Το κλάμα της θάλασσας

Του Ντίνου Αστρά

Η ζωή στα καράβια (στη δεκαετία 1960)  άλλαζε με γρήγορους ρυθμούς. Οι συνθήκες Βελτιώνονταν. Το φαί έγινε καλό, το περιβάλλον ανεκτό, αν όχι ενδιαφέρον, και οι αμοιβές πλησίαζαν αυτές των προηγμένων χωρών. Σαν αντίβαρο σ' αυτή την εξέλιξη, ήρθε η ποιότητα των ναυτικών. Οι ανάγκες της ελληνικής ναυτιλίας έπαψαν να καλύπτονται από ντόπιο δυναμικό, οι ναυτομάνες πατρίδες, ιδιαίτερα η Άνδρος και η Χίος, άρχισαν ν' αρνιούνται να στείλουν τα παιδιά τους στα καράβια, απογοητευμένες και πικραμένες απ την εκμετάλλευση που χρόνια δέχονταν απ' τους εφοπλιστές, κι έτσι άρχισαν να εισρέουν φτηνοί ξένοι ναυτικοί, οι οποίοι βέβαια μικρή σχέση, αν όχι καμιά, είχαν με τη θάλασσα.

Σ' αυτό έβαλε βέβαια το χεράκι της και η ελληνική κοινωνία, ιδιαίτερα οι γραμματιζούμενοι της εποχής, οι οποίοι απερίσκεπτα και επιπόλαια άρχισαν να ταυτίζουν τον 'Έλληνα ναυτικό με τις πουτάνες, τους νταβατζήδες και με τα αποβράσματα που γέμιζαν τα σοκάκια των λιμανιών μόλις πλάκωνε η νύχτα, ποτίζοντας χολή το ναυτόκοσμο. Αυτόν το ναυτόκοσμο που συνέβαλε με τόσες Θυσίες στ' ανέβασμά της, που τη βοήθησε όσο ελάχιστοι να βρει το δρόμο της άνεσης και της ευμάρειας, χωρίς μάλιστα να κερδοσκοπήσει ποτέ τον σε βάρος του κοινωνικού συνόλου. 

Άραγε, ο συμπαθής και συνετός Δημήτρης Ψαθάς, Θεός σχωρέσ 'τον, από κει που βρίσκεται, μήπως μετάνιωσε για τα άδικα υπονοούμενα που κάποτε ξεστόμισε, από τη στήλη της εφημερίδας του για το μεροκαματιάρη τον τρόμου και της αλμύρας;

Απ' την άλλη μεριά και το ελληνικό δυναμικό έπαψε να είναι αυτό που παραδοσιακά ήταν. Οι "Έλληνες ναυτικοί ήταν νοικοκυραίοι, επαγγελματίες, είχαν ναυτική παράδοση που την κληρονομούσε ο πατέρας στο γιο, είχαν ναυτοσύνη, ήταν "γεμιτζήδες", ικανοί να αντιμετωπίσουν όλα σχεδόν τα καπρίτσια και τα τερτίπια της θάλασσας. Οι σύγχρονοι, οι πιο πολλοί τουλάχιστον, ήταν μάλλον εποχιακοί, αδιάφοροι για τη ναυτική τέχνη και καριέρα, επιπόλαιοι, άναυτοι, ατζαμήδες! 

Έτσι τα βαπόρια έπαψαν μεν να 'ναι γαλέρες, έγιναν όμως επικίνδυνα κι ανοχύρωτα. Τρεις τέσσερις φορές γλιτώσαμε απ' του χάρου τα δόντια, από στραβωμάρες κι επιπόλαιους χειρισμούς νέων αξιωματικών, χάρη στην παρατηρητικότητα κάποιων παλιότερων. Η έλλειψη επικοινωνίας άρχισε να με προβληματίζει. Τι να πεις μ' ένα Φιλιππινέζο, Κορεάτη ή Πακιστανό; Τι κοινό μπορούσαμε να 'χουμε; Αυτά τα γεγονότα, κυρίως, άρχισαν να μειώνουν σημαντικά και καθημερινά το αρχικό μου πάθος για ναυτική καριέρα! Ήρθε η στιγμή να θυμηθώ τον πατέρα.

Άρχισα να διερευνώ τις πιθανότητες δουλειάς σχετικής με τη θάλασσα, αλλά έξω απ' αυτή. Έστελνα δεκάδες γράμματα σε γνωστές κι άγνωστες ναυτιλιακές εταιρίες και περίμενα απαντήσεις. Μάταια όμως. Όλες σχεδόν οι πόρτες βρέθηκαν κλειστές. Οι λίγες που 'μειναν μισάνοιχτες με παρέπεμψαν ευγενικά γι' αργότερα "λόγω μη υπαρχούσης κενής θέσεως...". Πίσω απ' αρκετές πόρτες που χτύπησα κάθονταν άνθρωποι που 'χαν ευεργετηθεί απ' τον πατέρα μου και μερικοί είχαν τοποθετηθεί εκεί με τη συνδρομή του. Η αγνωμοσύνη το 'χει αυτό το γνώρισμα. Δε σε αφήνει ούτε να προσπαθήσεις ν' ανταποδώσεις. Ένας καημός μ' έζωνε. Η θλίψη μου και η απογοήτευση ήταν μεγάλη. Η κατάθλιψη είχε αρχίσει να ξεδιπλώνει τα πλοκάμια της.

