Ο Ricky, ο καθαριστής
Του καπετάν Δημήτρη Ασλάνογλου
Χώρα Άνδρου
Κωνσταντινούπολη - πίνακας Χ. Αθανασιάδη, έκθεση Κυδωνιέως
Δεν πέρασαν πολλές μέρες από την τελευταία φορά, που είχαμε ταξιδέψει στο Βόσπορο. Όμως κάθε φορά, μοιάζει σαν νάναι πρώτη φορά. Είναι γιατί ποτέ δεν χορταίνεις, ν’ αρμενίζεις τη ματιά σου στο τρούλο της Αγιάς Σοφιάς. Και ποτέ δεν κουράζεσαι με το νου σου, να διαβαίνεις τα απομεινάρια ενός τείχους, που έμελλε να πορθηθεί, μέσα από μιά κερκόπορτα αφύλακτη, αλλά και μολυσμένη με την κατάρα κάποιας προδοσίας, που της σάπισε τα μάνταλα και την έριξε φαρδιά πλατιά τα χέρια ενός εχθρού άξεστου και σαθρού.
Το πέρασμα, όπως κάθε φορά, μας γέμιζε με νοσταλγία, αγανάκτηση, πόθο κι ένα δάκρυ, που δεν προλάβαινε να ξεπροβάλλει απ’ τη θολούρα του ματιού, μιάς και πάγωνε γρήγορα στο χείλος του τσίνορου και γίνονταν κόμπος. Ένας κόμπος, που πέφτοντας στα ορμητικά από το ρεύμα, νερά του Βοσπόρου, βαφτίζονταν κι έφτιαχνε μιά αναδυομένη ελπίδα έτοιμη να ξεβραστεί στα βράχια, που περιβάλλουν το κάβο «Καντήλι» και να τον ανάψουν, μιά και καλή, με τις φλόγες των ψυχών, μιάς ράτσας ανθρώπων, που έφτασε μέχρις εδώ από τα Μέγαρα με το Βύζαντα και απόσωσε να συνεχίσει να υπάρχει, διωγμένη μέχρι σήμερα, ανάμεσα σε χίλιες φυλές, που θρονιάστηκαν στην Επτάλοφο Βασιλεύουσα Πόλη.
Ήτανε τότε, που το ταξίδι θα μας έβγαζε στα μέρη, κείνα που τ΄ασκέρι του Ιάσονα, βάλθηκε με την Αργώ ν’ αρπάξει το χρυσόμαλλο δέρας. Μπατούμι είναι το λιμάνι της Γεωργίας στη Νοτιοανατολική πλευρά της Μαύρης Θάλασσας, κείνο που θάμελλε να μας υποδεχτεί τις επόμενες δυό μέρες.
Ο χειμώνας είχε κάνει αισθητή τη παρουσία του στην ευρύτερη περιοχή. Σαν φυσούσε βοριάς, ήταν σαν να σε κάρφωναν στο σώμα τα καρφιά που σταυρώσαν το Χριστό. Σαν φυσούσε Νοτιάς, ήταν που πήζανε τα πάντα από το πούσι κι ένοιωθες το ταξίδεμα, σαν νάτανε ανάμεσα στα σύννεφα, αφού δεν έβλεπες αν υπάρχει πλώρη ή πρύμη και προς τα που πας. Είναι στιγμές μέσα στο πούσι, που πράγματι νοιώθεις ακουμπησμένος στα χέρια του Θεού, νοιώθεις ότι τα μάτια σου είναι τόσο άχρηστα, που καλύτερα νάσουνα τυφλός, νάκουγες κάτι περισσότερο, αφού όπως λένε, αν χάσεις μιά αίσθηση, μιά άλλη αναπτύσσεται καλύτερα. Είναι οι στιγμές, που θες ν’ ακούσεις μιά μπουρού δίπλα σου, μπας και γλυτώσεις κάποια μοιραία σύγκρουση. Είναι οι στιγμές, που βρίζεις το ραντάρ, μέσ’ απ’ τα σπλάχνα σου και διαολοστέλνεις οτιδήποτε το κάνει να χιονίζει στην οθόνη του.
Μα πως μπορείς να μιμείσαι την νυχτερίδα, μέρα μεσημέρι και να μην διαολίζεσαι; Κι όμως, πρέπει τα μάτια νάχουν φως κι ο νους να βλέπει μέσ’ το πούσι. Πρέπει τ΄αυτιά ν’ αρπούν τα νήματα των ήχων και να πλέκουν στόχους και σκιές, που δεν φαίνονται. Το πούσι είναι το χειρότερο σκοτάδι στη ματιά του ναυτικού, είναι η χειρότερη θολούρα του νου του. «Καλύτερα παλαβός παρά μέσα στο πούσι» λέγανε κάποιοι παλαιοί.
