Έξι μικρές βυζαντινές ιστορίες...

 ΠΡΩΤΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

Άνδρος. Πάσχα.

Μέσα δεκαετίας 1970. Ο καθηγητής Βυζαντινής Ιστορίας της Σορβόνης Νίκος Σβορώνος επέστρεψε από το Παρίσι και θα έδινε μερικές διαλέξεις για το Βυζάντιο στην Αθήνα. Νεαροί φοιτητές μιας έντονα πολιτικοποιημένης εποχής κατεβήκαμε από την Σόλωνος για να παρακολουθήσουμε τον καθηγητή, πολιτικό εξόριστο της δικτατορίας, που επέστρεφε στα πάτρια εδάφη να μιλήσει στους νέους. Πλημμυρισμένο το μεγάλο αμφιθέατρο της Παντείου. Περιμέναμε μια πολιτική διάλεξη. Παρακολουθήσαμε μια μοναδική ιστορική διάλεξη για το Βυζάντιο, το οποίο μάλλον αγνοούσαμε όλοι.   

Όταν τέλειωσε υπήρξε μια αμήχανη σιωπή. Σκέφτηκα να ρωτήσω κάτι για τον Ρωμανό τον Μελωδό και τη σχέση του με την ελληνική παράδοση. Κάτι σχετικό από τα μαθήματα του γυμνασίου. Η ερώτηση όμως κέντρισε τον Σβορώνο και επί ένα τέταρτο απαντούσε με πάθος και με πλήθος λεπτομερειών που αγνοούσαμε πλήρως. Όταν τέλειωσε ρώτησε ευγενικά:

-Σας κάλυψα κύριε;

-Προ πολλού, ψέλλισα εντυπωσιασμένος από το πάθος, την σπιρτάδα και το εύρος των γνώσεων του μεγάλου ιστορικού.

Ήταν η πρώτη πολιτική συνάντηση μου με το Βυζάντιο…

ΔΕΥΤΕΡΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

 

Νίκολας Κάλας: Διεθνής τεχνοκριτικός και εκ των σημαντικότερων Ελλήνων ποιητών της γενιάς του '30.

Τέλη δεκαετίας 1970. Στο θέατρο Στοά, στην οδό Σταδίου. Ο Σάμης Γαβριηλίδης και ο Λουκάς Αξελός, φίλοι εκδότες, με είχαν καλέσει σε ομιλία του Νικόλα Κάλας. Ο Κάλας, ένα από τα πλέον επιφανή ονόματα της γενιάς του 1930, επέστρεφε στην Αθήνα περιβεβλημένος από την αχλή του υπερρεαλιστικού μύθου. Είχε ζήσει για δεκαετίες στην πρωτοπορία του μοντερνισμού Αμερική. Το μικρό θέατρο γέμισε από φοιτητές.

Ο Κάλας στο βήμα. Ψηλός, ξερακιανός, ηλικιωμένος. Η διάλεξη επιθετική. Όπως ταίριαζε σε έναν υπερρεαλιστή, που, παρά τα χρόνια του, σεβόταν τον εαυτό του. Θέμα η Ελλάδα. Διαχώρισε με βιαιότητα την Ελλάδα σε αρχαία και βυζαντινή. Καταδίκασε στο «πυρ το εξώτερον» την βυζαντινή και δόξασε την αρχαία.

Όταν τέλειωσε υπήρξε σιωπή. Το θέμα σόκαρε. Σόκαρε και η απολυτότητα του ομιλητή. Σκέφτηκα την προτροπή. Και ρώτησα γιατί ήταν τόσο αφοριστικός. Στην απάντηση έγινε ακόμα πιο αφοριστικός και απόλυτος. Χωρίς να πολυσκεφτώ ανταπάντησα. Η συζήτηση «άναψε». Ξαφνικά διέκοψε ένας μεσήλικας, που καθόταν στην πρώτη σειρά και απευθυνόμενος φωνάζοντας προς εμένα είπε:

  • Κύριε μου ήρθαμε εδώ να ακούσουμε τον Κάλας. Όχι εσάς! 

