Κορονοϊού περιπέτειες ή ένα γέλιο θα μας σώσει…
(Αναγνώστης που υπογράφει Πάκις έστειλε ως σχόλιο το παρακάτω κείμενο. Περιγράφει με σπαρταριστό τρόπο την περιπέτεια να πας σούπερ-μάρκετ στην εποχή της κορύφωσης της πανδημίας. Το αναδημοσιεύουμε στο σάιτ προς τέρψη όλων που τραβάμε κάτι αντίστοιχο. Τουλάχιστον ας χαμογελάσουμε με την κατάσταση. Ή, να το πούμε αλλιώς: γελάτε κάνει καλό – ΕΝ ΑΝΔΡΩ)
“Στείλαμε το SMS αρμοδίως και τραβήξαμε για το σούπερ μάρκετ. Κατά τη διαδρομή ρίχναμε κλεφτές ματιές πίσω μας μπας και μας… παρακολουθούν. Ακροβολιστήκαμε με την σύντροφό μου, έχοντας αναλάβει ο καθένας από έναν όροφο. Διάλεξα τον πάνω όροφο ένεκα της ομορφούλας στα τυριά.
Μαζέψαμε δύο καρότσια σε 15 λεπτά. Οινόπνευμα δεν βρήκαμε. Πήραμε, όμως, ένα κιβώτιο βότκα. Θα πίνουμε και θα κάνουμε επάλειψη. Μας ήρθε και φτηνότερα. Γυρίσαμε και τα ανεβάσαμε σπίτι. Ρίξαμε έναν καυγά στο ασανσέρ, γιατί τα είχε απλώσει όλα κάτω και δεν είχε χώρο να μπούμε. Τα αποθέσαμε στο μπαλκόνι. Είκοσι σακούλες… μολυσμένες. Γεμάτες με δεκάδες πράγματα μολυσμένα κι αυτά. Μολυσμένα και τα ρούχα μας. Μ’ έχει γαμήσει κι η μύτη μου στη φαγούρα, αλλά πού να την ξύσω.
Πάμε στο μπάνιο. Πλένουμε χέρια και πρόσωπο. Κλείνουμε τη βρύση και την απολυμαίνουμε. Απολυμαίνουμε και τα χέρια μας μαζί με τη βρύση. Πρέπει όμως να αλλάξουμε ρούχα. Βγάζουμε τα ρούχα μας σε συγκεκριμένο χώρο, ξαναπλένουμε τα χέρια μας και ξανα-απολυμαίνουμε τη βρύση που την πιάσαμε, αφού είχαμε πιάσει τα ρούχα μας.
Ξεβράκωτοι και απολυμασμένοι τρέχουμε στις ντουλάπες μας για καθαρά ρούχα. Ρίχνουμε τα μολυσμένα στο πλυντήριο και βγαίνουμε στο μπαλκόνι για τα ψώνια. Μαζί κι ένα πακέτο με 100 ζευγάρια γάντια που είχαμε αγοράσει από την προηγούμενη. Έχουν βγει στα απέναντι μπαλκόνια και μας χαζεύουν. Είχαμε τις μπαλκονόπορτες ανοικτές και τις κουρτίνες τραβηγμένες, μας είδε κάποιος μαλάκας να πηγαινοερχόμαστε γυμνοί κι ειδοποίησε τους υπόλοιπους.
Βάζουμε από ένα ζευγάρι γάντια. Σφουγγαρίζουμε το μολυσμένο μπαλκόνι κι όσο να στεγνώσει, βγάζουμε απ’ τις σακούλες πράγματα και τ’ ακουμπάμε στα τραπέζια, στις καρέκλες και στο πάτωμα ανά είδος. Τρόφιμα ψυγείου, τρόφιμα εκτός ψυγείου, φρούτα, καθαριστικά και είδη υγείας και… κωλόχαρτα. Πολλά κωλόχαρτα!
Τρέχει το κωλόσκυλο και τα μυρίζει όλα. Σε κάποια σκαρφαλώνει. Αλλά το σκυλί ενδέχεται να είναι μολυσμένο. Παίρνουμε το σκυλί και το χώνουμε στη μπανιέρα. Πετάμε τα γάντια και το πλένουμε. Το στεγνώνουμε και το κλειδώνουμε. Βάζουμε άλλα γάντια και βγαίνουμε στο μπαλκόνι.
Ξεκινάμε με τα κρέατα και τα τρόφιμα ψυγείου. Ξετυλίγω το χαρτί συσκευασίας, πιάνει η άλλη με λαβίδα το τρόφιμο και το χώνει σε σακούλι ψυγείου ή σε τάπερ. Από τα γύρω μπαλκόνια μας παρακολουθούν, άλλοι μ’ απορία κι άλλοι με δέος. Η γαμημένη φαγούρα στη μύτη μου συνεχίζει. Συνεχίζουμε με τα χαρτιά υγείας. Ο ένας ανοίγει με προσοχή τις εξωτερικές συσκευασίες και ο άλλος τα παίρνει, πηγαίνει στο μπάνιο, σκαρφαλώνει στη σκάλα και τα αποθέτει στο πατάρι του μπάνιου το οποίο πριν είχε καθαριστεί. Έχει πήξει το πατάρι στα κωλόχαρτα, στα χαρτιά κουζίνας και στις χαρτοπετσέτες!
Περνάμε στα μακαρόνια, ρύζια, όσπρια κλπ. Ο ένας ανοίγει το νάιλον από τα Barilla n.7 – τρία, το ένα δώρο, βγάζει και το νάιλον από τα κουτιά με το ρύζι. Η άλλη τα φλιτάρει με αντισηπτικό και τα σκουπίζει αστραπιαία, πριν παπαριάσει η χάρτινη συσκευασία. Τα πηγαίνει στο ντουλάπι.
Εν τω μεταξύ, μ’ έχει πιάσει κατούρημα. Πάω στο μπάνιο. Αντιλαμβάνομαι ότι έχω πιάσει το πουλί μου με το μολυσμένο γάντι. Μένω με τη φόρμα μισοκατεβασμένη, πετάω τα γάντια, βγαίνω απ’ το μπάνιο, βάζω καθαρά γάντια, βγάζω τα ρούχα μου, βγάζω τα γάντια, μπαίνω στη μπανιέρα, πλένομαι, σκουπίζομαι, ντύνομαι, ξαναβάζω τα προηγούμενα γάντια και βγαίνω στο μπαλκόνι. Έχει σκοτεινιάσει. Στο σούπερ μάρκετ πήγαμε στις 12 το μεσημέρι, είναι ήδη επτά και το μπαλκόνι είναι γεμάτο πράγματα. Φρούτα, λαχανικά, είδη προσωπικής υγιεινής είναι ακόμη απλωμένα ως τραχανάς. Κι εκεί θα μείνουν!”