Κ. ΓΑΡΥΦΑΛΛΟΣ: Ένας αδριώτης ζωγράφος "ταξιδεύει" στην γκαλερί του Νότου...
Ανάμεσα στο κτιστό και στο άκτιστο φως
Της Αθηνάς Σχινά
Ιστορικός Τέχνης & Θεωρίας του Πολιτισμού (ΕΚΠΑ)
Ο Κώστας Γαρύφαλλος ζωγραφίζει αλληγορικές ιστορίες και βιώματα ζωής, μέσα από τα τοπία του. Είναι αλήθεια πως με την πρώτη ματιά στα έργα του, αντικρίζει κανείς ανεμοδαρμένα ύψη, βουνά κι ακρογιάλια, χαμόκλαδα και δέντρα να αντιστέκονται στις θύελλες ή θαλασσοταραχές και γεμάτους σύννεφα ουρανούς, μαζί με τρικυμίες και βροχές, αλλά και καταγάλανους ουρανούς να αντιφέγγουν στα ήρεμα σπανίως αιγαιοπελαγίτικα νερά.
Τον ζωγράφο τον ενδιαφέρουν περισσότερο οι συμβιωτικές αντιπαραθέσεις, όχι μόνον στην φύση, αλλά και στην ζωή. Οι άνθρωποι συνήθως απουσιάζουν από την θεματολογία του. Ο λόγος δεν είναι ότι τους εξαιρεί, αδιαφορεί γι’ αυτούς ή είναι αρκούντως φυσιολάτρης διαθέτοντας μια κάποια ρομαντική ματιά. Αντίθετα θα’ λεγα, το βλέμμα κι η συναίσθησή του εστιάζονται σε ένα βαθύτερο πεδίο της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης. Ένα πεδίο που αφορά βιώματα, εμπειρίες και μνήμες από την ατομική και συλλογική ζωή κι από τους τρόπους που ο άνθρωπος αντιμετωπίζει τα εσωτερικά τραύματα, αλλά και τα άλματά του, τους πόνους, τους καημούς και τα όνειρά του, μαζί με τις ελπίδες και τις οριακές ισορροπίες του, ανάμεσα στο φαίνεσθαι και στο είναι.
Η ζωγραφική δεν περιγράφεται, ακόμη κι εκείνη στην οποία έχει χρησιμοποιηθεί ρεαλιστικό ιδίωμα. Ερμηνεύεται. Κανένα άλλωστε είδος της τέχνης δεν περιγράφεται, απλώς αναφέρεται κανείς σε ορισμένα πραγματογνωστικά χαρακτηριστικά της, μόνον στον βαθμό που αυτά είναι απαραίτητα ως αφετηρία για τους ορίζοντες που από εκεί κι έπειτα ανοίγει το έργο της τέχνης στην σκέψη και στο συναίσθημα. Τέτοιου τύπου «ορίζοντες» εικαστικά εκφράζει ο Κώστας Γαρύφαλλος. «Ορίζοντες» που άλλοτε είναι χαμηλοί κι άλλοτε υψηλοί, φωτίζοντας μουσικές θαρρεί κανείς τονικότητες, μέσα από το ένδυμα της φύσης. Το ένδυμα, που μεταφράζεται σε «μίμηση πράξεως τελείας» σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, καθώς ενδόμυχα αυτό το «ένδυμα» είναι που αποκαλύπτει την ενδοχώρα του δημιουργού, εφόσον τις ψυχοδυναμικές ενορμήσεις του υποσυνειδήτου του εκφράζει, μαζί με τις εναλλασσόμενες αισθήσεις και τις μεταλλασσόμενες διαθέσεις του.
Ο Κώστας Γαρύφαλλος, σε αυτή του την ενότητα προχωρεί κι ένα βήμα παραπάνω. Τον ενδιαφέρει, εκτός από την ρευστότητα του εφήμερου, να αποδώσει παράλληλα ή τουλάχιστον να επισημάνει εμφανέστερα τους κρίκους συνέχειας κι ασυνέχειας ανάμεσα στο παρελθόν και στο παρόν, στην φθορά και στην ανθεκτικότητα, στο μη αναμενόμενο και στο προκείμενο, στο παρόν και στην μνήμη, στο οικείο και στην παραδοξότητα.
Πελεκημένες πέτρες, αγροτικά σπιτάκια, γκρεμισμένοι τοίχοι από χαμόσπιτα, απόκρημνα εκκλησάκια, φράχτες από σχιστόπλακες και σκόρπια λιθάρια ως μάρτυρες μιας άλλης εποχής, εμφανίζονται στο όνομα της «κτιστής φύσης» των ανθρώπινων μόχθων, για να συγκρατούν εδώ κι αιώνες το λιγοστό χώμα με την διάσπαρτη αλμύρα απέναντι στις απρόβλεπτες τροχιές των ανέμων, του ήλιου και των νεφών του ουρανού.
Ανάμεσα στην κτιστή και την άκτιστη ύλη, που είναι το ίδιο το φως, (ως αίσθηση και διαίσθηση ορατών και αοράτων) υπογραμμίζεται στο βάθος και με λεπταισθησία σε αυτά τα έργα, η υπαρξιακή μοναξιά, η ανθρώπινη περιπέτεια, και η προσπάθεια να αντεπεξέλθει κανείς στις δυσκολίες του βίου – όπως αλληγορικά υπαινίσσονται τα δέντρα, με τους απροσδόκητα περιστρεφόμενους κορμούς τους – κυρίως όμως τονίζεται ο ρόλος της φύσης γενικότερα, με τον συμπαντικό της χαρακτήρα, τις προσαρμογές των όντων, των πλασμάτων και βλαστημάτων της, αλλά και των απρόβλεπτών τους καταστάσεων, (που ακυρώνουν την λογική) μέσα στις οποίες περιλαμβάνεται ασφαλώς και η μεταφυσική διάσταση.