Νικάκι
Της Ιουλίας Ζαννάκη
Τα Άχλα και η Βουρκωτή ψηλά στο βουνό
Περνάω το χερούλι από το αρμιόνι στο σκαρβέλο. Δεν πρέπει να χυθεί ούτε σταγόνα στο δισάκι. Ο πατέρας μου, ο αφέντης, ευκαιρία ζητά. Σε μια βδομάδα μπαρκάρω και δεν το έχω πει ούτε στη μάνα. Ανεβαίνω στο μουλάρι. Η θάλασσα, η μαργιόλα, πλανεύτρα θάλασσα, στραφταλίζει κάτω στα Άχλα. Κατηφορίζω για το χωριό. Οι αχιβάδες σιγανομουρμουρίζουν μυστικά στο ρυάκι που κυλά ανάμεσα τους. Έχει σηκωθεί το πούσι και ο ήλιος καθώς ανατέλλει, γλυκοφωτίζει το χωριό. Το χωριό μου.
Προσπαθώ να αποτυπώσω την εικόνα του, να την πάρω μαζί μου. Περίεργοι φαντάζουν οι στέρεοι δρόμοι. Τα σπίτια στη θέση τους κι οι εκκλησιές και τα δένδρα. Κάθε μέρα ασάλευτα. Οι κάπασοι αγναντεύουν τη θάλασσα. Με μια γκρίζα πέτρα για αντήλιο, δυο ασπρισμένες σαν δίκοχο στο κεφάλι, χαιρετούν τους θαλασσινούς σαν αξιωματικοί πάνω στη γέφυρα. Πιο ψηλά από τα ασκητικά κυπαρίσσια του ανεμόδαρτου, στερημένου τοπίου. Περίεργες τσιμινιέρες σε στέρεα δώματα αγναντεύουν φουμάροντας στο πέλαγος.
Μακριά το πέλαγος
Η μυρωδιά του ψωμιού, με υποδέχεται, λαχταριστή Ο ίσκιος μου γλιστρά στον παραστάτη. Ο άνεμος στερεώνει το πανωπόρτι, ορθάνοιχτο να βλέπει στη θάλασσα.
Φτάνω σπίτι.
Ριπιδίζει η φλόγα στους τοίχους, ροδογράφει πάλλοντας, το μουντό πανιστί, τις γαλακτισμένες σχιστόπλακες, το πρόσωπο της μητέρας. Ζύμωσε σήμερα η μάνα. Στη χόβολη οι πατάτες. Στο φουρνόξυλο πάνω πέντε μικρά πλαστά.
-Μάνα θα μπαρκάρω.
Το χέρι της που κρατά το βλασερό, τρέμει.
Απόψε είναι και ο δικός μου «μυστικός δείπνος», πριν το μισεμό.
Το φεγγάρι φτωχό, ορειβάτης χλωμός στα πεθαμένα βουνά.
Οι κάμαρες μυρίζουν θυμίαμα. Το καντήλι αναμμένο στο εικονοστάσι.
Σα να έχει χαμηλώσει το φως στο λυχνοστάτη το βασανισμένο πολύπαθο χέρι της και στη γκριζόχρωμη κάμαρη σα να έχουν γίνει σκιές τα πρόσωπά μας. Ανέγγιχτο το φαγητό στο τραπέζι. Οι αδερφές μου κρύβουν τη θλίψη τους κάτω από τα χαμηλωμένα τους βλέφαρα. Ο πατέρας καπνίζει στο παραγώνι.
Στην ξώπορτα, σχήμα ο σάκος μου, μέσα στο μισόφωτο, χαμένος.
Διστακτική η μάνα απλώνει κι αχνοχαϊδεύει τα μαλλιά μου. Ξέμαθο στα χάδια χέρι.
Κι όταν μπροστά μου σκύβει κι απιθώνει για πρώτη μου φορά το κρασοπότηρο,
σαν τσακισμένη φαντάζει η θωριά της.
«Παναγιά μου αύριο μπαρκάρει και αυτός και μόλις έχει μπει στα δεκατέσσερα»
Η σπαραγμός της μάνας μου αιωρείται στο φονικό δρεπάνι της σελήνης.
