Αλλόκοτα συναπαντήματα στους ωκεανούς!...
Του καπετάν Ντίνου Αστρά
Ο Ντίνος Αστράς από το Κόρθι στο τιμόνι του Andros Island, 1958
Ήταν Μεγαλοβδόμαδο. Αρμενίζαμε στον Περσικό μέσα σε μια αμμοθύελλα που μας ανάγκαζε να φοράμε μάσκες με φίλτρα για να μπορούμε ν’ αναπνέουμε. Το κοκκινόχωμα είχε κολλήσει σ΄όλο το καράβι βάφοντάς το καφετί. Πηγαίναμε Crude Oil στη Γιακοχάμα. Το ραντάρ δε δούλευε από καιρό. Όλη τη μέρα ο καπετάνιος ήταν ανήσυχος. Έπρεπε τη νύχτα να περάσουμε μέσα από κάτι βραχονήσια και χωρίς ραντάρ φαινόταν κομμάτι δύσκολο.
Ελπίδα μας το φεγγάρι, θα βοήθαγε κάπως στον εντοπισμό των όγκων τους. Το βραδάκι το χαμσίνι κόπασε και η ορατότητα έγινε καλή. Τα μεσάνυχτα η βάρδια μου παρέδωσε την πορεία και την εντολή του καπετάνιου να τον ξυπνήσω μια ώρα πριν φτάσουμε στο δύσκολο πέρασμα. Το φεγγάρι επρόκειτο να βγει στις δύο και στο πέρασμα θα φτάναμε στις τρείς. Κατά τις δωδεκάμισι ο ορίζοντας κατάπλωρα φάνηκε να παίρνει ένα χρώμα χρυσοκίτρινο , όπως τον βάφει συνήθως η ανατολή του φεγγαριού. Το φως όμως άρχισε να γίνεται όλο και πιο έντονο κι έδειχνε να μην έχει σχέση με το φεγγάρι. Σκιάχτηκα και ξύπνησα τον καπετάνιο. Ανέβηκε γρήγορα και μπήκε στη γέφυρα, κουμπώνοντας το παντελόνι του. Στο μεταξύ μια φωτεινότητα παράδοξη έλουζε το πέλαγο μπροστά μας. Όταν είδε το φαινόμενο τα ‘χασε. Δεν είχε ματαδεί, τριάντα χρόνια στη θάλασσα, τέτοιο πράμα. Ξύπνησε και τους άλλους. Γέμισε η γέφυρα τρομαγμένα ανθρωπάκια, που το ένα ακουμπούσε το άλλο για να παίρνει κουράγιο.
Στην πλώρη του Andros Island με φόντο το τάνκερ Androa Trader, 1958
Λίγο αργότερα ζούσαμε μια εμπειρία πρωτόγνωρη. Ολάκερη εκείνη η θαλάσσια έκταση χωρίστηκε σε τετράγωνα , σχηματίζοντας μια τεράστια σκακιέρα. Ένα πολύ έντονο πρασινοκίτρινο φως που τύφλωνε άναβε διαδοχικά πότε στη μια και πότε στην άλλη τετράγωνη επιφάνεια , λες και από κάτω τους αναβόσβηναν πανίσχυροι προβολείς . Όταν η μια ήταν φωτισμένη , η διπλανή της ήταν σκοτεινή. Μισή ώρα κράτησε αυτή η ιστορία. Όσο βρισκόμασταν μέσα, ο χρόνος είχε χάσει τη συνηθισμένη του διάσταση. Όταν βγήκαμε κι οι καρδιές μας ηρέμησαν από το αφηνιασμένο τους τρέξιμο, όλα έγιναν σαν πρώτα.
Ήταν τόσο λαμπερό το παράξενο αυτό φως, που ακόμα κι όταν το αφήσαμε πίσω μας, φώτιζε τόσο έντονα την περιοχή, που οι όγκοι των βράχων δε δυσκόλεψαν το πέρασμά μας. Το φαινόμενο αυτό έμεινε άλυτο. Κανένας δεν μπόρεσε να δώσει έστω και το παραμικρό στοιχείο εξήγησης, παρ’ όλο που αναφέρθηκε σε αρκετούς διεθνείς επιστημονικούς οργανισμούς.
