Τα λεμόνια και οι ανεράιδες στο Διποτάματα
Τα λεμόνια
Της Αναστασίας Σκόρδου
Το γεφύρι στα Διποτάματα
Άντε πάλι αυτός ο αγώνας. Να φορτώσει τα λεμόνια στο μουλάρι και στο γάιδαρο, να πάρει τη μεγάλη στράτα για τη Χώρα όπου τον περίμενε ο καϊκτσής να τα μπαρκάρει για τη Σμύρνη. Όλο το λεμόνι το πουλούσε σε καλή τιμή, μα έπρεπε να είναι ολόφρεσκο το φύλλο, να μοσχοβολάει, γι’ αυτό τα έκοβε αργά με τη δροσιά και τα πήγαινε στη Χώρα σχεδόν όταν σουρούπωνε.
Δεν τον ένοιαζε η νυχτερινή διαδρομή τόσο, όσο που πέρναγε μέσα από τα Διποτάματα. Ένα βραχώδες τοπίο στην καρδιά του νησιού, μια ώρα δρόμο από κάθε κατοικημένη περιοχή, μια βαθιά χαράδρα μέσα στα βουνά, που στο βάθος της είχε δύο ποτάμια, νερόμυλους, κελιά για τα ζώα και αλώνια, σε κάθε αμασιδάκι. Μέσα από κει πέρναγε η μεγάλη στράτα που ένωνε τα χωριά του νότου με τη Χώρα και η απόσταση με τα πόδια ήταν τουλάχιστον 3 ώρες δρόμο. Με τα ζώα ήταν πιο λίγο αλλά έτσι φορτωμένα ούτε να τα καβαλήσει μπορούσε ούτε να τα ζορίσει.
Η γυναίκα του, μαζί με το ντουρά με το νερό και το προσφάι, του έδωσε κι ένα μικρό εικόνισμα. “Παλάβωσες, κυρά μου; Μπας και θαρρείς πως πάω στον πόλεμο; Τι να το κάνω ετούτο;” “Βάλ'το στην τσέπη, θα βραδιαστείς στα Διποτάματα. Μη σ' έβρουν τα θεούλια”.
Δεν ήθελε να ανοίξει τέτοιες κουβέντες τώρα, βιαζόταν, γι’ αυτό έχωσε το εικόνισμα στην τσέπη του σακακιού του με μια γκριμάτσα απαξίωσης και βγήκε στο δρόμο. Κατέβηκε γρήγορα τον κατήφορο που έβγαινε από το χωριό και σε λιγότερο από μια ώρα έμπαινε στα Διποτάματα.
Το φως λιγόστευε κι άναψε το φανάρι. Η νύχτα ερχόταν ήρεμη, η ησυχία της απλωνόταν παντού και το πρώτο ποταμάκι σχεδόν ακίνητο έλαμπε κάτω από το φως του φεγγαριού. Στάθηκε λίγο σα μαγεμένος και θαύμαζε. Σαν εκκλησιά με τα ασήμια της έλαμπε η νύχτα. Ψηλάφισε το εικόνισμα, σαν να ‘θελε να ευχαριστήσει που ήταν ζωντανός και είχε μάτια να βλέπει.
Την ησυχία έκοψε τότε απαλά σαν μαχαίρι από μπαμπάκι ένας μακρινός ήχος. Δεν ήξερε να πει τι ήταν, τραγούδι, κλάμα, ψαλμωδία; Είχε λόγια; Τι λόγια; Τι γλώσσα ήταν αυτή; Ήξερε μόνο πως έμπαινε από τ’ αυτιά του και γινόταν ένα με το αίμα του, με την καρδιά του. Ήταν αυτό η καρδιά του, το αίμα του. Έπεσε βαρύς πάνω σε ένα χόχλακα, κοίταζε γύρω του μέσα στο σκοτάδι να βρει ποιος τραγουδούσε έτσι. Τι τραγουδούσε έτσι. Γιατί άνθρωπος δεν ήτανε.
Τότε πρόσεξε τα άσπρα σύννεφα πάνω από το ποτάμι. Δεν ήταν σύννεφα ακριβώς, είχαν ανθρώπινο σχήμα. Γυναικείο. Αέρινες μορφές που μπλέκονταν μεταξύ τους, άνοιγαν, έκλειναν, σ’ έναν παράξενο χορό από ομίχλη και φεγγαρόφωτο. Ξωθιές! Ανεράιδες! Να που οι ιστορίες που λένε για τα Διποτάματα δεν είναι ονειροφαντασιές των γέρων μπεκρήδων.