Πατώντας στις μύτες των ποδιών ο χωρισμός σιγανοπατά, για να μην τον ακούσει η καρδιά μου και μετανιώσει.
Ο κόσμος μου έγινε ένα φυλλάδιο με σκούρες σφραγίδες. Στην Αμβέρσα, στον Περσικό, στην Ινδία, ο ξενιτεμός πικρό στίγμα:
«Νικόλαος Μανταράκας, Ανθρακέας».
Με συντροφεύουν οι γνώριμοι ήχοι της μηχανής. Εγώ και κείνη έχουμε μια περίεργη σχέση. Την ταΐζω και αυτή μου απαντά με μικρές εκρήξεις.
Τα πάντα διαλύονται γύρω μου..
- Θεέ μου, έσκασε το καζάνι… Τελευταία εικόνα το τρεμάμενο χέρι της μάνας μου.
Η ψυχή μου τριγυρίζει στις σκοτεινές κάμαρες. Η φωτογραφία μου στη σάλα. Νοιώθει την παρουσία μου, μου μιλάει.
Διπλώνει τα ρούχα μου το καλοκαίρι. Βγάζει τα χειμωνιάτικα. Τον επενδύτη τον έχει στο γιούκο δίπλα στο κρεβάτι της. Να ανασαίνει την ανάσα μου. Αγουροθάνατος, περιμένω την Άνοιξη να μαραθεί, να μπει το καλοκαίρι. Στο χρόνο πάνω να χαθώ για δεύτερη φορά. Έτσι λένε. Το βλέπω, όσο πάει και η καρδιά της αδειάζει.
Τραχύ το καλωσόρισμα της και η ομιλία μετρημένη. Ως και σε Κείνη φέρεται έτσι. Σπίτι Της δεν πηγαίνει, ούτε καντήλι πια δεν Της ανάβει Την Μεγάλη Παρασκευή την είδα στη σάλα κλειδωμένη να θρηνεί, για Κείνης το παιδί που σταύρωσαν, για μένα να σπαράζει, τον αδικοσκοτωμένο.
«Ω γλυκύ μου έαρ...» Οι μάνες των ταξιδεμένων, που τον επιτάφιο γυρνούν την ακούν να θρηνεί και λαβώνονται.
Η ψυχή μου διαλύεται, δεν αντέχει. «Μαμά, σε ικετεύω, λευτέρωσε με, μη μου μιλάς, μη με θυμάσαι».
Χάθηκε. Το αγόρι τους που φώτιζε το σπίτι με τα αστεία του και τα πειράγματα του. Το αγαπημένο μωρό των αδερφάδων του. Το Νικάκι.
Θύμα ενός πολέμου που αγνοούσε. Αγνοούμενος.
Το φορτηγό πλοίο "Φραγκούλα Γουλανδρή"
Στις 29 Ιουνίου 1940 με πλοίαρχο τον Αποσ. Δεπάστα τορπιλίστηκε στον Ατλαντικό ωκεανό. το φορτηγό πλοίο «ΦΡΑΓΚΟΥΛΑ ΓΟΥΛΑΝΔΡΗ», από το γερμανικό ΥΒ U26. Βυθίστηκε την επόμενη μέρα περίπου 120 μίλια από τον φάρο Fastne, στην B. Ιρλανδία. Δεν τους περισυνέλεξαν.
Το στίγμα του τορπιλισμού
Το πλοίο κατευθυνόταν προς Δυτικές Ινδίες από Κορκ, κενό φορτίου. Από το πλήρωμα του 27 διασώθηκαν από Ισπανικό αλιευτικό ύστερα από 36 ώρες παραμονής στις σωσίβιες λέμβους. Αν και αναφέρεται ότι το πλήρωμα ήταν 38 άτομα. Απωλέσθηκαν 6, όλοι Έλληνες:
Μανδαράκας Νικόλαος του Δημητρίου, Ανθρακέας
Λουλούδης Γιαννούλης του Γεωργίου θερμαστής
Βασταρδής Γεώργιος του Νικολάου Θερμαστής
Τηνιακός Ανδρέας του Ιακώβου Θερμαστής
Μάνεσης Ιωάννης του Αυγερινού Θερμαστής
Κατσιώτης Κωνσταντίνος του Δημητρίου Ανθρακεύς