Η Ραφήνα και τα δύο ναυάγια της ("Χειμάρρα" & "Χρυσή Αυγή"). Ο καϊκτσής Περικλής Περικλέους θυμάται...
Του Αντώνη Λαζαρή
Το καΐκι "Αγ. Χαράλαμπος" στο λιμάνι της Ραφήνας. Του Στυλιανού Περικλέους εξαδέλφου του Περικλή Περικλέους. Η φωτογραφία είναι του Ανδρέα Εμπειρίκου (λεύκωμα Καϊρείου Βιβλιοθήκης Άνδρου).
Από την Ερέτρια στην Ραφήνα
Ο Περικλής Περικλέους στο 1ο Γυμνάσιο Ραφήνας μιλά στους μαθητές
Στη Ραφήνα ήρθα το 1941 από την Ερέτρια. Την Κατοχή την έζησα καλά. Το 1941 ήμουν δέκα-έντεκα χρονών. Θυμάμαι τα μπλόκα των Γερμανών, θυμάμαι την πλατεία της Ραφήνας συρματοπλεγμένη, θυμάμαι τη φτώχεια και την πείνα». Με τον βοριά δεν καθόμαστε στο λιμάνι της Ραφήνας. Δεν μας κρατούσε και πηγαίναμε στον Μαραθώνα. Ψαράδικο ραφηνώτικο δεν υπήρχε. Όλοι οι ψαράδες της Ραφήνας είμασταν φερτοί από αλλού. Οι πρόγονοί μας έφυγαν από το νησί του Μαρμαρά της Προποντίδας. Από εκεί που φύγανε ήταν ψαράδες. Και οι παππούδες μας ήταν ψαράδες. Και οι γονείς μας ψαράδες.
Το ναυάγιο του «Χειμάρρα»
Το ναυάγιο του ατμοπλοίου "Χειμάρρα" ήταν το μεγαλύτερο ελληνικό ναυάγιο. Το Χειμάρρα ναυάγησε στο Νότιο Ευβοϊκό τη νύχτα της 19ης Ιανουαρίου 1947. Θυμάμαι εκείνη τη νύχτα. Εκείνο το βράδυ τα καΐκια δεν είχαν πάει για δουλειά. Στο «Χειμάρρα» τσάμπα πνίγηκε τόσος κόσμος. Το βαπόρι ερχόταν από Θεσσαλονίκη και έπιανε Βόλο-Χαλκίδα με προορισμό τον Πειραιά. Έφερνε πολιτικούς κρατούμενους. Το πλοίο προσάραξε στα νησάκια που βρίσκονται κοντά στην Αγία Μαρίνα του Μαραθώνα.
Εκεί που χτύπησε ήταν δυο οργιές νερά. Ο καπετάνιος, ο καπετάν Σπύρος Μπιλίνης, έπρεπε να το φουντάρει και να βγουν όλοι στεγνοί. Για να προφυλάξει, όμως, το κύρος του τη φήμη του το άφησε και ξέπεσε. Δεν έκανε καλό κουμάντο ο Καπετάνιος. Το «Άγιος Χαράλαμπος», το καΐκι του αδελφού μου, πήγε και έσωσε καμιά δεκαπενταριά άτομα του «Χειμάρρα». Ζύγωσε στο ναυάγιο και πήρε δεκαπέντε ναυαγούς. Είχε πολλούς κρατούμενους με χειροπέδες. Από αυτούς δεν γλύτωσε κανείς. Στη δεκαετία του ’50 διέλυσαν ένα μεγάλο μέρος του πλοίου και το έβγαλαν για να το πουλήσουν για παλιοσίδερα
Εκείνη την μοιραία νύχτα της 23ης Φεβρουαρίου 1983 η μηχανότρατα «Άγιος Κωνσταντίνος» ήταν δεμένη στο λιμάνι της Ραφήνας. Ήμουν από τα πρώτους που εξόπλισα το καΐκι μου με ραντάρ. Για αυτό και σε αυτό έπεσε ο κλήρος της μεταφοράς των ναυαγών του «Χρυσή Αυγή». Εκείνο το μήνα είμαστε δεμένοι είκοσι μέρες από τους βοριάδες. Το βράδυ που βούλιαξε που βούλιαξε το «Χρυσή Αυγή» ήμουν στου Διαγγελάκη και μάθαμε από νωρίς τα νέα. Με πήραν τηλέφωνο από το Λιμεναρχείο και μου είπαν «θα σε χρειαστούμε απόψε. Να είσαι stand-by». Κατά τη μία η ώρα μετά τα μεσάνυχτα με πήραν τηλέφωνο να κατέβω στο λιμάνι.
Έξω είχε χιόνια. Ήταν τόσο πυκνό το χιόνι που δεν μπορούσα να κατέβω στο λιμάνι. Για να κατέβω κάτω έπεσα δυο φορές στο δρόμο. Προσπαθούσα να βρω λίγο χώμα για να μην γλιστράω. Το λιμάνι ήταν σαν την Ομόνοια στο φόρτο της από κόσμο. Πολλοί δημοσιογράφοι. Δεν μπορούσα να μπω μέσα στο καΐκι. Τελικά με τα πολλά κατάφερα να μπω.