Τον ζύγωναν όλο και περισσότερο κι όσο τον ζύγωναν τόσο του έκλεβαν τον αέρα που ανάπνεε. Αγκομαχούσε να βρει την ανάσα του, μα είχε παραλύσει εκεί δα χάμω και ένιωσε και μια υγρασία στα μπατζάκια του. Αν δεν βράχηκε στο ποτάμι, μάλλον είχε κατουρηθεί.
Είχαν πια φτάσει από πάνω του. Στριφογύριζαν γύρω από το κεφάλι του σαν σμάρι μέλισσες που ετοιμάζονταν να του ορμήσουν. Σκέφτηκε πως μέχρι εδώ ήταν, πάει καλιά του, δεν θα τη βγάλει καθαρή. Με τρεμάμενα δάχτυλα τράβηξε το εικόνισμα, το σήκωσε μπροστά του κι άρχισε να λέει δυνατά το πάτερ ημών.
Οι μορφές αγρίεψαν κι άλλο, τώρα ένιωθε το σφίξιμό τους από τα κόκαλα μέχρι την καρδιά του. Άρχισε να θολώνει η όρασή του, όταν ξαφνικά μια από τις μορφές κάτι φώναξε στην ακατάληπτη γλώσσα της και όλες μαζεύτηκαν πάνω από τα τσουβάλια με τα λεμόνια. Άρπαξε την ευκαιρία, πετάχτηκε πάνω, έλυσε ένα τσουβάλι και πήρε δυο λεμόνια. “Να, λεμονάκια από το περβόλι μου. Πάρ'τε κυράδες μου να σας χαρώ. Άρωμα, σκέτο άρωμα!”
Τα λεμόνια τότε άρχισαν να στροβιλίζονται μαζί με τις μορφές κι αυτή η ασπροκίτρινη δίνη χάθηκε από τα μάτια του, αφήνοντάς τον πονεμένο παντού, λες και έσκαβε την πέτρα όλη μέρα.
Βρήκε ένα κελί, χώθηκε μέσα να συνέρθει, ήπιε λίγο νερό από το παγούρι, έκοψε ένα λεμόνι, έχωσε μέσα τη μούρη του και ρούφηξε άπληστα το χυμό του. “Αχ, λεμονάκια μου, βάλσαμο και γιατρικό μου. Σας χρωστώ τη ζωή μου!”
ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΑΝΕΡΑΪΔΩΝ ΕΝ ΑΝΔΡΩ
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Τα στοιχεία της λαογραφικής παράδοσης του παραπάνω λογοτεχνικού κείμενου της Αναστασίας Σκόρδου τα ανιχνεύει κανείς στην εξαίρετη μονογραφία του ανδριώτη ιστορικού και ακαδημαϊκού Δημητρίου Π. Πασχάλη που εκδόθηκε το 1935 στη Νέα Υόρκη και αναφέρεται σε θρύλους που του αφηγήθηκαν το 1895 στο Κόρθι! Συμπτώσεις που δεν είναι συμπτώσεις μιας και αντίστοιχη ιστορία αφηγήθηκε ο πατέρας μου για την ρεματιά των Λειβαδίων στη δεκαετία του 1960 και με άφησε άυπνο! Την μονογραφία του Δ.Π. Πασχάλη μαζί με άλλες προγενέστερες σημειώσεις του 1903 του ιδίου επιμελήθηκα σε ένα μικρό βιβλιαράκι το 2023 που κυκλοφόρησε στα βιβλιοπωλεία της Άνδρου και εξαντλήθηκε. Και επανακυκλοφόρησε εφέτος πάλι. Είναι εντυπωσιακό πως στην πρώτη δημοσίευση της καθηγήτριας Αναστασίας Σκόρδου από το Κόρθι το θέμα της λαογραφίας της Άνδρου επανέρχεται μέσα από την λογοτεχνία και αγγίζει τις παλιές εκείνες ρίζες της ανδριώτικης μεταφυσικής. Για τον λόγο αυτό κρίναμε σκόπιμο να συνοδεύσει το διήγημα της κορθιανής συγγραφέως η λαογραφική περιγραφή του που δημοσιεύθηκε το 1935 (πριν 89 χρόνια) και ιστορήθηκε το 1895 (πριν 139 χρόνια)! - ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ ΜΠΑΣΑΝΤΗΣ
ΑΡΙΣΤΕΡΑ: "ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΑΝΕΡΑΪΔΩΝ ΕΝ ΑΝΔΡΩ", του Δημητρίου Π. Πασχάλη, έκδοση του Συλλόγου Ανδρίων Νέας Υόρκης, 1935. ΔΕΞΙΑ: ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΑΝΕΡΑΪΔΩΝ και άλλα λαογραφικά στοιχεία της νήσου Άνδρου", του Δ.Π. Πασχάλη, έκδοση Εν Άνδρω & Νέα Διάσταση, 2023, επιμέλεια Διαμαντής Μπασαντής.