Μετά από πολλά χρόνια διάβασα ένα βιβλίο που αναφερόταν στην εξωγήινη πραγματικότητα. Ο συγγραφέας του, βέβαιος για την ύπαρξη λογικής ζωής στους κόσμους του σύμπαντος , ανέφερε ότι στη γη υπάρχουν αρκετά κοσμοδρόμια για την προσγείωση διαστημοπλοίων. Το μοναδικό υποθαλάσσιο, έλεγε, υπάρχει στην περιοχή του Περσικού και έδινε συντεταγμένες που ταίριαζαν με την περιοχή στην οποία ζήσαμε τη μοναδική αυτή εμπειρία!
Andros Island
Το ανοιχτό πέλαγος βέβαια είναι γεμάτο από παράξενες εμπειρίες. Οι ναυτικοί , όταν αναφέρονται σ΄αυτές , συχνά μπερδεύουν την υπερβολή με την αλήθεια κι έτσι σπάνια γίνονται πιστευτοί. Τις πιότερες φορές τις κουβαλάν μέσα τους και τελικά τις παίρνουν μαζί τους. Θυμάμαι ένα χάραμα, στον Κεντρικό Ειρηνικό κοντά στην Χαβάη. Ταξιδεύαμε σε μια θάλασσα σπαρμένη με χρυσόσκονη που την έκοβες με το μαχαίρι. Ο Θανάσης στο τιμόνι , ο σκάπουλος και εγώ στο ‘’φτερό΄΄ της γέφυρας. Ξάφνου αριστερά μας , μες στο θάμπος του νιόφερτου ηλιόφεγγου, ένα μαύρο σημάδι. Σημάδι σ’ ένα απέραντο ωκεανό , που ποτέ ή σπάνια συναντάς άλλο πλεούμενο και που δεν προσμένεις ούτε πετούμενο να δεις, είναι σημαντική στιγμή.
Έστριψα το τιμόνι κατά πάνω του. Πήραμε τα κιάλια και κοιτάζαμε . Η μεγάλη απόσταση δε μας επέτρεπε να το προσδιορίσουμε. Όσο πλησιάζαμε όμως, άρχισε να διαγράφεται καθαρά το κεφάλι ενός τεράστιου ιππόκαμπου. Δεν μπορούσαμε να πιστέψουμε στα μάτια μας . Σε λίγο ήρθε στην γέφυρα και ο γραμματικός με τους ναύτες του να μας σκαντζάρουν. Σάστισαν και αυτοί. Τον πλησιάσαμε αρκετά , μέχρι που , τρομαγμένος απ’ το πάφλασμα και τη θωριά του καραβιού , βούτηξε και χάθηκε στα γαληνεμένα νερά.
Έξι άνθρωποι κοιταζόμασταν απορημένοι. Έξι άνθρωποι ήμασταν βέβαιοι πως είδαμε έναν ιππόκαμπο , που απ’ το μέγεθος του κεφαλιού του πρέπει να ‘χε μήκος γύρω στα δέκα με δεκαπέντε μέτρα.
Ο Ντίνος Αστράς με τον υπεύθυνο ναυτιλιακού εξοπλισμού του ναυπηγείου στο Τόκιο, 1965
Ποιος μας πίστεψε; Ακόμα και οι άλλοι, που τους το ΄πάμε το μεσημέρι στην τραπεζαρία, νόμιζαν πως τους κάναμε πλάκα και χαχάνιζαν.
Ένα απομεσήμερο, λίγους μήνες αργότερα, πλέαμε στον Ινδικό. Μόλις είχαμε αφήσει πίσω μας το βορινό κάβο της Μαδαγασκάρης. Είχαμε αποφάει. Ο παραπορτιανός λοστρόμος ετοίμαζε ένα μπουγέλο με ψαρόλαδο για να αλείψει το ‘’ρόναρη΄΄ της μεγάλης μπίγας. Ο καθαριστής της πρωινής βάρδιας , ένα παλιόμουτρο απ’ τον Πύργο γιομάτος τατουάζ, είχε πουλήσει ο μπάσταρδος την ψυχή του στον καπετάνιο για κάνα δυο κούτες τσιγάρα το μήνα και του κάρφωνε όλες μας τις γκρίνιες για τις σκατένιες συνθήκες που μας πρόσφερε , είχε πιάσει στο φελαδούρι του ένα γλάρο, τον είχε βάψει με μίνιο και τον είχε ξαμολήσει. Όταν πέσανε πάνω του οι άλλοι γλάροι , η ηλίθια παρέα της πρύμνης χασκογέλαγε βλέποντας να μη μένει απ’ το φουκαριάρικο πουλί ούτε φτερό.
