Ο Βασίλης Σαλέας στο γαλλικό φεστιβάλ Mosaique Gitanes σε μουσική Σταμάτη Σπανουδάκη...
Γράφει ο Άγγελος Σφακιανάκης
Από αριστερά: O τραγουδιστής των Gipsies, Μανόλο, Νίνα Κόρτι, Νίκολας, Βασίλης Σαλέας © Άγγελος Σφακιανάκης
Τον Βασίλη Σαλέα τον γνώρισα από κοντά το 1983 και γίναμε αδέρφια στην περιοδεία του Σαββόπουλου «20 Χρόνια Δρόμος». Ξαναβρεθήκαμε με τον Σπανουδάκη και το 1992 κάναμε στη Λύρα τον δίσκο «Η πνοή τ’ Ουρανού» σε ενορχήστρωση Χριστόφορου Κροκίδη.
Μου τηλεφώνησε σε ανύποπτο χρόνο και με κάλεσε στη συναυλία των Chico & the Gipsies στο REX που θα συμμετείχε φιλικά. Κάπου είχα διαβάσει για τον Chico ότι ήταν βασικό στέλεχος των Gipsy Kings και αποχωρώντας είχε φτιάξει το δικό του συγκρότημα. Στη συναυλία δεν τον ξεχώρισα, μας σύστησε ο Σαλέας στα καμαρίνια.
Ο Chico Boutchikhi είναι ένας μικροκαμωμένος γοητευτικός και δαιμόνιος τσιγγάνος που χωρίς να τραγουδάει ή να κρατάει κάποιο σολιστικό ρόλο στην κιθάρα ήταν η καρδιά και το μυαλό των Gipsy Kings. Μπήκε στην μπάντα αφού παντρεύτηκε την κόρη του Πατέρα Reighe. Άλλαξε το «πατρικό» όνομα του συγκροτήματος από Reighes (Ρηγάδες) σε Gipsy Kings (Βασιλιάδες) και με τις επιλογές του μετέτρεψε τη δεύτερη γενιά τους από ένα φολκλορικό συγκρότημα στο πιο διάσημο ethnik pop γκρουπ.
Από αριστερά: Άγγελος Σφακιανάκης, Βασίλης Σαλέας, Κυριάκος Μαραβέλιας-ιδιοκτήτης της δισκογραφικής εταιρίας Λύρα, στο Κολλέγιο Αθηνών για τη συναυλία του Σταμάτη Σπανουδάκη, 1991
Εγκαταλείποντας τους Gipsy Kings έφτιαξε τη δική του μπάντα - Chico & the Gipsies. Άπλωσε το χέρι του και μου συστήθηκε σαν Καλλιτεχνικός Διευθυντής του Mosaique Gitanes, του πιο διάσημου φεστιβάλ τσιγγάνικης μουσικής που γινόταν υπό την αιγίδα του Υπουργείου Πολιτισμού της Γαλλίας και είχε την αρωγή του ίδιου του Jaque Lang.
Στην κουβέντα εκδήλωσε ενδιαφέρον για την εγχώρια τσιγγάνικη καλλιτεχνική έκφραση. Ο Σαλέας τον διαβεβαίωσε ότι ήμουν ο άνθρωπός του. Στην διάρκεια του χειμώνα ανταλλάξαμε επιστολές και ενημερωτικό υλικό και στα τέλη της Άνοιξης μου πρότεινε να συμμετέχει ο Βασίλης Σαλέας στην πανηγυρική συναυλία στο Mosaique Gitanes. Συμφωνήσαμε.
Άργησαν πολύ να στείλουν τα εισιτήρια και μέχρι τελευταία στιγμή προσπαθούσα να διεκπεραιώσω τα αδιεκπεραίωτα. Εν τέλει εγκαταλείψαμε μια ζεστή Αθήνα και προσγειωθήκαμε σε μια καυτή Μασσαλία. Η ατμόσφαιρα ήταν υγρή και η ζέστη σε παρέλυε. Δεν μας περίμενε κανείς. Μετά από αλλεπάλληλα τηλεφωνήματα έμαθα ότι ο οδηγός που θα μας παραλάμβανε, θα αργούσε. Μας έστησε μιάμιση ώρα.
