Μια μεγάλη θαλασσοταραχή και ένα στοίχημα…
Του Δημήτρη Σταυρόπουλου
Προχθές ήμουν με μια αντριώτικη συντροφιά, όπου όλοι έλεγαν το μακρύ και το κοντό τους. Ιστορίες με περισσότερα ...ψέματα και λιγότερες αλήθειες. Χαλαρή βραδιά, με γέλια και πειράγματα. Ο καθένας περιέγραφε τα κάθε λογής κατορθώματα, με κραυγαλέα υπερβολή, θέλοντας να εντυπωσιάσει την παρέα.
Με ρώτησαν αν έχω να διηγηθώ κάτι. Τους είπα ότι έχω ζήσει μια τρομερή περιπέτεια με επικίνδυνα απρόοπτα , που μ΄ έκανα να φοβηθώ - πρώτη φορά - τον Κάβο Ντόρο. Είναι τόσο ακραία, συμπλήρωσα, που δεν θα την πιστέψετε. Επέμειναν. Τους την είπα, δεν με πίστεψαν κι έβαλα μαζί τους ένα στοίχημα. Θα την γράψω, με ημερομηνία και – κυρίως - με ονόματα, έτσι ώστε αν λέω ψέματα, αυτοί που αναφέρω να μπορούν να με διαψεύσουν.
Πάμε λοιπόν. Χειμώνας του 2000. Έχω κατέβει στην Άνδρο για κάποιες δουλειές και υπολογίζω ότι θα μείνω δυο το πολύ τρεις μέρες. Επειδή κάνει τσουχτερό κρύο και το σπίτι μου ήταν για καιρό κλειστό, μένω στο ξενοδοχείο "Περάκης" που είχε φουλ θέρμανση.
Το πρωί της δεύτερης μέρας, γύρω στις 8 κτυπάει το τηλέφωνο στο δωμάτιο. Ήταν ο Πρίαμος, φίλος ναυτιλιακός πράκτορας από την Ραφήνα: Δημήτρη μόλις βγήκε απαγορευτικό, ο καιρός φορτώνει κι άλλο και αν δεν φύγεις σήμερα θα αποκλειστείς για μέρες. Έρχεται χιονιάς κακός, μου λέει. Τον ρωτάω πως θα φύγω. Μου απαντά ότι το "Μπάρι" έχει ξεκινήσει από Μύκονο και θα περάσει από την Άνδρο γύρω στις 10. Ανοίγω το παράθυρο και έξω γίνεται χαμός. Ο αέρας παίρνει δέντρα και η θάλασσα είναι κάτασπρη. Κατεβαίνω στο Γαύριο. Στο πρακτορείο να ‘μαστε 10-15 τολμηροί έτοιμοι να ταξιδέψουμε.
Στην ώρα του φτάνει το πλοίο. Ο καπετάνιος του - υπέροχος άνθρωπος - ο Γιώργης Σαμιωτάκης με επιδέξιους χειρισμούς το παραβάλει στον μώλο. Φωνάζει: γρήγορα, το βαπόρι δεν κρατιέται! Ένας λιμενικός του δίνει ένα χαρτί να υπογράψει. Είναι υπεύθυνη δήλωση ότι αναλαμβάνει την ευθύνη να συνεχίσει το ταξίδι, επειδή το λιμάνι δεν είναι ασφαλές για αγκυροβόλια.
Ανεβαίνω στην γέφυρα. Εκεί με υποδέχεται ο καπετάν Γιώργης. Με καλημερίζει. Φοράει κάτι τεράστια γυαλιά, όπως οι πιλότοι της "φόρμουλα" και κουκουλωμένος στέκεται στην βαρδιόλα για τους χειρισμούς του απόπλου.
Με το που λύνονται οι κάβοι και έρχεται επάνω η έγκυρα το βαπόρι σπρώχνεται από τον βοριά στο λιμενοβραχίονα. Μου κόβεται το αίμα. Με πρόσω - ανάποδα, το "Μπάρι" βάζει την πλώρη του στο βοριά, ισιώνει και κατευθύνεται προς την έξοδο του λιμανιού. Ο Σαμιωτάκης μπαίνει στη γέφυρα και τα μάτια του, παρά τα προστατευτικά γυαλιά είναι κατακόκκινα από τον αέρα. Σε λίγο ανεβαίνει και ο ύπαρχος καπεταν Νίκος Πανουργιάς. Απομονώνονται σε μια άκρη και κάτι λένε. Πιάνει το αυτί μου κάτι …"να στερεωθούν προσεκτικά και να μην κυκλοφορεί κανείς στα καταστρώματα". Η διαταγή μεταφέρεται στους επιβάτες μέσω του νεαρού οικονομικού αξιωματικού Μ. Κοτσάμπα, που και αυτός έχει καταφθάσει στην γέφυρα.
Στο μεταξύ το πλοίο έχει πιάσει το Κακογκρέμι και σε λίγο θα βγει στο μπουγάζι. Βλέπω μπροστά το Κάβο Ντόρο, αλλά δεν ανησυχώ. Τα κύματα δεν μου φαίνονται τόσο μεγάλα. Γυρίζω λοιπόν στον καπετάνιο και μισογελώντας του λέω: καπετάν Γιώργη σιγά τον καιρό...