ΟΙ ΑΝΔΡΙΟΙ, ἄν καὶ κοσμογυρισμένοι οἱ περισσότεροι, ἔχουν ἐν τούτοις ἀκόμη καὶ αὐτοὶ τὰς δεισιδαιμονίας καὶ τὰς προλήψεις των, ποὺ ἡμέραν μὲ τὴν ἡμέραν ἐξαλείφονται καὶ χάνονται γιὰ πάντα. ’Έτσι ὑπάρχουν μεταξὺ αὐτῶν πολλοὶ ποὺ πιστεύουν καὶ τώρα εἰς τὴν ὕπαρξιν τῶν ἀνεραΐδων (νηρηΐδων), τὰς ὁποίας διατείνονται ὅτι καὶ βλέπουν μάλιστα νὰ χορεύουν καὶ νὰ περνοῦν ἀνάερα στὰ τρίστρατα, ἤ ὅτι μετεφέρϑησαν ὑπ᾽ αὐτῶν στὶς νεραϊδοσπηλιὲς καὶ ἀφέϑησαν λαβωμένοι σὲ μακρυνοὺς καὶ ἀκατοίκητους τόπους…
Γιὰ τὶς ἀνεραΐδες διεσώσαμεν ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ ᾿Ανδριώτικου λαοῦ λίγες παράδοσες. Τὶς δημοσιεύομεν, ἀποσπῶντας ἀπὸ τὴν γενικὴν Λαογραφία μας τῆς ’Άνδρου, ὅπως ἀκούσαμεν νὰ τὶς διηγεῖται σὲ μᾶς γραῖα χωρική ἀπὸ τὸ Κόρθι ἐδῶ καὶ σαράντα χρόνια…
(ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το βιβλιαράκι εκδόθηκε το 1935 στη Νέα Υόρκη. Σαράντα χρόνια νωρίτερα ο συγγραφέας αναφέρεται στο 1895)
Τὰ Διποτάματα
Κάποιος, ξεκινῶντας ἀπ’ τὸ Κόρϑι, ἔφτασε στὰ Διποτάματα. Ἔσερνε μαζί του κ' ἕνα βούϊδι. Ἤτανε περασμένα τὰ μεσάνυκτα, ἀπάνω στὰ ξημερώματα, ἀλλὰ δὲν εἶχεν ἀκόμη ξεφέξει.
Ὃ ἄνϑρωπος, κουρασμένος ἀπὸ τὸ δρόμο, ἐτύλιξε τοῦ βοδιού τὸ σκοινὶ σ᾽ ἕνα κόρδωμα τοῦ τοίχου, καὶ ἀκούμπησε καὶ αὐτὸς ἀπάνω στὸν τοῖχο νὰ ξανασάνῃ λιγάκι. Δὲν πέρασε πολὺ ὥρα, καὶ νά σου τρεῖς ἀσπροφόρες γυναῖκες, ψηλὲς μὲ κυπαρισσένια κορμοστασιά, περνοῦν ἀνάλαφρα ἀπὸ μπροστά του χωρὶς νὰ τὸν ἐχεραιτίσουνε.
-Τόση περηφάνεια, κυράδες; τοὺς εἶπε. Αὐτὲς τὸ δρόμο τους.
Σὲ λίο μιὰ μαυροφόρα διαβαίνοντας καὶ αὑτὴ ἀπὸ μπροστά τοῦ κοντοστέκεται καὶ ἀφοῦ τὸν ἐχαιρέτησε τοῦπε πῶς αὐτὲς ποὺ πέρασαν εἶναι ἀνεραΐδες καὶ σὲ λίγο ϑὰ ξαναπεράσουν νὰ τὸν ἐπάρουνε μαζί τους νὰ πετάξῃ ἀνάερα, καὶ ϑὰ βρεϑῇ ἀντάμα μ’ αὐτὲς σὲ μιὰ σπηλιὰ στολισμένη ποὺ κάνουν γάμο καὶ ξεφαντόνουν, μὰ νἄχῃ τὸ νοῦ του ν᾿ ἁρπάξῃ ἀπὸ τὸ δάχτυλο τῆς κόρης τὸ δαχτυλίδι κ᾽ ἔτσι ϑὰ μπορέσῃ νὰ σωϑῇ.
‘Ὅπως τοῦπε τὥκαμε κ' ἐσώϑηκε χωρὶς νὰ λαβωϑῇ. Μὰ τὸ δαχτυλίδι τῶχασεν ἀπ᾽ τὰ χέρια του. Η μαυροφόρα ἤτανε ἡ Παναγία, μεγάλη ἣ χάρη. της.