Η Άνδρος του χειμώνα
Του ΔΙΑΜΑΝΤΗ ΜΠΑΣΑΝΤΗ
Ένα ακόμα Σαββατοκύριακο στο καράβι. Μια ακόμα επιστροφή στο νησί. Το πλοίο γεμάτο γνώριμες μορφές. Όταν τον χειμώνα το νησί μένει με ένα καράβι αρχίζουν τα δύσκολα. Αλλά έχει και τα καλά του. Γιατί τα σαλόνια γίνονται μια μεγάλη τραπεζαρία του νησιού. Και όλοι γύρω γνωστοί. Οι τακτικοί και οι μόνιμοι. Όλοι πάνε κι έρχονται. Όλο το πλοίο μια γειτονιά. Μια γειτονιά που αρχίζει από το Γαύριο περνά από την Χώρα και φτάνει μέχρι το Κόρθι. Την περασμένη φορά ξεχαστήκαμε με την κουβέντα με τους φίλους από το Γαύριο και κοντέψαμε να πάμε Τήνο. Αυτή τη φορά μπερδεύτηκαν οι άγκυρες και νομίζαμε πως θα μέναμε στη Ραφήνα. Όμως με μια μικρή καθυστέρηση ξέμπλεξαν και φύγαμε.
Μια πρώτη βόλτα στο πλοίο και πέφτεις πάνω στον μαέστρο και σε μερικούς μουσικούς της φιλαρμονικής. Να και ο Σωκράτης. Πιο δίπλα το «Μουσείο της Ελιάς» ή άλλως Δημήτρης Χέλμης. Παραπέρα η γειτονιά του Άνω Υψηλού: Ο καπετάν-Νίκος κι ο Γιώργος με τον δίχρονο γιό του. Στη γωνία ο Γιώργος, προπονητής του Ναυτικού Ομίλου. Στα ενδότερα ο Μιχάλης. Πιο πέρα ο Νίκος, παλιός αθλητικογράφος, με πρακτορείο εισιτηρίων στην Χώρα σήμερα. Βγαίνεις στο κατάστρωμα να δεις τι γίνεται με τις άγκυρες και τρακάρεις με τον Ντίνο Σιώτη από την Τήνο, ο οποίος απορεί που ταξιδεύουμε μαζί. Του εξήγησα πως η Παρασκευή είναι μια όπως ένα είναι πια και το καράβι. Χάρηκε για την πληροφορία. Αλλά περισσότερο χάρηκε, που θα τα λέγαμε για το αφιέρωμα στην Άνδρο, το οποίο ετοιμάζουμε για το καλοκαίρι στο περιοδικό του, τα Δέκατα. Μέχρι να τα πω με τους μουσικούς, τον Ντίνο και τον Μιχάλη φτάσαμε Γαύριο. Ούτε την καθυστέρηση δεν πήραμε είδηση.
Πάντα είχα την αίσθηση πως η άφιξη στο νησί ξεκινά με το που φτάνεις στο πλοίο. Το πλοίο ήταν πάντα μια προέκταση του νησιού. Όμως τον χειμώνα αυτό είναι πλέον καθημερινότητα. Όπως είπε και ο θυμόσοφος Σωκράτης Μπαζάκης: «Εδώ θα τους δεις όλους, γιατί στην αγορά κάτι το κρύο και η βροχή κάτι η κρίση και οι οικονομικές δυσκολίες θα δεις τους μισούς». Κι είχε δίκιο…
Η Άνδρος του χειμώνα μικραίνει. Αλλά γίνεται πιο οικεία. Λίγος ο κόσμος. Μεγαλύτερες οι ώρες της παρέας. Ευκολότερες οι συναντήσεις. Η χειμωνιάτικη Άνδρος μοιάζει ολόκληρη με ένα καράβι που πάει κι έρχεται…
*****
Σάββατο απόβραδο με σιγανή βροχή. Στον πεζόδρομο της Χώρας λίγοι οι διαβάτες. Βιαστικοί με ομπρέλες κι αδιάβροχα. Ανηφορίζω με τον Μάκη (τον γνωστό και ως Φώτο-Άνδρος), την αγορά. Μόλις έχει επιστρέψει από την κοπή της πίτας στην Παλαιόπολη: «Ωραία ήταν». Και συνεχίζει:
- «Αυτή φίλε μου είναι η Άνδρος του χειμώνα. Εκκλησία τις Κυριακές. Όσοι πάνε. Επισκέψεις στα μοναστήρια. Όσοι ενδιαφέρονται. Οι πίτες του Γενάρη. Οι Απόκριες του Φλεβάρη. Κάποιες εκδηλώσεις των σχολείων. Και οι μικρές παρέες σε ταβέρνες ή καφετέριες. Όσα είναι ανοικτά. Α! Και οι βεγγέρες στα σπίτια. Αυτός είναι ο χειμώνας»…
Σταματά στου Λάσκαρη και πιάνει κουβέντα με τον Δημήτρη.