Φυσούσε ένας ελαφρύς σιροκολεβάντες και η ορατότητα δεν ήταν και πολύ καλή. Μεσούρανα διάβαινε ένας ήλιος καυτός που τσουρούφλιζε τα γυμνά κορμιά μας. Ξάφνου, αριστερά, πρόβαλε ο όγκος ενός παλιού φορτηγού. Παρ’ όλο που φαινόταν σταματημένο μεσοπέλαγα, θα συνεχίζαμε την πορεία μας, αν δε μας παραξένευε το γεγονός ότι απ’ την τσιμινιέρα του δεν έβγαινε καθόλου καπνός και η δεξιά του άγκυρα ήταν κρεμασμένη.
Στρίψαμε, κόψαμε ταχύτητα, το ζυγώσαμε όχι πάνω από πεντακόσιες εξακόσιες οργιές κι αρχίσαμε να φέρνουμε βόλτες γύρω του. Κάποτε πρέπει να ‘ταν βαμμένο μαύρο, τώρα απ’ τη σκουριά δεν ξεχώριζες το χρώμα. Στις πλωριές μάσκες του διέκρινες δύσκολα το όνομα Mary S. και στην πρύμνη, πάνω απ’ τον αινά, πάλι το όνομά του κι από κάτω Liverpool. Στο κατάστρωμα δεν υπήρχε ίχνος ζωής. Αρχίσαμε να φωνάζουμε με τα χωνιά τις ‘’ντουντούκες’’ . Τίποτε. Κάτσαμε κοντά του περίπου μια ώρα.
Ντίνος Αστράς, Ηλίας Σερεμπόκεν, Παντελής Καραδόντης (αδελφός Ελίζας Γουλανδρή), Στο γιωτ Παλόμα του Β. Γουλανδρή, 1965
Ο δεύτερος μηχανικός, εκείνος ο ερίφης απ’ το Θιάκι, που ‘ταν ικανός να πουλήσει ακόμα και την μάνα του για να κονομήσει καμιά πεντάρα, έριξε την ιδέα να το ρυμουλκήσουμε και να το πάμε στο πιο κοντινό λιμάνι. Θα χαρακτηριζόταν σαν ‘’λεία’’ και θα ανήκε στο πλήρωμα. Ο καπετάνιος όμως αρνήθηκε , γιατί απ’ τη μια φοβήθηκε την οργή των πλοιοκτητών και των ναυλωτών, που θα ξέσπαγε λόγω της μεγάλης καθυστέρησης που θα προκαλούσε αυτή η ενέργεια, κι απ’ την άλλη θεωρούσε την απόκτηση του καραβιού πολυδάπανη και πολύ αμφίβολη.
Έτσι, μέσα σε μεγάλη δυσφορία του πληρώματος, αφήσαμε , κατά το ηλιοβασίλεμα, το παράξενο πλεούμενο που χάθηκε στα καταχνιασμένα ουρανοθέμελα του Ινδικού και φύγαμε για τον προορισμό μας, αναφέροντας το γεγονός μ’ όλες του τις λεπτομέρειες στους σχετικούς ναυτιλιακούς οργανισμούς και στις μεγάλες ασφαλιστικές εταιρίες. Οι απαντήσεις που λάβαμε μετά από λίγο ήταν πανομοιότυπες. Δεν υπήρχε βαπόρι γραμμένο στους παγκόσμιους καταλόγους με το όνομα Mary S. και με νηολόγιο Liverpool.
Ο μακαρίτης ο Καββαδίας ‘’φοβότανε τ’ άστρα του Νοτιά’’, εμείς εκεί κάτω φοβηθήκαμε το παράδοξο συναπάντημα. Οι πιο πολλοί από μας δεν πιστεύαμε σε ‘’πλοία-φαντάσματα’’, ούτε στους θρύλους του πελάγου, δεν μπορούσαμε όμως να εξηγήσουμε και το γεγονός.
Οι αξιωματικοί του γιώτ Παλόμα, του Β. Γουλανδρή. Ο Δήμος Κουμαριανός πλοίαρχος, ο Τιμ Γαβριηλίδης υποπλοίαρχος, ο Ντίνος Αστράς ανθυποπλοίαρχος και ο Ηλίας Στερεμπόκεν ασυρματιστής.
Ενας γέρος θερμαστής όμως, προφήτης απ’ την κούνια του, από κάποιο αρβανιτοχώρι της Άνδρου, όχι μόνο πίστευε σε δαύτα, αλλά τα θεωρούσε και γρουσούζικα . Ολημερίς μας έτρωγε τ’ αυτιά, ότι αυτά όταν βγαίνουν στο πέλαγο, σέρνουν κι αναποδιές μαζί τους , κι όποιος τα’ απαντήσει, κάτι κακό θα του συμβεί. Ο άτιμος, βγήκε αληθινός. Σε λίγες μέρες, η αμέλεια ενός άπειρου τρίτου προκάλεσε μια σοβαρή ζημιά στη μηχανή, μ’ αποτέλεσμα να μείνουμε ακυβέρνητοι στην μπούκα του Περσικού.