Αναγνώρισα τον κριτικό λογοτεχνίας Αλέξανδρο Αργυρίου. Αμήχανος σιώπησα. Ξαφνικά το φοιτητικό ακροατήριο  ξεσηκώθηκε εναντίον του Αργυρίου! Όλοι τον αποδοκίμαζαν για την απορριπτική συμπεριφορά του. Ο Αργυρίου θύμωσε και δήλωσε προς όλους πως "μετά ταύτα αποχωρεί". Αλλά και οι νεαροί αντέδρασαν εξίσου επιθετικά και άρχισαν να αποχωρούν και αυτοί!

Κανείς δεν περίμενε κάτι τέτοιο. Σε δύο λεπτά η αίθουσα άδειασε. Απόμεινε ο Κάλας στο βήμα, οι δύο εκδότες δίπλα του κι εγώ στα ορεινά. Δεν μπορούσα να πιστέψω την εξέλιξη. Κατέβηκα και συνεσταλμένα πλησίασα τους δύο εκδότες:

  • Βρε παιδιά μια ερώτηση είπα να κάνω... 
  • Και μετά διαλύθηκαν όλα, σχολίασε χαμογελαστά ο Σάμης... 

Ο Κάλας, ψηλός, αγέρωχος, ευγενικός, χαιρέτησε τους δύο εκδότες. Με προσπέρασε ήσυχα κι έφυγε περπατώντας αργά ακουμπώντας στο μπαστούνι του. Τον έβλεπα να μακραίνει κι ήταν σαν να μάκραινε μαζί του μια εποχή ανεπανάληπτη.

Βγήκα στεναχωρημένος στη Σταδίου. Είχα έρθει εντυπωσιασμένος για να δω ένα από τα «ιερά τέρατα» της γενιάς του 1930. Και βρέθηκα μπερδεμένος άθελά μου σε μια κόντρα μαζί του. Και το απίστευτο: η κόντρα για ακόμα πιο σουρεαλιστικούς λόγους γενικεύτηκε μεταξύ Αργυρίου και φοιτητών και οδήγησε στην έκρηξη. Και στην αποχώρηση όλων.

Ίσως να ήταν γραφτό η επιστροφή του μεγάλου πρωτοποριακού του σουρεαλισμού να είχε κάτι το σουρεαλιστικό, σκέφτηκα για να παρηγορηθώ ανατρέχοντας στις σουρεαλιστικές εκρήξεις του μεσοπολέμου για τις οποίες είχα διαβάσει.

Το παράδοξο ήταν πως το Βυζάντιο μέχρι τότε με είχε ελάχιστα απασχολήσει. Ίσως να μην είχε απασχολήσει και κανέναν από όσους αντέδρασαν βίαια. Απλώς είχε ενοχλήσει η απολυτότητα του Κάλας και στη συνέχεια η ένταση του Αργυρίου. Ήταν μια εποχή αναζητήσεων και αμφισβήτησης. Οι περισσότεροι είχαμε εξεγερθεί εναντίον μιας πολιτικής απολυτότητας και αφορισμών που κυριαρχούσαν γύρω μας. Και δεν αντέξαμε τη βίαιη λεκτικά δοκιμασία…

Ήταν η πρώτη σουρεαλιστική συνάντηση μου με το Βυζάντιο...

ΤΡΙΤΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

 

Άνδρος. Λάμυρα. Καλοκαίρι 1983.

Αρχές δεκαετίας 1980. Καλοκαίρι. Είχα μόλις γνωρίσει τη Μαρία. Όμορφη, μελαχρινή. Τέλειωνε βυζαντινή αρχαιολογία. Πήγαμε με την μοτοσυκλέτα μου στην Πειραϊκή. Απόβραδο πλάι στη θάλασσα. Περπατάγαμε στα βραχάκια. Ένοιωθα σχεδόν συνεπαρμένος. Ξαφνικά βρεθήκαμε μπροστά στα Θεμιστόκλεια τείχη. Η Μαρία ενθουσιάστηκε απρόσμενα κι άρχισε να εξηγεί τη διαφορά κτισίματος των αρχαίων και των βυζαντινών τειχών. Δεν έδινα δεκάρα εκείνη την ώρα για το Βυζάντιο και τα τείχη. Της είπα πως το Βυζάντιο ήταν απόμακρο για μένα. Αντέδρασε έντονα:

  • Δεν έχεις δίκιο. Δεν ξέρεις πόσο μοιάζουμε με τους Βυζαντινούς…

 Δεν ήξερα. Και δεν ήθελα να μάθω στη διάρκεια μιας βραδινής βόλτας με την όμορφη κοπέλα στην Πειραϊκή. Όμως ήταν γραφτό να περάσω όλη τη βραδιά ακούγοντας τη να μιλά με έξαψη για τον χαρακτήρα των Βυζαντινών και για τη ζωή στο Βυζάντιο. Στο τέλος είχα μέχρι και... ερωτήσεις!...