Λίγο πριν το φινάλε της ιστορικής βραδιάς στην Arles © Άγγελος Σφακιανάκης
Ο Σαλέας εκνευρίστηκε και κουμπώθηκε. Εγώ σκεφτόμουν αν αυτή ήταν η αρχή τι μας περιμένει μετά. Ξεκινήσαμε για την Arles. Όσο απομακρυνόμασταν από τη Μασσαλία τόσο άλλαζε το τοπίο. Γη άγονη καμένη απ τον ήλιο. Ο οδηγός είχε εντολή να μας πάει στον Chico. Ο Σαλέας επέμενε να πάμε πρώτα στο ξενοδοχείο. Να το δούμε πρώτα. Τους είχε φοβηθεί το μάτι του!
Στα περίχωρα της Arles ο οδηγός βγήκε από την άσφαλτο και πήρε κάτι χωματόδρομους και πριν προλάβουμε να ρωτήσουμε μπήκε σε μια βίλα. Μπροστά στην «ισπανική» μονοκατοικία απλώνονταν δυο στρέμματα με γκαζόν και στο βάθος άρχιζε ένα δασάκι με ευκαλύπτους και κυπαρίσσια. Δύο παλιά αμαξόσπιτα που κάποτε ήταν η πατρική στέγη του Chico είχαν γίνει η διακόσμηση του κήπου. Στην βεράντα ήταν καμιά τριανταριά άτομα.
Ο Chico ήρθε και μας αγκάλιασε. Άκουσε τα παράπονά μου με νηφαλιότητα Αιγυπτίου, σα να μην έτρεχε τίποτα. Ήρθε και η Nina Corti που έγινε γνωστή ως η χορεύτρια του Flamenco με το μπλου τζην με δυο-τρεις από τους “Gipsies” και αγκάλιασαν τον Σαλέα. Όλοι είναι Roma (Τσιγγάνοι); Τους ρώτησε με ενδιαφέρον. Ο Chico του έγνεψε καταφατικά και του παρουσίασε τους Ando Drom Ούγγρους Τσιγγάνους που θα έπαιζαν κι αυτοί το βράδυ.
«Sokeres;» (τι κάνεις) είπε ο επικεφαλής. «Latse» (καλά) του απάντησα. Όλοι έβαλαν τα γέλια που ο μπαλαμός ξέρει ρόμικα. Ο Σαλέας χώθηκε με τον Chico μέσα στο σπίτι.
Ο Βασίλης Σαλέας παίζει κλαρίνο σε μουσική Σταμάτη Σπανουδάκη στα Πέτρινα Χρόνια
Κάθισα σε μια γωνιά και παρατηρούσα τους Ούγγρους που όλοι μαζί προσπαθούσαν να οπλίσουν μια βιντεοκάμερα. Μέσα από το σπίτι ακουγόταν ένα πιάνο και μια φωνή τραγουδούσε το “Let it be”. Μια γιαγιά μου πρόσφερε πιάτο και πιρούνι και μου έδειξε ένα τεράστιο ταψί με paelia. Σε λίγο βγήκαν ο Chico με τους Gipsies και τη Nina Corti και φώναξε τους Ούγγρους. Μαζεύτηκαν στην ανατολική πλευρά της βεράντας σχηματίζοντας ένα κύκλο. Νόμιζα πως θα έπαιζαν κάτι για το κέφι τους κι όμως αυτή ήταν η πρόβα για την βραδινή συναυλία.
Οι Ando Drom είχαν μια κιθάρα, ένα μαντολίνο και για κρουστά έναν αλουμινένιο μαστραπά και μια μικρή ξύλινη σκάφη. Ανάμεσα στα όργανα κάθισαν και δυο γυναίκες. Το μαντολίνο ξεκίνησε μια ρούμπα και ακολούθησαν η κιθάρα και τα κρουστά. Ο πενηντάρης που έπαιζε τη σκάφη χτυπούσε με τη δεξιά γροθιά του την «μπότα» και με την αριστερή παλάμη έκανε ποικίλματα ενώ έβγαζε ρυθμικές κραυγές. Ήταν ο μόνος που εκδήλωνε κάποια χαρά. Την πρώτη φωνή την τραγουδούσε μια γυναίκα και στα ρεφρέν η άλλη έκανε τη δεύτερη. Υψήσυχνες φωνές δουλεμένες στα χωράφια. Το τραγούδι ήταν εύθυμο αλλά τα πρόσωπα ήταν ανέκφραστα.
