ενώ έπαιζε του βάζανε την χαρτούρα στις τσέπες. Τα πήγε καλά. Τους τρέλανε. Οι τσέπες γέμισαν. Κι όλα καλά μέχρις εδώ. Στις αφραγκίες του, πήγε πάλι, με το παιδί αυτήν την φορά. Δεν τον άφησαν να ανέβει και του είπαν να περιμένει. Θα τον τακτοποιήσει ο κος Ζαμπέτας. Ο κος Ζαμπέτας, άγνωστο πώς, όμως τον ξέχασε κι έμεινε με το παιδί να κοιμάται σε ένα άδειο μαγαζί. Δεν είναι που δεν έβγαλε μεροκάματο, ήταν και η αγωνία... πώς θα γυρίσει με το παιδί κοιμισμένο. Ευτυχώς βρέθηκε ένα γκαρσόνι να τον πάει στο Γαλάτσι. Έκτοτε δεν ήθελε να ακούει ούτε τον Ζαμπέτα, ούτε την πενιά του.
Στο δεύτερο ποτό ξαναβάλαμε το μαγνητόφωνο να παίξει. Κι ακούει το «Μακάρι όλος ο ντουνιάς». Διαπιστώνει ότι η γραμματέας στη Λύρα που της υπαγόρευσε τους στίχους και ενώ της είπε «πάλι Μακάρι» – δηλαδή επανάληψη το ρεφρέν. Εκείνη έγραψε το «Πάλι» σαν να ήταν στίχος και το μακάρι έγινε Μακάριος! Και γράψαμε τη χορωδία με λάθη στους στίχους. «Θα τα βρω με τον Κυριάκο» του λέω. Ο Κυριάκος όμως λέει «Άστο! Πού να γράφεις χορωδίες...» Κι έτσι έμεινε αδιόρθωτο.
Είχα λοκάρει πού θα γίνει η φωτογράφηση. Τον πήγα στο ποτάδικο στην Αθηνάς που στην ταμπέλα έγραφε «Πνευματοποιείο Φινόπουλου». Εκεί έγινε η εντυπωσιακή φωτογράφηση που έκανε ο Κώστας Γουδής. Ήρθε και η Ελευθερία με το άσπρο της παλτό. Κινηματογραφική ατμόσφαιρα.
Ο Σταύρος, ο μονογενής, ήταν φαντάρος όταν έγινε αυτή η δουλειά. Σπούδασε την κλασική κιθάρα και εξελίχθηκε σε πετυχημένο συνάδελφο παραγωγό. Αν ήταν τότε μαζί μας θα γλιτώναμε κακοτοπιές.
Αποχαιρετισμός στον "τελευταίο μάγκα" ή "όταν η λήγουσα είναι μακρά..."
Του Διαμαντή Μπασαντή
Πάνε χρόνια. Άνοιξη. Τέλη της δεκαετίας του ‘70. Φοιτητές κι είχαμε πάει σε έκθεση γελοιογραφίας. Ήταν κάπου στην αρχή της οδού Βασιλίσσης Σοφίας. Περιδιαβαίναμε ανάμεσα σε γελοιογραφίες και σε επισκέπτες.
Σε μια στιγμή βλέπω έναν ηλικιωμένο φτωχικά ντυμένο να σταματά μπροστά σε δύο γελοιογράφους. Τον χαιρετούν. Αυτός χαμογελά δειλά. Με μια ήσυχη κίνηση ανοίγει το σακάκι και βγάζει συνεσταλμένα ένα μπαγλαμαδάκι. Χωρίς κουβέντα αρχίζει να παίζει. Μείναμε και τον χαζεύαμε. Για 2-3 λεπτά το μπαγλαμαδάκι ανηφόριζε και κατηφόριζε τις νότες στα χέρια του ανθρωπάκου. Το πρόσωπό έλαμπε. Τα χέρια φτερούγιζαν στις χορδές. Τώρα είχε άλλον αέρα. Είχε δύναμη και άνεση που εντυπωσίαζε.
Ξαφνικά, έτσι όπως άρχισε, ο ηλικιωμένος ανθρωπάκος, έριξε δύο κοφτές πενιές και σταμάτησε. Χαμογέλασε. Και είπε ήσυχα: «Αυτό σαν χαιρετισμό». Μετά, άνοιξε πάλι το σακάκι και το μπαγλαμαδάκι χάθηκε. «Είναι ο Μουφλουζέλης», μου είπε ένας φίλος που με είδε να τον κοιτώ.
Δεν έμεινε πολύ. Στριφογύρισε στην αίθουσα. Χάζεψε λίγο. Και έφυγε μόνος. Έτσι αθόρυβα όπως εμφανίστηκε. Κατέβηκα τις σκάλες. Ο ήσυχος ηλικιωμένος ανθρωπάκος είχε χαθεί στην πολύβουη κεντρική λεωφόρο της Αθήνας. Μαζί του είχαν χαθεί και οι εικόνες μιας άλλης σκληρής και μακρινής εποχής.
Από τότε, όταν διάβαζα για παλιούς ρεμπέτες, εκείνη η μακρινή εικόνα του Μουφλουζέλη ερχόταν στη σκέψη. Ανοίγοντας χθες την εφημερίδα έμεινα να κοιτώ για ώρα το ρεπορτάζ για το θάνατο του «τελευταίου μάγκα». Σα να έβλεπα πάλι τη φιγούρα του μέσα στο χρόνο. Έτσι συνεσταλμένος κι αθόρυβος. Αλλά και έτσι αέρινος να φτερουγίζει πάνω στις χορδές. Να χαμογελά. Και να χάνεται έτσι μόνος στη βουή της μεγάλης πολιτείας. Μουρμουρίζοντας πως .... «όταν η λήγουσα είναι μακρά ...».
(Χρονογράφημα - Δημοσιεύθηκε καλοκαίρι 1991)