Ήταν η πρώτη ερωτική συνάντηση μου με το Βυζάντιο...

ΤΕΤΑΡΤΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

Άνδρος. Μοναστήρι Παναχράντου - Αγίου Παντελεήμονα. Επιστροφή στην πατρική γη.

Μέσα δεκαετίας 1980: Ένας Άγγλος συνάδελφος, ο Ρόμπιν, με κάλεσε να πάμε να δούμε στην κινηματογραφική λέσχη του Λέστερ το φιλμ του μεγάλου Ρώσου σκηνοθέτη Ταρκόφσκι «Θυσία». Στην αίθουσα είμαστε μόνο 7-8 άτομα. Τόσους ενδιέφερε ο μεγάλος Ταρκόφσκι προφανώς. Το φιλμ ήταν ασπρόμαυρο. Αναφερόταν σε έναν Ρώσσο πολιτικό εξόριστο στη Σουηδία στη δεκαετία του 1970.  Μια από τις τελευταίες σκηνές έμοιαζε παράξενη για τους Άγγλους, αλλά για μένα ήταν συγκλονιστική. Ο Ρώσος εξόριστος ξέρει ότι δεν μπορεί να επιστρέψει στην πατρίδα του. Κρατά στα χέρια του μια βυζαντινή εικόνα και την χαϊδεύει μονολογώντας θλιμμένα: «Αυτή είναι η ψυχή της πατρίδας μου»! Σχεδόν δάκρυσα στην άδεια σκοτεινή αίθουσα. Θυμήθηκα το ναυτικό πατέρα μου, τον Σταμάτη, κουβαλούσε σε όλα τα ταξίδια στη βαλίτσα δύο εικόνες. Του Αγίου Παντελεήμονα και του Άγιου Ταξιάρχη. Αυτές οι δύο εικόνες ήταν "η ψυχή του πατέρα μου"…

Ήταν η πρώτη πατρική συνάντηση μου με το Βυζάντιο...

ΠΕΜΠΤΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

 

Εικόνα του κορυφαίου Ρώσου ζωγράφου Αντρέι Ρουμπλιόφ. Γκαλερί Τετριάκοφ, Μόσχα. Το Βυζάντιο συνεχίζει να "ταξιδεύει" αθόρυβα στον χώρο και στον χρόνο...

Τέλη δεκαετίας 1980. Ο εξαίρετος φωτογράφος και μεταφραστής της ελληνικής λογοτεχνίας Γιάννης Σταθάτος μια μέρα μου σύστησε να συζητήσω κάποια συμπεράσματα του διδακτορικού μου με έναν σπουδαίο Άγγλο βυζαντινολόγο. Τηλεφώνησα και συνάντησα τον ηλικιωμένο καθηγητή σε ένα πανεπιστημιακό χολ κάπου στο Μπλούμσμπερι του Λονδίνου.

Μετά τις συστάσεις στα αγγλικά με προέτρεψε φιλικά η συζήτηση να είναι στα ελληνικά. Ήταν ευγενικός και προσηνής. Οι απαντήσεις στοχαστικές. Επιβεβαίωσε μερικά συμπεράσματα μου. Και μετά ξέφυγε μιλώντας για το Βυζάντιο. Είπε διάφορα. Τον άκουγα με προσοχή. Πρώτη φορά έβλεπα έναν Άγγλο να συγκινείται τόσο με το Βυζάντιο. Κάποια στιγμή τον διέκοψα κάνοντας μια αφελή ερώτηση:

  • Αλήθεια, πως ονόμαζαν οι Βυζαντινοί την Αυτοκρατορία;

Ο ηλικιωμένος καθηγητής με κοίταξε ξαφνιασμένος, κούνησε λυπημένα το κεφάλι του λέγοντας:

  • Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία…

 Μετά κοίταξε μακριά λέγοντας:

  • Κι είστε και Έλληνας… 

Έμεινα μετέωρος. Μετά από μια μικρή παύση συνέχισε με φιλικό τόνο:

- Φυσικά δεν έχετε πάει στην Κωνσταντινούπολη…

Κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου. Και παρέμεινα σιωπηλός. Ήμουν συντετριμμένος από εκείνο το: «Κι είστε και Έλληνας…».