«Θυμήθηκες το τραγούδι;» με ρώτησε ο Βασίλης, σα να μου έδειχνε το Μεσολόγγι και να μου έλεγε εδώ γεννήθηκα. «Κάπου το ξέρω αλλά δεν θυμάμαι» … «Το “Sukarije” είναι» μου λέει.
Το είχα ακούσει στην Αθήνα πριν χρόνια και το άκουγα στην Arles με άλλη εναρμόνιση και μικρές παραλλαγές. “Sukarije” θα πει ομορφούλα. Η ομορφούλα είναι ίδια. Είτε στην Ελλάδα είτε στην Ουγγαρία είτε στην Γαλλία, για τους Τσιγγάνους είναι η Sukarije. O Chico ζητούσε να επαναληφθεί το τραγούδι και επενέβαινε στη δομή του. Η ομορφούλα παίχτηκε και ξαναπαίχτηκε. Οι Ούγγροι πήραν φωτιά, οι κιθάρες των Gipsies βράχνιασαν, τα κρουστά σήκωσαν τη σκόνη του καλπασμού και οι γυναίκες λες και ζητούσαν κάτι από τον ουρανό.
Ουγγρική τσιγγάνικη μουσική
«Δεν με νοιάζει πώς θα παίξω το βράδυ» μου είπε σιγανά ο Σαλέας, «εμένα μου αρκεί αυτό» και άρχισε να μου εξιστορεί πώς γινόντουσαν τα γλέντια στο Μεσολόγγι. Ιστορίες που του έλεγε ο παππούς του.
Εκεί που ανοιγοκλείναμε τις πόρτες της μνήμης τον φώναξε ο Chico. Αυτός αντέδρασε σα να ντρεπόταν. Προφασίστηκε πως το κλαρίνο ήταν ζεστό από τον ήλιο, πως ήταν ταλαιπωρημένος από το ταξίδι, αλλά ο Chico με μια ήρεμη επιμονή τον έπεισε. Το σχήμα άλλαξε και ο κύκλος αγκάλιασε τον Σαλέα και τον Boutchikhi.
« Ό, τι παίξαμε στο REX;» ρώτησε ο Σαλέας μόλις κούρδισε το κλαρίνο. «Ναι», του έγνεψε ο Chico.
Όλοι συγκεντρώθηκαν στη βεράντα, μέχρι και κάτι γριές που ήταν κρυμμένες στην κουζίνα στάθηκαν στην μπαλκονόπορτα. Να δούνε τον δικό τους ξένο. Σιωπή. Τα μάτια όλων έμειναν καρφωμένα στον Βασίλη. Ο Σαλέας συγκεντρώθηκε λίγο, ανοιγόκλεισε τα κλειδιά του κλαρίνου και άρχισε μια αυτοσχεδιαστική εισαγωγή στα «Πέτρινα Χρόνια».
Ο ήχος του κλαρίνου, η πνοή του Σαλέα χωρίς τη γυαλάδα των ηχογραφήσεων με μόνη συνοδεία τις συγκρατημένες ανάσες των ακροατών. Ο χρόνος άρχισε να διαστέλλεται και οι μικρές στιγμές να μεγαλώνουν, κι ενώ η κίνηση στο σπίτι συνεχιζόταν, όλα έμοιαζαν ακίνητα. Ο Βασίλης Σαλέας που είχε στα χέρια του την πανάρχαιη τέχνη του γητευτή των ψυχών μας παρέσυρε στο δικό του παραμύθι. Όταν μπήκε στο κύριο μουσικό θέμα ένας βαθύς αναστεναγμός βγήκε απ τους παρισταμένους σα να έλυσε τα μάγια του και μας άφησε μα ζήσει ο καθείς προσωπικά την υπόλοιπη εμπειρία. Τον συνόδευαν τέσσερις κιθαριστές και ο Manolo τραγούδησε στα Ισπανικά τα «Πέτρινα Χρόνια».