Μετά κατευθύνομαι στο πίσω μέρος της γέφυρας που ήταν η καφετιέρα, να πιω λίγο καφέ. Και τότε ακούω την φωνή του Σαμιωτάκη: Δημητράκη καλώς τα δέχτηκες... Κοιτάζω προς τα παράθυρα και βλέπε ...μόνο θάλασσα. Το "Μπάρι" έχει κάνει την πρώτη βουτιά... Το νερό περνά πάνω από το ραντάρ και τις αντένες και σκάει πίσω στην πρύμνη. Βουνά ολόκληρα, τα χειμωνιάτικα κύματα του βοριά, σαρώνουν τα πάντα. Πρώτο, δεύτερο, τρίτο. Η γέφυρα έχει γίνει ...υποβρύχιο.
Το "Μπάρι" όσοι το θυμούνται ήταν στενό και χαμηλό βαπόρι. Καλοτάξιδο όμως. Τιμονιέρης, πλοίαρχος, ύπαρχος αμίλητοι. Εγώ κρατιέμαι από κάπου και τους παρατηρώ. Όσο μπαίνουμε πιο βαθιά στο Στενό, τόσο πιο πολύ αγριεύει ο καιρός. Σκοτεινιά παντού και ένα ανελέητο και συνεχές χτύπημα του πλοίου από την φοβερή κακοκαιρία που κατεβαίνει μανιασμένη από τα Δαρδανέλια. Η πλώρη του μπαίνει ολόκληρη στην τεράστια τρύπα μεταξύ των κυμάτων, μετά χάνεται, η θάλασσα σκεπάζει την γέφυρα, για δευτερόλεπτα δεν βλέπεις τίποτα και μετά ξανά την πλώρη, που βγαίνει για λίγο στον αφρό έως ότου ξαναχαθεί. Εφιάλτης...
Έχω λουφάξει και φοβάμαι. Οι λαμαρίνες τρίζουν και το σφύριγμα του αέρα σε τρελαίνει. Διαπιστώνω όμως κάτι. Η πόρευα μας δεν είναι η συνηθισμένη. Πάμε βόρεια μ’ ένα γλυκό στρίψιμο του πηδαλίου, για να είμαστε περίπου πλώρα στον καιρό. Έτσι όπως ταξιδεύουμε θα βρεθούμε στις ακτές της Εύβοιας αρκετά ψηλά.
Καταμεσής του Κάβο Ντόρο σκηνές από την Αποκάλυψη. Δεν έχει μείνει τίποτα όρθιο. Η εικόνα όμως του πλοιάρχου με ησυχάζει. Σοβαρός, ήρεμος, ψύχραιμος μπροστά από τον πηδαλιούχο, παρατηρεί, μετράει, διορθώνει την πορεία. Αίσθηση σιγουριάς.
Αγναντεύω τριγύρω το πέλαγος και δεν βλέπω άλλο πλοίο. Είμαστε ολομόναχοι μονολογώ. Η τρικυμία έχει θεριέψει πιο πολύ. Μαύρα βουνά με αφρισμένες κορυφές μας επιτίθενται. Το ένα μετά το άλλο. Έχω εξουθενωθεί. Κάποια στιγμή έχουμε πλησιάσει την Εύβοια όπου κάπως απαγκιάζει. Εκεί δίνεται η εντολή: πηδάλιο 10 αριστερά. Σιγά- σιγά το βαπόρι στρίβει παίρνοντας μεγάλη κλίση και πλέοντας κοντά στην ακτή βάζει την πρύμνη του στον καιρό. Εκεί να δεις ταχύτητα που παίρνει.
Έχουμε αφήσει τον Κάβο Ντόρο αριστερά μας, η θάλασσα εχει πέσει και πάμε να περάσουμε μέσα από το νησάκι που βρίσκεται ο φάρος του Μαντέλο. Ο Πανουργιάς έρχεται προς το μέρος μου και τον ρωτάω: Πόσα μποφώρ; Σηκώνει τα χέρια και μου δείχνει με τα δάχτυλα: δέκα, έντεκα. Ποιος ξέρει;
Εκείνη την στιγμή έγινε... “το έλα να δεις”. Ακούστηκε ξαφνικά ένας κρότος τόσο δυνατός και τόσο κοντά, που έμοιαζε με έκρηξη οβίδας. Κοιτάζουμε μπροστά και προσλαβαίνουμε να δούμε ένα... Φάντομ της Πολεμικής Αεροπορίας και τον πιλότο του να μας κουνάει το χέρι. Από που εμφανίστηκε; Από το πουθενά! Πετώντας σύριζα στα κύματα πέρασε εκατοστά , από το καμπούνι της πλώρης. Πριν συνέλθουμε να και ένα δεύτερο. Να κάνει την ιδία άσκηση πετώντας... πιο χαμηλά από την γέφυρα.
Μας κούνησαν τα φτερά και χάθηκαν στα σύννεφα προς τα βουνά της Εύβοιας. Βάλαμε τα γέλια. Μια αντίδραση ανακούφισης και είπαμε ότι μας επιτέθηκαν ο Ποσειδώνας και ο Ίκαρος, αλλά γλυτώσαμε και από τους δυο.
Το υπόλοιπο ταξίδι από Κάρυστο μέχρι Ραφήνα, πέρασε ευχάριστα μπροστά από μια...καραβίσια μακαρονάδα.
Υ.Γ. Παρακαλούνται όσοι διάβασαν τα ονόματα τους να διαψεύσουν ή να επιβεβαιώσουν...