- «Λέω αύριο να πάω για κανένα ροφό. Ότι ψάρι είχαμε με τις φουρτούνες το φάγαμε. Να πάω να γεμίσω την κατάψυξη»…
Ανηφορίζουμε πάλι και ψιλοβρεχόμαστε.
- «Εμένα μ’ αρέσει η βροχή», λέω. «Έτσι όπως πέφτει στα κυπαρίσσια και στις πλαγιές. Μ’ αρέσει και η εικόνα της συννεφιασμένης θάλασσας. Τα βλέπω από το σπίτι κι έχω την αίσθηση μιας υπέροχης θαλπωρής». Συμφωνεί και επαυξάνει…
Στην πάνω πλατεία καληνυχτιστήκαμε. Από τη Χώρα μέχρι το Υψηλού το μόνο σημείο ζωής, μέσα στη μουσκεμένη νύχτα, η ταβέρνα του Μποζάκη. Σταμάτησα για μια καλησπέρα και κόλλησα με την παρέα του ξυλογλύπτη Γιώργου Ελευθερίου. Η συζήτηση χαλαρή δίπλα στην ξυλόσομπα. Εικόνες ζεστές κι αργόσυρτες. Κάτι από τις μικρές παρέες στα ταβερνεία, που περιέγραφε πριν λίγο ο Μάκης. Όταν σηκώθηκα κόντευε 11.00.
*****
Κυριακή πρωί. Ο ήλιος αστράφτει μετά την βροχή μέσα από τα σύννεφα. Μια ουράνια εικόνα. Φωτογραφίζω εντυπωσιασμένος. Λίγο αργότερα ανεβαίνουμε με τον Μιχάλη Κοκκίνη για το μοναστήρι της Παναχράντου και την πασίγνωστη μακαρονάδα του Ευδόκιμου. Ξαφνικά πάνω από τα Φάλικα ο Μιχάλης σταματά και δείχνει εντυπωσιασμένος στον ορίζοντα βορειοανατολικά. Εκεί ξεπροβάλλουν αχνά τα βουνά ενός νησιού μέσα από τα σύννεφα που σκορπίζουν στο σημείο αυτό. Η διαύγεια μετά την βροχή εκείνη τη στιγμή είναι απίστευτη. Κάτι σαν θαύμα.
- «Νομίζω πως είναι τα Ψαρά», μου λέει. «Η Χίος είναι λίγο πιο κάτω. Και η νησίδα του Καλόγηρου, που είναι ενδιάμεσα, δεν έχει βουνά».
Μένουμε να κοιτάμε το υπέροχο θέαμα πάνω στο αστραφτερό Αιγαίο. Όμως τα σύννεφα επιστρέφουν γρήγορα και το νησί χάνεται. Τα θαύματα δεν διαρκούν πολύ, όμως ομορφαίνουν τη ζωή, σκέφτομαι. Μετά συνεχίζουμε πάλι την ανηφόρα. Στο μοναστήρι κάτι η καλή παρέα, κάτι η κουβέντα, κάτι το καλό συνετιανό κρασί, στο τέλος τρέχαμε να προλάβουμε το μεσημεριανό καράβι.
Φτάσαμε εγκαίρως στο Γαύριο. Στους δρόμους λίγος κόσμος. Αλλάζουμε δύο λόγια με τον γέρο-ψαρά για τον καιρό: «Τον έλεγαν ψυχρό κι ανάποδο και να που Κυριακή μεσημέρι προέκυψε λιακάδα με μπουνάτσα. Μετεωρολογική κι αυτή ρε παιδί μου, όλα ανάποδα τις βγαίνουν…», σχολιάζει...
Λέμε και ένα «γειά-χαρά» στο μαγαζάκι της γωνίας. Και να ‘μαστε στη σειρά για το πλοίο που μόλις έφτανε. Όλοι εκεί. Γεμάτοι αναφορές και εικόνες. Εκεί και ο Λευτέρης. Ευκαιρία να κανονίσαμε μια συνάντηση στην επόμενη άφιξη. Και μετά στο πλοίο. Ο Μιχάλης με την κόρη του να συνεχίσουμε την παρέα. Και ο εκ Βερολίνου «ανδριώτης» Γκέστα Χέλνερ. Παλιός γνώριμος και σημαντικός φωτογράφος. Ευκαιρία να μιλήσουμε για μια φωτογράφιση. Αλλά και οι τρεις μουσικοί της φιλαρμονικής. Και ο Σωκράτης, πάντα γεμάτος ιδέες (γράψε το ένα, γράψε το άλλο). Τόσα πολλά τα οικεία πρόσωπα που κάποια στιγμή μπερδευτήκαμε και χαιρετηθήκαμε και με κάποιον άγνωστο ηλικιωμένο από την Μύκονο.
- «Δεν βαριέσαι», σχολίασε γελώντας: «Όλοι νησιώτες είμαστε. Άμα δεν είμαστε εμείς γνωστοί ποιοι να είναι; Ιδίως τώρα τον χειμώνα»...