Μόλις τελείωσε το τραγούδι ένας ενθουσιασμός απλώθηκε και τα μάτια του Boutchikhi έψαχναν την επιβράβευση της επιλογής του. Ζήτησε από τον Βασίλη να προχωρήσει η πρόβα με τα άλλα κομμάτια, ο Βασίλης αρνήθηκε, είπε αρκετά σαν να μην ήθελε να ανοίξει τα χαρτιά του. Αποσυρθήκαμε. Το ξενοδοχείο ήταν μέτριο αλλά ο Βασίλης ήταν ικανοποιημένος.
Βασίλης Σαλέας, Νίκολας, Τσίκο Μπουτσίκι © Άγγελος Σφακιανάκης
Το φεστιβάλ όταν ήταν ακμαίοι οι Gipsy Kings γινόταν σε μια αρένα 20. 000 θέσεων και κρατούσε 7 μέρες, με ταυρομαχίες ζωοπανήγυρη. Ταβερνάκια και διεθνή παζάρια. Τώρα η συναυλία θα γινόταν σε ένα ρωμαϊκό μαρμάρινο θέατρο 5.000 θέσεων. Κάναμε soundcheck και κατεβήκαμε στα καμαρίνια. Τον Βασίλη τον έπιασε μια τρελή ανασφάλεια και μια απαισιοδοξία. «Γιατί ήρθαμε εδώ; Δεν με ξέρει κανένας! Γιατί να με ξέρουν; Αυτοί παίζουν άλλο μοτίβο!» Αρπάχτηκα. Δεν είναι δυνατόν να σκέφτεσαι έτσι. Ήμουν έξω και τον είδα τον κόσμο. «Θα σε λατρέψουνε. Θα ξαφνιαστούνε από το κλαρίνο. Μπορεί να ακούνε φλαμέγκο αλλά είναι παθιάρηδες, θα τους λιώσεις με τον λυγμό σου. Θα τους κλέψεις την παράσταση». Σιγά σιγά πήρε τα πάνω του.
Πρώτα έπαιξαν οι Gypsies, μετά χόρεψε μαζί τους η Nina Corti και μετά τραγούδησε η Ουγγρική κομπανία.
Ο Μανόλο τραγουδά, η Νίνα Κόρτι χορεύει φλαμένκο, ο Νίκολας και ο Βασίλης Σαλέας © Άγγελος Σφακιανάκης
Βγήκε ο Σαλέας στη σκηνή και ήταν στην πένα. Έλαμπε. Άρχοντας. Άρχισε με τα «Πέτρινα Χρόνια» και το ακροατήριο τον αποθέωσε. Ύστερα έπαιξαν δυο ρούμπες και όπως ήταν απροβάριστος δεν είχε δεσμευτεί σε καμία «ενορχήστρωση» και κανένα κανόνα, πήρε το παιχνίδι πάνω του και σαν γνήσιο καθαρόαιμο οδήγησε τον ρυθμό εκεί που ήθελε αυτός και βέβαια δεν τον προλάβαινε κανείς. Ο σολίστας των Gipsies αχρηστεύθηκε. Όλα τα μέρη τα πήρε ο Σαλέας. Μουσικοί και κοινό παγιδεύτηκαν στην ευστροφία του. Τους έκλεψε την παράσταση.
Φινάλε. Κιθαρίστες των Gipsies, Μανόλο, Νίνα Κόρτι, Βασίλης Σαλέας © Άγγελος Σφακιανάκης
Στο πανηγυρικό φινάλε ξαναβγήκε και ανέβασε τους τόνους. Το κλαρίνο τους καλούσε όλους. Τσιγγάνοι και μη κατεβήκαμε παρασυρμένοι στην αρένα, εκεί που δεν μας τρώνε πια τα θηρία αλλά η χαρά, οι καημοί και οι αναμνήσεις.
«Πηγή: https://www.athensvoice.gr/culture/music/719988_o-vasilis-saleas-sto-mosaique-gitanes-kai-ta-petrina-hronia»