Παρέμενα σ' ένα χώρο που 'παψε να με γεμίζει, που 'παψε να με προκαλεί, που 'παψε να με ανταγωνίζεται και που αντίθετα μου στερούσε, και μου στερούσε πολλά. Η ζωή μου κοντά τον άρχισε να γίνεται μια απελπιστικά ίσια γραμμή. Το συναίσθημα πέτρωνε, σπρωχνόμουν στις εσχατιές του μαρασμού κι ένιωθα σαν ξεχασμένο άστρο στην άκρη ενός μακρινού ουρανού. Από ταξιδευτής τον ονείρου είχα καταντήσει στρατοκόπος της πλήξης.

Στη ράδα του Σουέζ...

Κλείστηκα στην καμπίνα μου και στον εαυτό μου.  Προσπάθησα ν' αντλήσω ζωή απ' το τίποτα. Οι συγκινήσεις ξεθώριασαν, τα βιώματα πέρασαν στο περιθώριο, οι σελίδες της ζωής μου παρέμεναν λευκές και οι δρόμοι της φωτιάς έχασαν τη λάμψη και τη φλόγα τούς. Άρχισα να ζωγραφίζω τον κόσμο που θα 'θελα να ζήσω μέσα σε λεκτικά σχήματα που αράδιαζα πάνω σε δεκάδες κόλλες χαρτί. Λίγο-λίγο τα σχήματα αυτά άρχισαν να χαράζουν αχνά έναν καινούργιο δρόμο. Ένα δρόμο που γεννούσε τη δίψα για την επιτυχία. Ένα δρόμο μακριά απ' τα αέρινα μονοπάτια που περπάταγα. Ένα δρόμο σ' ένα περιβάλλον άγνωστο, αλλά λιγότερο δύσβατο και κακοτράχαλο. Ένα δρόμο στη στεριά.

Πλησίαζαν Χριστούγεννα. Παραιτήθηκα. Κατεβαίνοντας τη σκάλα του καραβιού χάιδευα τα πλευρά του. Απ' τη στιγμή που το πρωτοαντίκρισα μέχρι τώρα που τ' αποχωριζόμουνα στο ίδιο μέρος, τη ράδα τον Σουέζ, ότι υποσχέσεις μου 'δωσε τις κράτησε, κι ότι χαρές μου'ταξε τις έδωσε. Ποτέ του δε με πρόδωσε, ποτέ δε μ' απόρριψε, πάντα με σεβάστηκε. Δε Θα 'λεγα το ίδιο και για τους ανθρώπους. Όταν γύρισα να το χαιρετήσω για στερνή φορά, καθώς απ' τα όκια της πλώρης του κρέμονταν οι καδένες της άγκυρας, φάνταζαν σαν δυο μάτια που 'σταζαν δάκρυα. 

Πλησιάζαν Χριστούγεννα. Παραιτήθηκα... Αποχωριζόμουνα το καράβι στο ίδιο μέρος που το πρωταντίκρυσα! 

Σ' όλο το ταξίδι του γυρισμού, η επιθυμία μου να μείνω στη στεριά φούντωνε, κι όταν έφτασα κι άρχισα να ζω στιγμές που 'χα ξεχάσει, όταν άρχισα να νιώθω πως τα καλύτερα τραγούδια της ζωής μου δεν τα 'χα ακούσει ακόμα, έγινε απόφαση. 'Όταν οι πρώτες εντυπώσεις ξεθώριασαν, δυο στόχοι έμειναν κρεμασμένοι μπρος στα μάτια μου. Δυο στόχοι που με παίδευαν, δυο στόχοι που όσο έμεναν απραγματοποίητοι με πλήγωναν, με πόναγαν και με κλωθογύριζαν στα πέλαγα και στα λιμάνια. Η δουλειά κι ο έρωτας. Ήθελα να τινάξω από πάνω μου την κατάρα ν' αγοράζω έρωτα, να παζαρεύω αυτή τη μεγάλη, αυτή τη δυνατή ανθρώπινη έκφραση. Ήθελα να πάψω να θωρώ αυτό το ποτάμι της ζωής απ' την όχθη, ήθελα να πέσω στα νερά του, ν' αφεθώ στο ρέμα του και στην ορμή του. Έβλεπα τα νιάτα πιασμένα χέρι-χέρι και ζήλευα. Έβλεπα τα ζευγάρια αγκαλιασμένα ν' αγναντεύουν τη ζωή, να φιλιούνται στ' ακρογιάλια χωμένοι ο ένας μέσα στην ψυχή του άλλου, με τις αγκαλιές τους να φτιάχνουν μια φυλακή απ' την οποία κανένας τους δεν ήθελε να βγει και γέμιζα παράπονο. Ήθελα κι εγώ να νιώσω έτσι, ήθελα να βγάλω την ανοιξιάτικη κραυγή του Άλκη, να φωνάξω πως αγαπάω, χωρίς το χέρι μου ν' αγγίζει το χρήμα και χωρίς ο νους μου να προετοιμάζει τ' αλισβερίσι. Ήθελα να κάτσω στο τραπέζι, να γευτώ το κρασί του έρωτα, να μεθύσω από δαύτο κι όχι με το λαρύγγι θεόξερο απ' τη δίψα ν' αναγκάζομαι να ξεδιψάω μ' όλου του κόσμου τ' αποπίματα.

