Η διαμάχη Ευρωπαίων και Αμερικανών για τη διεθνή Οικονομική κρίση
Του Χρήστου Οικονόμου | |
Με αντίρροπες θέσεις εμφανίζονται να προσέρχονται ευρωζώνη και ΔΝΤ, στον νέο γύρο διαπραγμάτευσης με την Ελλάδα, σχετικά με τη συνέχεια του προγράμματος στήριξης της ελληνικής οικονομίας. |
|
Η εν λόγω διχοστασία μεταξύ των δανειστών αναμφίβολα ευνοεί την Ελλάδα, η οποία δύσκολα θα βρεθεί στο προβλεπτό μέλλον σε καλύτερη θέση, για να πετύχει ρυθμίσεις που θα εξασφάλιζαν τη συνέχεια στήριξής της, συμβάλλοντας παράλληλα και στην πολιτική σταθερότητα, ως στοιχείου εκ των ων ουκ άνευ για καλές εξελίξεις στην προσπάθεια εξόδου της χώρας μας από την κρίση. |
Η «καρδιά» της διαφωνίας μεταξύ των δανειστών μας έχει εντοπιστεί στο εξής σημείο: Τον ορισμό του κεντρικού στοιχείου αποτίμησης της εξέλιξης του προγράμματος σταθεροποίησης της ελληνικής οικονομίας.
- Οι ευρωπαίοι, δεσμευόμενοι και από το ισχύον θεσμικό πλαίσιο της Ε.Ε., επιλέγουν το σημείο του ελλείμματος, το οποίο (είτε με πρωτογενές πλεόνασμα, είτε όχι) βρίσκεται πλέον κάτω του ορίου του 3%, όπως ορίζουν οι ευρωπαϊκές συνθήκες.
-Το ΔΝΤ, από την άλλη πλευρά, επιλέγει το Χρέος, άνευ της ρύθμισης του οποίου δεν θα μπορούσε να προχωρήσει (και ένεκα των καταστατικών περιορισμών που διέπουν τη λειτουργία του) στη συνέχιση χρηματοδοτικής στήριξης της ελληνικής οικονομίας (η οποία, σημειωτέον, δεν ολοκληρώνεται το 2014 αλλά επεκτείνεται χρονικά για μιαν ακόμη διετία).
Η διχογνωμία αυτή, αν εξεταστεί από μια διαφορετική ματιά, περιγράφει με ακρίβεια και την από καιρό ανοιχτά διατυπωμένη διαφωνία Ε.Ε.-Η.Π.Α. σχετικά με τον χειρισμό της διεθνούς οικονομικής κρίσης.
Η οικονομική πολιτική των Η.Π.Α., στην αντίπερα του Ατλαντικού όχθη, ήδη από την εποχή της Lehman Brothers, επιδιώκει να χειριστεί την κρίση με την διατήρηση ανοιχτών γραμμών ρευστότητας προς την οικονομία (μέσω έκδοσης πληθωριστικού χρήματος), ώστε μέσω επενδύσεων και ανάπτυξης να προκύψουν κεφαλαιακά αποθέματα που θα οδηγούσαν σε ευνοϊκότερη διαχείριση του Χρέους των καπιταλιστικών οικονομιών της Δύσης, που εξακολουθούν να διακρατούν ιδιώτες.
Οι ευρωπαίοι, αντιθέτως, επιχειρούν με σκληρή εισοδηματική πολιτική περιορισμού των ελλειμμάτων ανά χώρα να απομειώσουν βαθμιαία το Χρέος των οικονομιών της Γηραιάς Ηπείρου, ώστε να ακολουθήσει η ανάπτυξη (και η συνάγωγη αυτής διαθεσιμότητα και κίνηση κεφαλαίων) σε υγιέστερη βάση και με μεγαλύτερο έλεγχο των κρατικών τραπεζών.
Στα παράπλευρα αντικείμενα της διαφορετικής οπτικής των δύο καπιταλιστικών «μητροπόλεων», ωστόσο, ανιχνεύονται και άλλα ζητήματα οικονομικού ενδιαφέροντος, αλλά βαθύτατης γεωπολιτικής βαρύτητας.
Μεταξύ των άλλων, το ζήτημα της προσέλκυσης των σήμερα αδιάθετων κεφαλαιακών αποθεμάτων που παραμένουν στα χέρια ιδιωτών (και κερδήθηκαν από την προηγηθέντα γύρο αχαλίνωτης κερδοσκοπίας, κατά προτροπήν, μάλιστα, των κυβερνήσεων της Δύσης). (Εδώ η μάχη δίνεται από τις Η.Π.Α. μέσω της Fed, και από την Ευρώπη σε επίπεδο «σκληρού» ευρώ, ως ασφαλούς δηλαδή «καταφυγίου» καταπιστευμάτων πλουσίων δικαιούχων, προσδοκώντας μερίδιο από τα αποθέματα των μέχρι πρότινος περιώνυμων off shore στις ανά την υφήλιο «μπανανίες»).
Οι εξελίξεις της τελευταίας τετραετίας μαρτυρούν ότι και στα δύο μέτωπα οι Αμερικανοί τα πηγαίνουν καλύτερα.
Σε επίπεδο εξωτερικού χρέους το αθροιστικό αμερικανικό και ευρωπαϊκό Χρέος δεν διαφοροποιούνται σημαντικά (ως ποσοστό επί του ΑΕΠ), ενώ οι Η.Π.Α. σημειώνουν ανάπτυξη ικανή να επιτρέπει και το άνοιγμα του εσωτερικού πολιτικού διαλόγου στη χώρα, για την κατανομή του αναπτυξιακού πλεονάσματος (όπως επιβεβαιώνει το Obamacare).
Αντίθετα, στην ευρωζώνη (με την εξαίρεση της Γερμανίας και ελαχίστων άλλων εξαιρέσεων) η ύφεση καιροφυλακτεί και οι όποιες ενδείξεις ανάκαμψης παραμένουν αναιμικές.
Επί πλέον, η ανισομέρεια πρόσβασης των χωρών-μελών της ευρωζώνης σε «ζεστό χρήμα», διευρύνει τις δυσκολίες των ευρωπαίων, που μοιάζουν να έχουν εγκλωβιστεί, ως πολυ-κρατική πολιτική δομή, στη «μονοθεματική» της γερμανικής ηγετικής φιλοδοξίας.
Και -επιστρέφοντας στην Ελλάδα- στην πρώτη γραμμή του ζητήματος η χώρα μας (και για λόγους λίγο-πολύ γνωστούς), με πολλές ενδείξεις να δείχνουν ότι εδώ θα λάβει χώρα η τελική (;) «αναμέτρηση των ελεφάντων», με το «μυρμήγκι» να μην έχει παρά να επιλέξει σε ποιου παχύδερμου την πλάτη θα αναρριχηθεί προς διάσωσή του.
Στις ιστορικές εξελίξεις που προαναγγέλλονται (και δύσκολα πια κρύβονται) οι επιλογές πρέπει να είναι σοβαρές και εξαντλητικά προσχεδιασμένες.
Αυτός, ενδεχομένως, είναι ο ιστορικός ρόλος της παρούσας εγχώριας πολιτικής ηγεσίας