Ανηφορίζοντας στο Ντολτσό...
Του Γιάννη Μηνδρινού
Καστοριά. Κάποια μέρα, μέσα στις γιορτές... Ψιλόβροχο. Η ομίχλη έχει γίνει ένα με τη λίμνη –δεν βλέπεις σε απόσταση μεγαλύτερη των δέκα μέτρων. Περπατώ με τα χέρια στις τσέπες, ανάμεσα σε χιλιάδες κιτρινισμένα φύλλα δέντρων που έχουν πέσει στην άκρη του δρόμου. Χαζεύοντας τις νερόκοτες και τους κορμοράνους που παίζουν στις όχθες της λίμνης.
Ανηφορίζω στα δρομάκια του Ντολτσό. Χάνομαι ανάμεσα στα αρχοντικά του Σκούταρη, του Μπασάρα, των αδελφών Εμμανουήλ. Σε κάθε μου βήμα αποκαλύπτεται το μεγαλείο των ανθρώπων που έζησαν σ΄ αυτήν εδώ την πόλη. Ο σεβασμός με τον οποίο αντιμετώπισαν τον τόπο τους είμαι βέβαιος πως είναι ανάλογος του σεβασμού τους προς τον συνάνθρωπο και την Πατρίδα.
Σκέφτομαι. Το σήμερα. Την Ελλάδα των Τσοχατζόπουλων. Των Τσουκάτων. Των Μαντέληδων και των Λιάπηδων. Την Ελλάδα της Siemens. Την Ελλάδα της μίζας για να πεις «ναι» σε ένα εξοπλιστικό πρόγραμμα. Την Ελλάδα της μίζας για να ΜΗΝ πεις «όχι» σε ένα εξοπλιστικό πρόγραμμα. Την Ελλάδα των κλοπών και των υποκλοπών. Του Μαυρίκη, του Βαβύλη, του Χριστοφοράκου, των Βατοπεδίων. Του Τομπούλογλου, βεβαίως. Την Ελλάδα των υπερτιμολογήσεων. Την Ελλάδα των εργολάβων και των διακομιστών μαύρου χρήματος. Την Ελλάδα των ελεγχόμενων ΜΜΕ και της «κατά παραγγελία» δημοσιογραφίας. Την Ελλάδα του «όλοι τα παίρνουν, εγώ θα είμαι ο μαλάκας;».
Αναρωτιέμαι. Αν αυτό που νιώθω στο στόμα είναι η πίκρα για την Ελλάδα του σήμερα, καθώς χάνομαι στα δρομάκια της μεγαλοσύνης της Ελλάδας του χθες. Ή αν απλώς θέλω να ξεράσω. Για τους νεόπλουτους που δεν έχουν πρόβλημα να πετάξουν δεκάδες χιλιάδες ευρώ στα «λουλούδια», ένα Σάββατο βράδυ, στην παραλιακή. Στα πόδια της Νατάσας, της Πέγκυς, του Αντώνη, της Άντζελας, του ΛΕ.ΠΑ. Έχοντας ήδη σχεδιάσει το επόμενο κύμα απολύσεων στην επιχείρησή τους. Χωρίς ντροπή, χωρίς αιδώ. Χωρίς ίχνος συναισθήματος.
Θυμώνω. Πως καταντήσαμε έτσι, μωρέ; Τι πήγε στραβά και βγάλαμε στην επιφάνεια τα χειρότερά μας ένστικτα; Γιατί γίναμε πιο ζώα κι από τα ζώα; Γιατί δεν υπάρχει τέλος σ΄ αυτό τον κατήφορο; Γιατί εξακολουθούμε να ψηφίζουμε όσους ανίκανους κρύβουν την επαγγελματική και ψυχική ανεπάρκειά τους πίσω από μια κομματική ταυτότητα;
Γυρίζω πίσω. Στην Άνδρο της δεκαετίας του 1970. Στη γιαγιά με την ποδιά μόνιμα περασμένη στη μέση και το χαμόγελο μόνιμα ζωγραφισμένο στα χείλη, να εξηγεί πόσο σπουδαίο πράγμα είναι να προσφέρεις. Ό,τι μπορείς. Κι αν δεν μπορείς, μας έλεγε, πάλι να προσφέρεις. Μια γλυκιά κουβέντα, μια αγκαλιά, ένα χαμόγελο, ένα χτύπημα στην πλάτη.
Θυμάμαι. Τον παππού που καθόταν στην καμνάδα, να ανακατεύει τα κούτσουρα και να διηγείται ιστορίες. Αληθινές, της φαντασίας του, ποιος ξέρει; Ελάχιστη σημασία είχε για μας. Θυμάμαι πως κάθε ιστορία του κάτι είχε να μας «πει». Τον ακούω ακόμη να επιμένει πως το πιο σημαντικό πράγμα στη ζωή είναι να έχεις «το κούτελό σου καθαρό»...
Ελπίζω (;)...