Κρεμάσαμε τις άγκυρες στον πόντο, ανεβάσαμε τα μαύρα μπαλόνια της ακυβερνησίας κι όσοι δε δουλεύαμε στην επισκευή της μηχανής αρχίσαμε να κεντάμε την πλήξη μας και την αδράνειά μας, άλλοι με το ψάρεμα, άλλοι με τα χαρτιά κι άλλοι με τ’ αγνάντεμα του γαληνέμενου Ινδικού. Κάτω απ’ την πρυμνιά μάσκα, ένα κοπάδι δελφίνια είχαν βάλει στη μέση ένα μεγάλο σκυλόψαρο και το ‘διωχναν από τη συντροφιά τους χτυπώντας το με τα ρύγχη τους στην κοιλιά, τρομάζοντας τον κολαούζο που ‘ταν κολλημένος πάνω του.
Πάνω στις αριστερές μπίντες , ο Γιάννης, ο Συμιακός ναύτης, έπαιζε στην κιθάρα του την ‘’Κομπαρσίτα’’ και το καμαρωτάκι απ’ το Μαρμάρι του ‘κανε φάλτσο σεγκόντο με τη φυσαρμόνικα. Παραδίπλα, ο Πυργιώτης καθαριστής είχε πιάσει στην πετονιά ένα πολύχρωμο μεγάλο ψάρι και προσπαθούσε να το ανεβάσει στο κατάστρωμα. Η μπλε μισινέζα του δεν ήταν απ’ τις χοντρές και φοβόταν μην του σπάσει στ’ ανέβασμα και χάσει το ψάρι. Τρύπησε λοιπόν τον πάτο ενός βαρελιού, το ‘δέσε απ’ τα πάνω χείλια του με μια καντηλίτσα και το κατέβασε συ θάλασσα, σαν μεγάλη απόχη.
Το γιώτ Παλόμα του Β. Γουλανδρή στο οποίο ο Ν. Αστράς ήταν αξιωματικός. Ταξιδεύοντας από Τόκιο για Πειραιά.1965.
Την ώρα που προσπάθαγε να παγιδέψει το ψάρι μέσα στο βαρέλι-απόχη, ένα όμοιο αλλά λίγο μεγαλύτερο φάνηκε στον αφρό της θάλασσας. Άρχισε να γυροφέρνει το βαρέλι και σαν τρελό να πηδάει έξω απ’ το νερό, βγάζοντας συνάμα μικρά σφυρίγματα . Το πιστεύει δεν το πιστεύει κανείς, εμείς διακρίναμε στις κινήσεις του αγωνία, αγωνία μεγάλη και πείσμα. Ανεβάσαμε γρήγορα το βαρέλι πάνω και αφοσιωθήκαμε σαστισμένοι στην προσπάθεια του ψαριού. Ξάφνου ξενέρωσε , άρπαξε τον κλώνο της πετονιάς στο στόμα του, τον έκοψε, πήρε το λευτερωμένο ταίρι του μαζί και χάθηκαν στα γκριζοπράσινα νερά του Περσικού.
Ο Πυργιώτης, ανεβάζοντας πάνω την κομμένη μεσιτεία , δε μιλούσε. Στο πονηρό και σκληρό μούτρο του είχε απλωθεί μια μάσκα έκπληξης και έκστασης. Από κείνη τη μέρα κανένας μας δεν τον ξανάδε να βάφει κόκκινους τους γλάρους η να σκοτώνει με τ’ αεροβόλο αλμπατρός.
Οι μηχανικοί ψευτοεπισκευάσανε κάποτε τη μηχανή, αλλά μια κι ήμασταν ακόμα μέσα στο ‘’γκαραντί’’ μας στείλανε στην Ιαπωνία για επιθεώρηση. Μείναμε στο ναυπηγείο τρείς μέρες. Την παραμονή της αναχώρησης, ο ‘’βατσιμάνης’’ μ’ ειδοποίησε ότι κάποια γυναίκα με ζητούσε. Την έφερε στο δωμάτιό μου. Ήταν η Γιούκι. Κρατούσε ένα μωρό στην αγκαλιά της. Έμαθε για τον ερχομό του καραβιού κι ήρθε στην τύχη μπας κι ήμουν ακόμη μέσα.