Ο χωρισμός μου απ' τη θάλασσα, την αιώνια ερωμένη, όπως έλεγε κι μπάρμπα—Σταύρος, φάνηκε εύκολος, τα πολλά και πολύμορφα συναπαντήματα της καινούργιας στράτας κάτω απ' τα δεδομένα μιας πιο ώριμης ηλικίας και κάποιας οικονομικής ευχέρειας, τον έδειχναν ευκολότερο. Ο καιρός όμως πέρναγε και δουλειά δε φαινόταν στον ορίζοντα. Ένιωθα σαν ακαμάτευτο πουλάρι, που λύσσαγε να καλπάσει στ' ολόχρωμο λιβάδι που απλωνόταν μπροστά του, αλλά το μόνο που κατάφερνε ήταν να χτυπά τα πόδια του, γιομίζοντας σκονόβολο τον τόπο, κρατημένο απ' τα γκέμια που του πλήγιαζαν και του μάτωναν το στόμα.

'Όταν κάνα δυο μήνες αργότερα υπέγραφα την πρώτη χάρτα εργασίας, υπάλληλος πια σε μια πολυεθνική εταιρία, θυμάμαι ότι ένιωσα μια ελαφριά τρεμούλα. Δεν ήταν συγκινησιακή αντίδραση μπροστά στο γεγονός, ότι για δεύτερη φορά η μοίρα μου ήταν συνεπής στο ραντεβού μας σ' έναν τελείως διαφορετικό επαγγελματικό χώρο, ούτε ότι τα χαλινάρια έπαψαν να μου ματώνουν το στόμα! Ήταν, θαρρώ, από τις ενοχές, γιατί εκείνη τη στιγμή υπέγραφα την προδοσία ενός χώρου, που τόσο είχα αγωνιστεί για να ενταχτώ σ αυτόν, τόσο είχα μοχθήσει για να διακριθώ, και που κάποιους, όσο καιρό παρέμεινα σ' αυτόν, λύπησα, πίκρανα και βαθιά τούς έχανα να πονέσουν. 

Εκείνη η νύχτα ήτανε γλυκιά. Παρά τις αραιές νιφάδες που 'πεφταν δεν έκανε κρύο. Φόρεσα ένα χοντρό ναυτικό επενδύτη κι ένα γαλλικό μαύρο μπερέ κι έσυρα τα βήματά μου στα βράχια της Πειραϊκής. Τα κατέβηκα και κάθισα κοντά στη θάλασσα. Τα πόδια μου σχεδόν την άγγιζαν. Την κοίταζα καπνίζοντας, αμίλητος. Ξάφνου την ένιωσα να φουσκώνει, ν' αναταράζεται και ν' αρχίζει κείνες τις μακρόσυρτες κουβέντες, που μόνο όσοι την έχουν αφουγκραστεί τις καταλαβαίνουν. Ώρες ολάκερες μου μίλαγε και μου 'λεγε πράματα παράξενα. Έμοιαζε προδομένη και παρατημένη. Μου 'λέγε πως θα με περίμενε, μου' λέγε πως Θα μου λείψει, μου 'λέγε πως αγάπες τέτοιες δεν είναι για λησμονιά.

 

Απ' το κοντινό ταβερνάκι ακούγονταν ο Γαβαλάς και η Ρία Κούρτη να μολογάνε πως "Είν' η ζωή μια θάλασσα και 'μεις καπεταναίοι". Σε λίγο Θα 'κλεινα τα είκοσι έξι μου χρόνια. Ξάφνου, διάφανα γεννήματα της φαντασίας και της θάλασσας, αχνοφωτισμένα απ' την πρώτη ηλιαχτίδα που προσπάθαγε να διαπεράσει τα γκρίζα σύννεφα, αναδύθηκαν απ' το μουντό πέλαγο. Στάθηκαν αντίκρυ και με αγνάντευαν. Την ώρα που τα μάτια μου θάμπωναν απ' το δάκρυ τον χωρισμού και ντροπιασμένος έσκυβα το κεφάλι, σαν να 'δα πως μαντίλια μου κουνάγανε και σαν να 'νιωσα τις αριφλιές τον πρωινού μαΐστρου να φέρνουν στ' αυτιά μου φωνές, γνώριμες φωνές, που σμίγανε με το πάφλασμα τον κύματος και τα κρωξίματα των γλάρων και μου ψιθύριζαν: "Καλό σου κατευόδιο, Κωνσταντή".

ΑΦΗΣΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

ΑΦΗΣΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

  1. Σχολιάζετε ως επισκέπτης.
Attachments (0 / 3)
Share Your Location
There are no comments posted here yet