Με το καΐκι θα έρχονταν μαζί μας αξιωματικοί από το Υπουργείο, ο Λιμενάρχης Ραφήνας και ο γιατρός. Μας τραβάγανε για να ζυγώσουμε για να μπουν μέσα στο καΐκι. Δεν μπορούσαμε να λύσουμε τους κάβους, τους αφήσαμε και φύγαμε. Φύσαγε βοριάς φρέσκος.
Το ρώσικο ωκεανογραφικό σκάφος "ΣΑΜΠΥ ΡΑΜΠΑΤ"
Το πλοίο που έσωσε τους περισσότερους ναυαγούς του «Χρυσή Αυγή» ήταν το ρώσικο ωκεανογραφικό «ΣΑΜΠΥ ΡΑΜΠΑΤ», το οποίο έσπευσε αμέσως όταν έλαβε το σήμα κινδύνου που εξέπεμψε το πλοίο. Προς διάσωση είχαν προστρέξει και άλλα πλοία. Το «ΣΑΜΠΥ ΡΑΜΠΑΤ», με τους ναυαγούς, είχε φτάσει βαθειά στο Μάτι. Εκεί στο Μάτι το προσεγγίσαμε για να παραλάβουμε δώδεκα επιζώντες και έναν πνιγμένο. Αλλά μέχρι να υπογράψουν τα χαρτιά και να νετάρουμε ο καιρός μας είχε ξεπέσει μέχρι τα Κοκκινονήσια στον Άγιο Νικόλαο της Αρτέμιδας. Πέσαμε δίπλα στο ρώσικο. Μας προφύλαξε με την μπάντα και μας έκανε απάγγειο για να πάρουμε τους ανθρώπους. ‘Ήταν όλοι ντυμένοι, στεγνοί και με σκούφους. Κάθε ναυαγός κρατούσε από μια φωτογραφία του ναυαγοσωστικού στο χέρι. Οι στιγμές ήταν ανατριχιαστικές. Όταν ήρθαμε στο λιμάνι ήρθαν και τους πήραν τα ασθενοφόρα. Εδώ και χρόνια ξέρουμε πού είναι βυθισμένο το «Χρυσή Αυγή». Το στίγμα του το έχουμε πιάσει πολλές φορές με τις ανεμότρατες. Από το πλήρωμα του πλοίου δεν σώθηκαν παρά μόνο τρία άτομα.
Ήταν Πέμπτη. Ο καπετάνιος, ο καπετάν-Αντώνης Γαρδέλης, δεν ήθελε να πάει το δρομολόγιο. Είχε έρθει εκείνη την ημέρα από τα νησιά και ήξερε τι καιρός επικρατούσε. Ο καπετάνιος πήγε στο Λιμεναρχείο Ραφήνας και δήλωσε ότι δεν θα κάνει το δρομολόγιο. Όμως, από όσα μάθαμε εκ των υστέρων, το γραφείο τον απείλησε ότι ή θα πάει το δρομολόγιο ή θα απολυθεί και θα ξεμπαρκάρει. Εκείνη την εποχή η Ναυτιλία περνούσε κρίση. Τα βυτία έφυγαν και πήγαν στο γήπεδο. Το δίλημμα ήταν μεγάλο «Ή θα πας ή θα φύγεις». Το ναυάγιο έγινε γιατί επέμεινε το γραφείο να γίνει το δρομολόγιο. Η μητέρα με τα δύο παιδιά (οικογένεια Λάβδα) είχαν έρθει να δουν τον πατέρα της οικογένειας. Μπήκαν λαθραία στο πλήρωμα, μιας και το πλοίο δεν μπορούσε να μεταφέρει επιβάτες σε εκείνο το δρομολόγιο.
Ήταν μια τρομερή νύχτα. Το πλοίο είχε πάρει φωτιά στο γκαράζ. Κάνανε εκρήξεις τα βυτία. Το είδαν από την Κάρυστο που καιγόταν. Ο καπετάνιος τους έστειλε κάτω για να σβήσουν τη φωτιά. Για αυτό και χάθηκαν ο άνθρωποι στην προσπάθειά τους να σβήσουν τη φωτιά. Πήρε φωτιά και καήκανε οι άνθρωποι. Αυτούς που πήρα εγώ οι περισσότεροι ήταν οδηγοί από τα βυτιοφόρα. Μετά από καιρό βρήκανε πτώματα και τα αναγνώρισαν. Μέχρι κάτω στον Πόρο και την Ερμιόνη βρήκαν πτώματα.
Στον τόπο του ναυαγίου είχε φτάσει και ο καπετάν-Κώστας Τζώρτζης με το «Χρυσή Άμμος ΙΙΙ»,το οποίο ήταν πιο μεγάλο καράβι σε σχέση με το «Αυγή». Και τα δύο αυτά μεγάλα ναυάγια, το «Χειμάρρα» και το «Χρυσή Αυγή» έγιναν από κουταμάρα. Θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί. Είκοσι εφτά νεκροί, ανάμεσά τους και δύο παιδιά.