Τεχνική επιθεώρηση του πλοίου από τον υπεύθυνο του ναυπηγείου 1965
Είχε παντρευτεί και πολύ το καμάρωνε. Η ευγνωμοσύνη της για την τοτινή μου συμπεριφορά ήταν ακόμα διάχυτη στα λόγια της και ευδιάκριτη στο βλέμμα της. Στην ψυχή της ίσως κάποια σπίθα να σιγόκαιγε, απομεινάρι από κείνο τ’ ολιγοήμερο εκρηκτικό πάθος που μας καψάλισε.
Καθώς έφευγε, μου ‘δειξε το γιό της λέγοντας:
- Θα μπορούσε να ‘ταν δικός σου.
- Είναι; τη ρώτησα.
Δεν μου απάντησε. Μου χαμογέλασε, με φίλησε κι έφυγε.
Την κοίταζε να κατεβαίνει τη σκάλα και σκέφτηκα για μια στιγμή πως στο λαβύρινθο της ψυχής μου η αγάπη πρέπει να ‘χε λαγούμια και κρυφά περάσματα που ακόμα δεν είχα ψαχουλέψει. Αλλιώς πως μπορούσα να χαρακτηρίσω τη ζεστασιά που ξαφνικά ένοιωσα για κείνον τον πιτσιρικά, που τα όρθια μαλλάκια του τον έκαναν να μοιάζει με σκατζοχοιράκι; Κάπως έτσι πρέπει να ‘νιωθε κι εκείνος ο λιμοκοντόρος Ναπολιτάνος άντρας της Φιλουμένα Μαρτουράνο.
Είχα κάτσει στο βαπόρι πολλούς μήνες. Όλον αυτόν τον καιρό είχα δε κόσμο να πηγαινόρχεται . Είχα σφίξει χέρια και χέρια, άλλους κατευοδώνοντας κι’ άλλους καλωσορίζοντας. Σε κάποιους που πήγαιναν ν’ ανταμώσουν τη χαρά και τη γιορτή, σε άλλους που τράβαγαν να βρουν τον πόνο και τη λύπη και σε κείνους που ‘ρχονταν να σμίξουν τη ζήση τους με τη δικιά μου πάνω στα ‘’Υγρά Κέλευθρα’’, όπως θα ‘λεγε ο Κωσταντής ο Κουλιανός.
Γιορτινές μέρες στο τάνκερ Andros Island 1957
Είχα πια κουραστεί . Ένιωθα πως κόντευε κι η δική μου παρτέντζα και κρυφοπαρακάλαγα να ‘ταν ο γυρισμός μου γιορτινός. Η αρρώστια της ‘’λαμαρίνας’’ μου ‘δειχνε έντονα τα πρώτα της συμπτώματα. Σε αντίθεση με τον χαρακτήρα μου , έγινα μουντός, βαρύς, λιγόλογος, νευρικός κι αποτραβήχτηκα από την όποια κοινωνική δραστηριότητα του καραβιού. Προσπάθαγα ν‘ αρμενίζω τον καιρό καθώς τον έβρισκα, αλλά αυτός φαινόταν να μποδίζει τη ρότα μου. Η θάλασσα έδειχνε να με βαρέθηκε. Έπρεπε να φύγω. Ζήτησα αντικαταστάτη για το επόμενο λιμάνι.
Τη μέρα που ‘φευγα , ένιωθα διχασμένος. Απ’ τη μια θλίψη του χωρισμού, πιότερο για το καράβι και λιγότερο για τους ανθρώπους του, κι απ’ την άλλη η χαρά και η ευτυχία του γυρισμού.
Μα ο δρόμος για την Ιθάκη δυστυχώς δεν κρατά πολύ στους καιρούς μας. Οι Κύκλωπες και οι Λαιστρυγόνες , κλεισμένοι πεισματικά στις σπηλιές τους, αρνούνται να σ’ εμποδίσουν στο δρόμο σου. Μια, δυο, τρεις το πολύ μέρες κι έφτασες. Μετά τις αγκαλιές και τα καλωσορίσματα, σαν τα διαβατάρικα θαλασσοπούλια, φεύγουν από πάνω σου τα τόσο όμορφα συναισθήματα που συντροφεύουν την προσμονή του ερχομού και πάνε να κουρνιάσουν στις ψυχές εκείνων που ετοιμάζουν το δρόμο του γυρισμού στη δική τους Ιθάκη.
(Μεταγραφή σε ηλεκτρονική μορφή Ι.Π. – Άλκης)