Φτάσαμε παραμονές του Αγίου Νικολάου, το μεσημέρι κ’ είμαστε ταμένοι να πάμε στον εσπερινό, με τάμα παρμένο από το Πειραιά. Ένα μανουάλι, πού ‘λειπε από την εκκλησιά του Άη Νικόλα στο Μπατούμι, θάταν το μαξιλάρι, που ποθούσαμε όλοι για τις ψυχές μας τις ταραγμένες, όχι από θάλασσα και μπότζι, αλλά από νοσταλγία και αποθυμιά μεγάλη. Όταν ανάψαμε τα κεριά, στο καινούργιο μανουάλι, μπρος στην εικόνα του Αγιού, άναψε ολονών μας η ματιά και βλέπαμε τόσο πολύ ο ένας μέσα στου άλλου τη καρδιά, σαν νάμαστε γυάλινοι. Βλέπαμε τα πρόσωπά μας να φέγγουνε, από ένα χαμόγελο, πούπαιρνε την φτωχή λάμψη των κεριών και την έκανε ήλιο, πουζέσταινε τα πάντα γύρω μας. Είναι στιγμές, που λες, αν θέλει η μοίρα μου να με πληγώσει, ας το κάνει τώρα, τώρα που νοιώθω χορτάτος από ζωή, από αγάπη κι ολοκλήρωση.
Το απόβραδο μας βρήκε στα μέρη, που ο καλός ο κόσμος λέει «μπαράκια της διαφθοράς», αλλά εμείς οι ναυτικοί, τάχουμε βαφτίσει «απάγκια των στεναγμών», που πλάθουνε οι ιριδισμοί του κύματος, κείνου που σκάει στη μάσκα του βαποριού, αποσώνει στα τζάμια της γέφυρας και κάνει το κουφάρι να τρέμει σαν το γοφάρι, που μόλις έχεις σηκώσει με τη καλάδα της τράτας.
Ανάμεσά μας στη παρέα και ο Ricky, o καθαριστής. Ένας Φιλιππινέζος πέντε ποδάρια ύψος, αδύνατος και καχεκτικός, αφού έτσι ήταν το σουλούπι του. Δεν τούλειπε το τσαγανό, δεν τούλειπε η σπιρτάδα, δεν τούλειπε η δίψα να γίνει ένας καλός μηχανικός και να μπορέσει κάποτε να κάνει την οικογένειά του και το σπιτικό του στις μακρινές Φιλιππίνες.
Έπρεπε να πάω να ξεθυμάνω λίγο από τα τσιγάρα, που καβουρντίζανε τα πνευμόνια μας, μέσα στη μικρή αίθουσα και καθώς ξαναέμπαινα από την πόρτα, είδα το Rickyνα στέκεται ορθός πίσω από την πόρτα, με τη πλάτη γυρισμένη προς τα έξω και το βλέμμα να στρέφει γύρω γύρω μέσα στη αίθουσα, σαν το γύπα, που ψάχνει το θύμα του.
- Ricky τι κάνεις στη πόρτα, θα βγεις έξω; Τον ρώτησα.
Και τι γυρίζει και μου λέει.
- Όχι κάπταιν, δεν θέλω να παω έξω, θέλησα να σε προστατέψω από κάποιον, που ύποπτα σε ακολούθησε, όταν σηκώθηκες και βγήκες έξω. Μόλις όμως με είδε να τον ακολουθώ, άλλαξε τις προθέσεις του και πήγε αλλού, προς ένα αλλο τραπέζι. Εγώ όμως περίμενα εδώ μέχρι να ξαναμπείς και να σιγουρευτώ, ότι δεν θα βγει έξω να σε ενοχλήσει.
Ένοιωσα ένα κόμπο στο λαιμό και τα μάτια μου σαν να βράχηκαν, από κάτι, που δεν μπόρεσα ποτέ να καταλάβω τι ήταν. Έπεσα επάνω του, τον αγκάλιασα και του είπα... «Σ’ ευχαριστώ». Κείνος χαμογέλασε και με ακολούθησε μέχρι το τραπέζι μας. Τι να κάνει ένα «ευχαριστώ», σε ένα συναίσθημα, που μου πλημμύρισε τη ψυχή από αγάπη κι από υπερηφάνεια γιά τους ανθρώπους, που υπάρχουν γύρω μου.
Ο Ricky ίσως σήμερα να έχει ολοκληρώσει το όνειρό του, να έχει γίνει καλός μηχανικός, γιατί τα τελευταία νέα, που είχα από κείνον, ήταν πως έγινε «Δεύτερος Μηχανικός» σε μια καλή εταιρεία και πως συνεχίζει να ταξιδεύει, έχοντας φτιάξει μιά όμορφη οικογένεια.