Ο σοφός καθηγητής βλέποντας την αμηχανία μου χαμογέλασε και με προέτρεψε πατρικά:

- Πρέπει να διαβάσετε για το Βυζάντιο. Ήταν από τις καλύτερες στιγμές σας…

Τον χαιρέτησα κι έφυγα σκεπτικός και θλιμμένος.

Ήταν η πρώτη ιστορική συνάντηση μου με το Βυζάντιο…

ΕΚΤΗ ΙΣΤΟΡΙΑ

 

Ο ελληνορθόδοξος μητροπολιτικός ναός των μεσοδυτικών Πολιτείων στο Ντένβερ του Κολοράντο...

Μεγάλη Παρασκευή 2006. ΗΠΑ. Μεσοδυτικές Πολιτείες. Στο Κάνσας Σίτυ για μερικές διαλέξεις στο Park University του Μιζούρι. Σουρούπωνε. Ο Ελληνοαμερικανός καθηγητής Θύμιος Ζαχαρόπουλος ήρθε με ενθουσιασμό στο σπίτι να με πάρει… να πάμε στη λειτουργία του Επιταφίου! Ξαφνιάστηκα. Ο Θύμιος, ελάχιστα έδινε την εντύπωση ανθρώπου της εκκλησίας. Του το είπα. Και απάντησε:

  • Α! Δεν έχεις δίκιο. Εδώ η εκκλησία είναι το παν. Αυτή μας κρατά. Κρατά τη γλώσσα. Δένει τα παιδιά μας με την πατρίδα. Χωρίς την εκκλησία δεν θα υπήρχαμε… 

Ο ελληνορθόδοξος ναός του Αγίου Διονυσίου ήταν σ’ ένα μισοσκότεινο πάρκο. Ο επιτάφιος όπως και στην Ελλάδα. Όμως, τα εγκώμια ήταν μισά στα ελληνικά και μισά στα αγγλικά. Μια πρωτόγνωρη αίσθηση. Χάθηκα ανάμεσα στις δύο γλώσσες και στις γύρω βυζαντινές εικόνες. Χάθηκα σε έναν ωκεανό συγκίνησης που χώριζε δύο γλώσσες κι ένωνε μια κοινή αναφορά στην ελληνορθόδοξη παράδοση. Ο κόσμος που παρακολουθούσε ήταν Έλληνες πρώτης, δεύτερης και τρίτης γενιάς. Αλλά και μερικοί Αιγύπτιοι κόπτες, κάποιοι Βούλγαροι και Ρώσσοι. Τέλειωσαν τα εγκώμια, η περιφορά γύρω από την εκκλησία και όλη η λειτουργία. Ένα παράξενο οικουμενικό συναίσθημα με κατέλαβε όταν ταξιδεύαμε μέσα στη νύχτα του Κάνσας για το σπίτι του Θύμιου.

Ο παντοκράτωρ. Αγιογραφία από τον τεράστιο τρούλο του ελληνορθόδοξου μητροπολιτικού ναού στο Κολοράντο...

Οι ίδιες σκηνές και την επομένη στην Ανάσταση. Μόνο που μετά το Χριστός Ανέστη δεν έφυγε κανένας. Έμειναν όλοι μέχρι το τέλος της λειτουργίας: στις 1:30 τα ξημερώματα! Και μετά παρακάθησαν όλοι στο γιορτινό τραπέζι της Αναστάσεως. Πρωτόγνωρα πράγματα: η ελληνική ομογένεια και οι συν αυτής ορθόδοξοι ακολουθούσαν πολύ πιο πιστά την ελληνορθόδοξη παράδοση στις μεσοδυτικές Πολιτείες απ' ότι στην Ελλάδα!... 

Ήταν η πρώτη οικουμενική συνάντηση μου με το Βυζάντιο…

 

 

 

 

 

 

ΑΦΗΣΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

ΑΦΗΣΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

  1. Σχολιάζετε ως επισκέπτης.
Attachments (0 / 3)
Share Your Location
There are no comments posted here yet